Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Χριστούγεννα στην Ελλάδα, μιαν άλλη εποχή...

Η παρακάτω αφήγηση, πραγματική, παρμένη από την εμπειρία της μητέρας μου, αναφέρεται σ’ ένα παρελθόν της πατρίδας μας που οι περισσότεροι έχουν ξεχάσει, οι υπόλοιποι ποτέ δε μάθαμε. Πιστεύω ότι οι μέρες αυτές επιτρέπουν τη συναισθηματική φόρτιση, επιτρέπουν όμως και μια διάθεση αναπόλησης των περασμένων. Όχι διότι αυτά υπήρξαν πάντοτε πιο σπουδαία, όσο διότι μας δείχνουν το δρόμο, μέσα από τα σωστά και τα λάθη, που θα μπορούσαμε και σήμερα να ακολουθήσουμε...
... «. Κάποια στιγμή το βράδυ είχε αρχίσει να με πιάνει ύπνος στην αγκαλιά του πατέρα μου. Θυμάμαι ότι συζητούσαν για τα «τουφέκια», για το θείο μου τον «κομμουνιστή» και τους κρότους της πόρτας τα άγρια μεσάνυχτα. Ο Αλέξης, ο ξάδελφός μου, ήθελε να χαλαρώσει λίγο την ατμόσφαιρα και τους θύμισε το αστείο που είχε κάνει τα Χριστούγεννα, τη μέρα της Γουρνοχαράς. Ήταν η εποχή που τα τουφέκια ήταν μαύρα και κόκκινα και την πόρτα βροντούσαν οι αντάρτες για να «στρατολογήσουν» τα παιδιά στο αντάρτικο. Αυτή την εποχή δεν την θυμάμαι καλά, γιατί ήμουν πολύ μικρή. Θυμάμαι όμως τη μέρα της Γουρνοχαράς και το αστείο του Αλέξη. Και η φιλογιά του Αλέξη πράγματι ξανάφερε το γέλιο στο σπιτικό και κατόρθωσε να κρατήσει ξύπνια ακόμη και μένα.
Τα αδέλφια μου και τα ξαδέλφια μου είχαν νοικιάσει σπίτι τότε στα Τρίκαλα και πήγαιναν εκεί από το φόβο των ανταρτών. Πολλές θείες μου είχαν ήδη κλάψει τα παιδιά τους, τι τα μάζωξαν αντάρτες και τα χάσαμε. Τα περισσότερα απ’ αυτά δεν τα ματαβρήκαμε. Τις μέρες των Χριστουγέννων, ο πατέρας μου μήνυσε στα αδέλφια μου να έλθουν πίσω για λίγες μέρες, να μη χάσουν τις γιορτές. Χριστούγεννα χωρίς οικογένεια δεν νοείται. Θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα που περιμέναμε τα αδέλφια μου, η χαρά είχε πλημμυρίσει το σπίτι. Το γουρούνι μας, μεγαλωμένο και τεράστιο – βλέπεις, ο πατέρας το ετάιζε τρεις φορές τη μέρα πίτουρα για να παχύνει – καθόταν στην άκρη του κουμασιού και μας κοίταζε με κάτι λυπημένα μάτια! Εγώ στην αρχή έκλαιγα για τη θυσία. «Μπαμπούλη, μη φάμε γρούνι φέτος» του’ λεγα. Άδικος κόπος. Πρωί – πρωί, ο πατέρας μου τραβούσε για το κουμάσι κι έπιανε το γουρούνι απ’ τα αφτιά. Του περνούσαν τη θηλιά στα πόδια και το τραβούσαν έξω. Ευτυχώς, εγώ δεν είχα ξυπνήσει ακόμη και δεν είδα τον αποκεφαλισμό. Προς μεγάλη βέβαια κοροϊδία των ξαδελφών μου, γιατί εκείνα όχι μόνο είδαν τη μακάβρια τελετή αλλά είχαν αλείψει και τα μέτωπά τους με το αίμα του γουρουνιού για να μην τα κατουρήσουν τα καρκατζέλια! Ο θείος μου είχε βγάλει τη σπλήνα και με περισπούδαστο ύφος αποφαινόταν για το χειμώνα. Η όλη κατάσταση είχε καταφέρει να συνεπάρει κι εμένα και τελικά κάθισα να δω την αφαίρεση του μπασιουρτή, για να φτιάξουν λουκάνικα. Ο πατέρας μου έβγαλε το τομάρι και δήλωσε ότι μ’ αυτό θα φτιάξει γουρνοτσάρουχα. «Καλοξοδεμένο του γρούνι, Μπαρμπα – Νικόλα», του λέγαν οι θείοι μου. «Να σου βγάλει πολλά γκάζια λίπα».
Κατά το απόγευμα, ήρθαν τα αδέλφια μου και τα ξαδέλφια μου, εκτός από τον Αλέξη. Κάθισαν όλοι στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε τις τσιγαρίδες και την αλευριά. Θυμάμαι ότι το χιόνι έξω έπεφτε πυκνό. Είχε αρχίσει να πέφτει από αργά το βράδυ και καθώς δεν φύσαγε διόλου άνεμος, το είχε στρώσει ομοιόμορφα. Έβγαινα έξω με δέος και κοιτούσα το τοπίο να φοράει την άσπρη του στολή. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τούτο το άσπρο χρώμα το παρομοίαζα με το άσπρο τμάνι του παππού, που είχα δει μια φορά κατά λάθος να κείτεται στο κρεβάτι και στη φαντασία μου νόμιζα ότι, όταν χιόνιζε, η φύση γδυνόταν κι έμενε μόνο με τα σώβρακα! Το γδύσιμο της φύσης μου το επιβεβαίωνε και το πέσιμο των φύλλων που έκαναν ένα σωρό μπροστά στη ρούγα και έφταναν μέχρι και την αστρέχα, ακόμη και μέσα στο σπίτι όταν φυσούσε αέρας, πράγμα που ανάγκαζε τη μάνα μου να σαρώνει το σπίτι, και την Αρέτω να μας βάζει τις φωνές γιατί την εμποδίζαμε την ώρα που φουκαλούσε τη ρούγα. Εκείνο το πρωί, δοκίμασα να πάω μέχρι την περιφέρεια. Άδικος κόπος. Το χιόνι είχε ήδη στρώσει. Έτσι, ήμουν αναγκασμένη να φωνάξω στο γέρο – πλάτανο ότι δεν μπορούσα να τον τιμήσω με την επίσκεψή μου και έπρεπε να περιμένω να ντυθεί η φύση, γιατί ντρεπόμουν να την κοιτάξω γυμνή. Ο άνεμος μου έφερνε – έτσι νόμιζα – την βροντερή του απόκριση: Καλά, άει σύρε στο σπίτι να μην κρυώσεις τώρα. Και πράγματι κρύωνα, τα χέρια μου είχαν αρχίσει να παίρνουν ένα μωβ χρώμα, σαν κι αυτό που είχε το ουράνιο τόξο, όταν η φύση τέλειωνε το μπάνιο της κι έτρεχε κι αυτή γρήγορα γρήγορα να ντυθεί για να μην κρυώσει. Το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορο. Στο σπίτι όμως, η χαρά και το γρούνι ζέσταιναν τα μέλη του σώματός μας.
 Μόλις βράδιασε, ακούμε μανιασμένους κρότους στην πόρτα. Το σπίτι ξαφνικά ησύχασε. Και για πρώτη φορά μπορούσα ν’ ακούσω το διόλου διασκεδαστικό και τρομακτικό λυσσομανητό του ανέμου και για μία ακόμη φορά να αισθανθώ ένα τσουχτερό κρύο στα χέρια μου, στα πόδια μου, στην ψυχή μου.
«Ανοίξτε», ακούμε μία φωνή. «Που τα’ χετε τα παιδιά; Το ξέρουμε πως έχετε παιδιά μέσα». Ακούστηκε σαν κάτι να σπάει. «Παναγιά μου, τα παιδιά μου!» έκανε η μάνα. Ο πατέρας μ’ ένα νεύμα τα έκανε νόημα να βγουν έξω από την άλλη πόρτα. «Σώπασε, Νικόλαινα», είπε προστακτικά της μάνας μου. «Ανοίξτε», ακούστηκε πάλι η φωνή. «Ανοίξτε, γιατί θα σπάσω την πόρτα». Ο πατέρας μου πήγε ως την πόρτα, την άνοιξε και…
«Άει κατ’ ανέμ’ Αλέξη, σε καλό σ’! Μας κοψοχόλιασες!». Ήταν ο Αλέξης, που είχε αργήσει να έλθει κι ήθελε να κάμει ένα αστείο. Η Αρέτω έσυρε έξω να φωνάξει τα αδέλφια μου. Εκείνα μπήκαν στο σπίτι. Τα ρούχα τους, βρεγμένα και παγωμένα από το χιόνι, τα μαλλιά τους σαν ν’ άσπρισαν και τουρτουρίζοντας αρχίσαν να φωνάζουν στον Αλέξη για το χωρατό του. Κείνος δεν έσκαγε, είχε αρχίσει ήδη να τρώει χαμογελώντας.
Η φιλογιά του Αλέξη, πράγματι χαλάρωσε το κλίμα και με πήρε ο ύπνος με γέλια και χαρές. Το βράδυ, θα’ ταν αργά, άκουσα χτυπήματα στην πόρτα και, επηρεασμένη από την ιστορία που μας διηγήθηκε ο Αλέξης, νόμισα πως θα’ ταν πάλι εκείνος να ξανακάνει το ίδιο αστείο. Όμως αυτή τη φορά δεν ήταν αστείο. Ο πατέρας μου άνοιξε την πόρτα. Στην είσοδο στέκονταν τρεις άντρες με άγριο βλέμμα και άγρια όπλα.
«Τι θέλετε τέτοια ώρα;» ακούω τον πατέρα μου να λέει. «Πού τα’ χεις κρυμμένα τα όπλα, Νικόλα;» του λέει ο ένας κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Σας το’ χω πει ότι δεν έχω όπλα στο σπίτι μου». Σιωπή. Οι άλλοι δύο, μπήκαν στο σπίτι κι άρχισαν να ψάχνουν. Ο πατέρας μου προσπάθησε να τους κρατήσει έξω. «Στο σπίτι μου δεν μπαίνετε», τους είπε και τους τράβηξε από τα ρούχα. Ο αρχηγός τους, τους έκανε νόημα. «Θα’ ρθείς μαζί μου, Αργύρη» του είπε μ’ επιτακτικό τόνο. «Με το καλό ή με το άγριο», συμπλήρωσε. Ο πατέρας μου έφερε μια γύρα το κεφάλι του σε μας. Χωρίς να πει τίποτα, τους ακολούθησε. Οι αδελφές αρχίσαμε να κλαίμε, η μάνα μου μας πήρε και μας πήγε μέσα να μας παρηγορήσει. Τα αδέλφια μου, ο Γιώργος κι ο Γιάννης,  δεν είπαν τίποτα, τα είδα όμως με αγριεμένο βλέμμα και φοβήθηκα πως θα έτρεχαν τώρα δα, να πάνε να πάρουν τον πατέρα. Η μάνα μου – ένιωσε άραγε τον ίδιο φόβο; - τα κάλεσε κι αυτά μέσα. Ήρθαν απρόθυμα. Δεν θυμάμαι τι μας έλεγε η μάνα μου για να μας παρηγορήσει. Δεν πρόσεχα. Σκεφτόμουν μόνο τον πατέρα και τι θα του’ καναν. Ήταν η πρώτη φορά που τον έπαιρναν και από τότε αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές. Εκείνη όμως η νύχτα, μου έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη και πολλές φορές φαντάζομαι ότι δεν είχαν υπάρξει άλλες. Κάποτε, με ξαναπήρε ο ύπνος».
Σ’ ένα διαμέρισμα της Καλλιθέας, πριν πολλά χρόνια, είχα αρχίσει με τη βοήθεια της μητέρας μου να γράφω μία εργασία συλλογής λαογραφικού υλικού. Μια εργασία που απαίτησε αρκετό κόπο για τη συλλογή πληροφοριών από το χωριό της μητέρας μου, τα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων. Απαιτήθηκαν αρκετές ώρες απομαγνητοφώνησης υλικού, ατέλειωτες ώρες αδιάκοπων επεξηγήσεων από τη μητέρα μου. Αυτό το υλικό, το αντιλήφθηκα  μετά από πολύ καιρό, είναι στην πραγματικότητα μια σειρά από ιστορίες. Ιστορίες ιδωμένες μέσα από τα μάτια ενός μέλους μιας οικογένειας, μιας οικογένειας που πέρασε πολλά, κι όπως κάθε άλλη οικογένεια της Ελληνικής γης, δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή της και την ταυτότητά της.
Στις αφηγήσεις της μητέρας μου, σιγά – σιγά προστέθηκαν αναμνήσεις του πατέρα μου. Αναφέρονται πάνω – κάτω στην ίδια χρονική περίοδο και σηματοδοτούν μια σειρά γεγονότων ιστορικών που συντάραξαν την Ελλάδα. Στα γεγονότα αυτά, όπως είναι φυσικό, συμμετείχαν πρόσωπα και από τις δύο οικογένειες. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η Μικρασιατική εκστρατεία, η Κατοχή, η Αντίσταση αποτελούν κομμάτια της νεότερης ιστορίας του λαού μας που, συνήθως, αντικρίζονται από τη σκοπιά των πολιτικών ηγετών. Πρωταγωνιστές όμως είναι οι απλοί πολίτες, αυτοί που σήκωσαν στις πλάτες τους το βάρος της πραγματοποίησης των οραμάτων ενός ολόκληρου έθνους. Κι αν αυτά τα μεγαλεπήβολα οράματα τα μετουσίωσαν σε ιδέα οι πολιτικοί ταγοί, ήταν οι οπλίτες, οι αξιωματικοί, ο απλός λαός που τα έκανε πράξη, θυσιάζοντας αμέτρητες φορές τη σωματική του ακεραιότητα και την ίδια τη ζωή του.
Οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες έχουν να επιδείξουν τους δικούς τους ήρωες σ’ όλα τα πεδία μαχών που γνώρισε η χώρα μας. Γι’ αυτό και οι εθνικές επέτειοι έχουν αυτή τη διαχρονική αξία και συνάμα προκαλούν τη συγκίνηση και την περηφάνια που ξεπερνά τοπικές ιδιομορφίες και χρονικές αποστάσεις από τα γεγονότα αυτά καθαυτά. Κι είναι αυτή η υπερηφάνεια, η τόσο έντονη στις αναμνήσεις της μητέρας μου και του πατέρα μου, που με έκαναν να καταγράψω τις ιστορίες τους, στην προσπάθειά μου να κατανοήσω και – γιατί όχι – να κερδίσω τη μέθεξη στην απλότητα της εποχής τους, να ξεφύγω από τη σημερινή αλλοτριωμένη πραγματικότητα της πληθωριστικής κοινωνίας, η οποία έχει αναγάγει τη συνθετότητα και την πολλαπλότητα – ιδεών, αντιλήψεων, καταστάσεων – σε ύψιστο ιδανικό.
Χρόνο με το χρόνο, οι αφηγήσεις της μητέρας μου και οι αναμνήσεις του πατέρα μου έγιναν «σάρκα μία» και αποτέλεσαν ένα υλικό που, μέρα με τη μέρα, ξεπερνούσε την απλή καταγραφή ιστορικών ή λαογραφικών στοιχείων. Είναι εκπληκτικό το γεγονός πως ιστορίες όπως οι παραπάνω ανήκουν περισσότερο πνευματικά σε κείνους, παρά σε μένα. Ανήκω, βλέπετε σε μια γενιά που δεν γνώρισε τα γεγονότα αυτά, παρά μόνο μέσα από τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών που τα έζησαν ή των δασκάλων που τα δίδαξαν στο σχολείο.
Η καταγραφή αυτών των ιστοριών ξεκίνησε το 1996. Πέρασε ήδη πάνω από μια δεκαετία και πολλά έχουν αλλάξει στην οικογένειά μου: ο πατέρας μου έχει πάει να συναντήσει τους πρόγονούς μας, πολλά από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου έχουν επίσης αποχαιρετήσει τούτη δω τη ζωή. Όσο έγραφα τις ιστορίες, όπως αυτή που διαβάσατε παραπάνω, τους αισθανόμουν κοντά μου. Υπήρχαν, μάλιστα φορές που διάβαζα φωναχτά αποσπάσματα και τους ένιωθα να κάθονται δίπλα μου και να ακούνε, με τα μάτια κλειστά, τις ιστορίες αυτές. Κι όταν τελείωνα την ανάγνωση, ένιωθα ένα ρίγος κι ήξερα πως τους άρεσε. Τούτη ήταν η δική μου στιγμή. Όσο το ξαναδιαβάζω, τους βλέπω μπροστά μου ξανά, με χαμόγελο και πρόσωπο που αντανακλά φως: ο θείος μου ο Γιάννης,  από τους πρώτους ήρωες της παιδικής μου ηλικίας, το πρότυπο του ανθρώπου που μοχθεί για την οικογένειά του, δίχως υπερβολή ένας δεύτερος πατέρας μου. Καθόλου τυχαίο που τις κόρες του τις νιώθω σαν αδελφές. Ο θείος μου ο Γιώργος Αργύρης, που τόσο θαύμαζα τη θωριά του και το πράο του χαμόγελο. Ο θειος μου ο Δημήτρης Λαγάρας, που τη λεβεντιά του δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. Ο θειος μου ο Δημήτρης Βαΐτσης, που είχε τη σιγουριά και την απλότητα του νοικοκυραίου ανθρώπου. Η γιαγιά μου, Ειρήνη Γκίκα, η μοναδική γιαγιά που γνώρισα. Αξιοθαύμαστη ως το τέλος, με κοφτερή σκέψη και αντρίκιο μυαλό. Ο πατέρας μου, που στην καρδιά μου στέκεται πάντα όρθιος κι ευθυτενής, με τη στολή και τα γαλόνια, τη βροντώδη φωνή και την περηφάνια στο χαμόγελό του. Όταν υψώνω τη σημαία στις εθνικές επετείους, την υψώνω για όλους αυτούς, διότι έτσι τους θυμάμαι κι έτσι πιστεύω ότι θέλουν κι εκείνοι να τους θυμούνται: ως ήρωες, αληθινοί και θαυμάσιοι, όλων των μαχών που κατά καιρούς έδωσε η χώρα μας, στο διάβα της ιστορίας της. Ταυτόχρονα ως ήρωες της ζωής, της μάχης που δεν τελειώνει ποτέ…
Η ζωή συνεχίζεται για τους υπόλοιπους. Τη θεία μου τη Γιώργαινα, τη θεία μου την Αρετή, τη θεία μου τη Δέσπω, που συνεχίζουν να χαρίζουν περηφάνια στα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και να σκορπούν την αγάπη τους. Τη θεία μου τη Γιάνναινα που στο φιλόξενο σπιτικό της γνώρισα τι θα πει ελληνική καλοσύνη. Τη θεία μου την Ελένη και τη θεία μου την Αλεξάνδρα, που με συγκινούν κάθε φορά που λένε πως μοιάζω του παππού μου του Δημήτρη. Είναι τόσοι άλλοι… θείοι μου, τα ξαδέλφια μου που μένουν στο χωριό και τα άλλα που ξενιτεύτηκαν στις μεγάλες πόλεις, τα ανιψάκια μου. Η μητέρα μου. Που στέκει πάντα στην ψυχή μου γεμάτη καλοσύνη και που ποτέ, μα ποτέ, δεν ξέχασε ποια είναι, ακόμη κι αν ζει μακριά από το χωριό της κοντά 50 χρόνια. Η καρδιά της είναι πάντοτε εκεί, δακρύζει πάντα σαν μιλά γι’ αυτό και τους ανθρώπους του, σιγοτραγουδά τραγούδια δημοτικά που έμαθε εκεί και χορεύει, σαν τύχει ευκαιρία, με το ίδιο κέφι που, είμαι σίγουρος, χόρευε όταν ήταν παιδούλα. Είναι οι σημερινοί πρωταγωνιστές της ζωής, της μάχης που δεν τελειώνει ποτέ…
Πέρασε ήδη πάνω από μια δεκαετία και πολλά έχουν αλλάξει και στην πατρίδα μου. Άλλα προς το καλύτερο, άλλα προς το χειρότερο. Σήμερα, λίγοι μιλάμε για ήρωες. Ακόμη λιγότερο, τους θυμόμαστε. Λίγοι υψώνουμε τη σημαία στα μπαλκόνια μας. Λίγοι αισθανόμαστε ρίγος όταν τη βλέπουμε τούτη τη σημαία, που έχει βαφτεί με το αίμα ανθρώπων σαν τους παππούδες μου, τον Δημήτρη και τον Νικόλα. Λίγοι αισθανόμαστε αυτή τη συγκίνηση και την περηφάνια που ξεπερνά τοπικές ιδιομορφίες και χρονικές αποστάσεις. Λίγοι έχουν αναμνήσεις κι όσοι έχουν, δεν τις διηγούνται πια στα παιδιά τους ή στα εγγόνια τους. Κι όταν διδάσκουμε τους μαθητές, τα παιδιά μας, το κάνουμε δίχως ψυχή. Θυμάμαι έναν παλιό μου δάσκαλο στο Δημοτικό. Χαιρόσουν να τον ακούς σα μιλούσε για την αντίσταση των Ελλήνων κατά των Γερμανών. Μέσα στις διηγήσεις του – γιατί πιότερο διηγήσεις ήσαν παρά διδαχές – έβρισκες τα δάκρυα του ανθρώπου που πονά τη χώρα του, τις χαρές και την περηφάνια του πολεμιστή. Ήταν ο ίδιος αντιστασιακός, συμμετείχε στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Κάποτε, διέκοπτε τις διηγήσεις του και τραγουδούσε ένα αγαπημένο του τραγούδι, που το λέγανε τις δύσκολες εκείνες ώρες: Όλα τα ελάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογούνται… Θυμάμαι και τον άλλο μου δάσκαλο, τον ξάδερφο της μητέρας μου, τον Άγγελο Λιάκο. Που σαν με δίδασκε, έβλεπες στο βλέμμα του την ίδια φλόγα και περηφάνια, με την οποία κάποτε πολέμησε κι έχασε το ένα του μάτι, θυσία κι αυτό για της πατρίδας μας την αγάπη.
Σήμερα οι δάσκαλοι δεν τραγουδάνε. Σήμερα οι δάσκαλοι δεν έχουν τη φωτιά στο βλέμμα τους.  Ίσως επειδή οι δάσκαλοι σήμερα – τούτο άραγε φταίει; - ανήκουμε στη γενιά της ευημερίας. Θεωρήσαμε αναχρονιστικό τον πατριωτισμό, τον αντικαταστήσαμε με έναν άγονο κοσμοπολιτισμό και διεθνισμό. Αποκαλέσαμε άχρηστη την αγάπη για την πατρίδα μας, επικαλούμαστε σήμερα μιαν ανούσια, δήθεν ελεύθερη, απολιτική συμπεριφορά ή, στην καλύτερη περίπτωση, προτάσσουμε δήθεν νέες – παγκόσμιες – αξίες, όπως αυτή της περιβαλλοντικής συνείδησης, της παγκόσμιας ειρήνης, της οικονομικής ανάπτυξης. Πιότερο συνειδητοποιημένους περιβαλλοντικά θα διαπίστωνε κανείς τους ήρωες εκείνων των εποχών. Διότι το χωράφι τους το φρόντιζαν με θεϊκή καλοσύνη, τα ζώα τους τα αισθάνονταν σα μέλη της οικογένειας. Η παγκόσμια ειρήνη είναι μόνο μια ουτοπία. Όσοι πολεμούν για τον τόπο τους, δεν πολεμούν διότι τους αρέσει ο πόλεμος. Πολεμούν για να ζήσουν εκείνοι και τα παιδιά τους εν ειρήνη. Η οικονομία είναι μοναχά ένας τομέας του ανθρώπινου πολιτισμού. Η μονοδιάστατη ανάπτυξή του δεν καλυτερεύει τον άνθρωπο. Διακηρύξαμε ακατανόητη την απόδοση τιμών στους πολεμιστές που πέθαναν για το χατίρι της πατρίδας μας. Λησμονήσαμε, έτσι πως πέθαναν και για το δικό μας χατίρι. Η δική μας σημερινή πρόοδος έχει πατήσει πάνω στα δικά τους, πρόθυμα γι’ αυτό, θυσιασμένα κορμιά. Αν πάψουμε να τους θυμόμαστε, θα είμαστε ίδια όρνια που τριγυρίσαμε πάνω από τα κεφάλια αυτών που πέθαναν και που χορτάσαμε τρώγοντας πτώματα Λησμονήσαμε εκείνους, λησμονήσαμε και την ίδια την ιστορία του τόπου μας. Τι μέλλον μπορεί να έχει ένας λαός που λησμονεί το παρελθόν του, τις παραδόσεις του;  Λησμονήσαμε, λοιπόν τα μεγάλα μαθήματα. Το πιο σπουδαίο απ’ αυτά είναι πως η ζωή είναι μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ…


Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Ξένοι στην ίδια μας τη χώρα

Όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει, έγραψε ο μεγάλος Νομπελίστας ποιητής μας Γ. Σεφέρης. Ας μου επιτρέψει η ιστορία, διότι θα αλλάξω τούτη τη βαρυσήμαντη φράση: Όπου και να στραφώ, οι Έλληνες με πληγώνουν. Άκουσα μέχρι τώρα πολλές δηλώσεις προσώπων που – ως πρότινος – θεωρούσα άξια εκτιμήσεως. Το ένα είναι το πρόσωπο του Κ. Στεφανόπουλου και το άλλο της Ν. Μούσχουρη. Οι δηλώσεις τους αντανακλούν τέτοια σκεπτικά, που αισθάνομαι σαν ξένος στην ίδια μου τη χώρα...
Για το πρόσωπο του π. Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά γενική ομολογία, ενός από τους καλύτερους προέδρους που πέρασαν από το ύψιστο τούτο αξίωμα, τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση λόγω του πολιτικού ήθους που επέδειξε σε όλη του την πολιτική σταδιοδρομία. Άνθρωπος με εξέχουσα ρητορική δεινότητα, πάντα ουσιώδης στα λόγια του αλλά και στις πράξεις του. Με λύπησε, λοιπόν το γεγονός ότι προέκρινε μια παραμονή της κυβέρνησης Παπαδήμου ουσιαστικά επ’ αόριστον. Με λύπησε όχι διότι εξέφρασε απλώς μια άποψη προσωπική, αλλά διότι εξέφρασε μια άποψη, η οποία δε συνάδει ούτε με τη θέση που κατείχε (εκείνη του υπερασπιστή του Συντάγματος), ούτε και με τον πρότερο πολιτικό του βίο. Η κυβέρνηση Παπαδήμου δεν είναι εκλεγμένη από τον ελληνικό λαό. Αυτή η σημαντική αλήθεια παραγνωρίζεται, υποβαθμίζεται, παραγκωνίζεται. Η παραμονή της στην εξουσία παραπάνω απ’ όσο συμφωνήθηκε τόσο με τα κόμματα που το απαρτίζουν, όσο και με τη «σιωπηρή» αποδοχή από το λαό, θα αποτελέσει όχι απλώς Συνταγματική παρατυπία, αλλά ουσιαστική κατάλυση της Συνταγματικής νομιμότητας. Το γεγονός ότι ο κ. Στεφανόπουλος προέκρινε μια τέτοια παραμονή «για να σωθεί η Ελλάδα οικονομικά», δηλώνει είτε πολιτικό «κάματο», είτε πολιτική «άνοια» - που ενδεχομένως δικαιολογείται λόγω ηλικίας. Προσωπικά, πιστεύω ότι ο Πρόεδρος της καρδιάς μας, όπως έχει αποκληθεί, απλά έχει παρασυρθεί από την τεράστια παραπληροφόρηση που αυτή τη στιγμή λαμβάνει χώρα από συγκεκριμένους κύκλους των «υπηρετών» των ΜΜΕ. Περίμενα περισσότερα: ένα «κοίταγμα» πιο βαθύ στις περιστάσεις, μια διάλυση του επιφανειακού ψευδο – πολιτικού κατεστημένου που, με αφορμή ένα οικονομικό πρόβλημα, έχει οδηγήσει τον ελληνικό λαό σε συνθήκες εξαθλίωσης και πολιτικής υποταγής. Περίμενα μια πατριωτική φωνή. Αντ’ αυτού άκουσα μια προβεβλημένη θέση έξωθεν: ο – διεθνών και εγχωρίων τραπεζικών συμφερόντων – πρωθυπουργός κ. Παπαδήμος πρέπει να παραμείνει, έως ότου εξασφαλίσουν οι διεθνείς οικονομικοί κύκλοι την επιστροφή των χρημάτων τους. Η πολιτική γέγονε πόρνη πολυτελείας, που την ενδιαφέρουν μονάχα τα χρήματα...
Για το πρόσωπο της Ν. Μούσχουρη, έχω την άποψη που έχω για όλες τις σπουδαίες προσωπικότητες – μη πολιτικές – που κάνουν την Ελλάδα περήφανη: θαυμάζω και επικροτώ κάθε κίνηση που προωθεί τον πολιτισμό της Ελλάδας προς τα έξω. Δεν αποδέχομαι όμως κριτική σχετικά με το «πολιτεύεσθαι» στη χώρα μου. Διότι σ’ αυτή ζω εγώ και τα παιδιά μου. Εγώ είμαι αυτός που θα πληγεί από τις ανεπανόρθωτες γκάφες των κυβερνήσεων και θα πληρώνω τα δικά τους λάθη, όχι η κ. Μούσχουρη που ζει έξω και δεν πληρώνει φόρους ή χαράτσια και δε ζει με τρεις κι εξήντα. Εγώ είμαι αυτός που θα υποστεί τις εθνικές συνέπειες μιας υποτακτικής πολιτικής, όχι η κ. Μούσχουρη που ζει ως πολίτης ξένης χώρας. Εγώ και τα παιδιά μου θα βρούμε μπροστά μας την ανέχεια – όχι μόνο οικονομική, αλλά και πολιτισμική- όχι η κ. Μούσχουρη, για την οποία Ελλάδα είναι η Ακρόπολη, άντε και το Μέγαρο Μουσικής.
Ο έτερος βραβευμένος με Νόμπελ Ο. Ελύτης είχε γράψει κάποτε: ο καθείς και τα όπλα του. Πολλές φορές είχα κατακρίνει τη φράση τούτη, ως παραίτησή του από τα κοινωνικά προβλήματα που, ως πνευματικός άνθρωπος, όφειλε να φέρνει στην επιφάνεια και να διατυπώνει κρίσεις. Τώρα τελευταία σκέφτομαι μήπως ο λόγος που το είχε γράψει είναι διότι δεν ήθελε να αναμασά ανοησίες ή να εκφράζει απόψεις που μπορεί να μην εξέφραζαν -–σε τελική ανάλυση – κανέναν άλλον πλην τον ίδιο. Σκέφτομαι μήπως δεν ήθελε απλώς να γίνει Μούσχουρη...

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Η πνευματική μας ευστροφία και οι νέοι ορίζοντες

Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι (ή και λαοί ολόκληροι) που διαθέτουν ευστροφία πνεύματος. Αντιλαμβάνονται, δηλαδή όχι μόνο την επιφάνεια των καταστάσεων και των πραγμάτων, αλλά και τις δυνατότητες που απορρέουν εξ αυτών. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, οι  εύστροφοι άνθρωποι επιλύουν προβλήματα, υπεισερχόμενοι στην ουσία αυτών και αναλύοντας όλες τις πτυχές των πιθανών λύσεων. Εξαιτίας των παραπάνω ικανοτήτων οι εύστροφοι άνθρωποι δεν αποδέχονται μονόδρομους, δεν προσκολλώνται σε έτοιμες συνταγές, ούτε παραμένουν δέσμιοι του παλιού. Δημιουργούν πολιτισμό, προοδεύουν και εξελίσσουν όχι μόνο τον εαυτό τους ή το λαό τους, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Υπάρχουν, αντίθετα ορισμένοι άλλοι (ή και λαοί ολόκληροι) που δε βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Στηρίζονται όχι στο πνεύμα, αλλά στη σωματική (βλ. οικονομική σήμερα) ρώμη. Αδυνατούν να δημιουργήσουν ή να ανακαλύψουν νέες ιδέες, να βρουν λύσεις στα προβλήματα, λύσεις μάλιστα που δεν στηρίζονται σε παλαιολιθικές αρχές. Είναι οι άνθρωποι των manual, των οδηγιών χρήσης δηλαδή. Οι μονολιθικοί άνθρωποι, που ξέρουν μονάχα να βαδίζουν το δρόμο στον οποίο βρίσκονται, αρνούμενοι – από φόβο κι ανοησία κυρίως – να ανοίξουν νέους οδούς. Δε δημιουργούν πολιτισμό, συνήθως αντιγράφουν άλλους και, τελικά, εξαιτίας της παράδοξης και παράφορης προσκόλλησής τους σε δόγματα και έτοιμες συνταγές, οδηγούν ολόκληρη την ανθρωπότητα σε οπισθοδρόμηση. Παλιά τους ονομάζαμε «βαρβάρους», όχι μόνο λόγω της γλωσσικής τους «βαρβαρότητας» αλλά και της πολιτισμικής τους ένδειας που τους χαρακτήριζε. Από τότε, βέβαια έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Οι «βάρβαροι» κατάφεραν, όταν κατάλαβαν πως στο πνεύμα παίρνουν... κάτω από τη βάση, να αναδείξουν το σώμα (την ύλη, τα λεφτά...) σε σημαίνοντα παράγοντα πολιτισμικής εξέλιξης.
Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε όλοι. Ο κόσμος όλος περιστρέφεται πλέον γύρω από την ύλη και τα παράγωγα αγαθά αυτής, οι ανόητοι «ουγκ» κυβερνούν κατ’ ουσίαν τον κόσμο με γνώμονα μια απίστευτη ανυπαρξία ευστροφίας, οι πνευματικοί άνθρωποι άγονται και φέρονται, αφού ο λόγος τους πλέον απαξιώνεται, η ανθρωπότητα οδηγείται σε μια απύθμενη κατάσταση κρίσης (πολιτισμικής κυρίως. Η οικονομική κρίση είναι, ούτως ή άλλως, δεδομένη, αφού καμία οικονομία δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στον πολιτισμό).
Οι Έλληνες ήμαστε πάντοτε ο λαός της πνευματικής ευστροφίας. Το λάθος μας ήταν ότι την προδώσαμε. Καλλιεργήσαμε και διδάξαμε το πνεύμα, αφεθήκαμε όμως να υποταχθούμε στην ύλη. Οδηγήσαμε την ανθρωπότητα σε μια πρωτοφανή ανάπτυξη, αφήσαμε όμως τους «ουγκ» να την αναχαιτίσουν.
Στο δια ταύτα: η Γερμανία κατάφερε να κάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση, από διεθνή οργανισμό με συγκεκριμένες πολιτισμικές και ανθρωπιστικές αξίες σε οργανισμό υποτελή στα συμφέροντα ενός λαού, ένα κλαμπ πλουσίων (που έλεγε ο Καραμανλής). Αδυνατεί η «σιδηρά» κυρία Μέρκελ (σιδηρά, όπως λέμε αλύγιστη, άκαμπτη κι άρα απάνθρωπη, δίχως ίχνος πνευματικής ευστροφίας κι ευλυγισίας) να κατανοήσει πως η δημοσιονομική προσαρμογή δεν επιλύει μια συστημική κρίση, δεν επιλύει ούτε καν τις αιτίες του οικονομικού προβλήματος ειδικότερα, θα οδηγήσει δε σε διάλυση του Ευρωπαϊκού Οράματος γενικότερα. Πεπεισμένη πως «αφού αυτό που κάναμε εμείς έπιασε, άρα θα πιάσει και στους άλλους», θεωρώντας πως τα... καρπούζια και τα... μήλα είναι φρούτα, άρα καλλιεργούνται το ίδιο (!), οδηγεί σε μια πρωτόγνωρη οικονομική καταστροφή την Ευρώπη κι ολόκληρο τον κόσμο.
Έχει όμως κι άλλα: ό, τι δεν πέτυχε ο Χίτλερ τη δεκαετία του ’40, το πέτυχε η Μέρκελ 70 χρόνια αργότερα. Γερμανοποίησε την Ευρώπη, υπέταξε τους λαούς της και κατάφερε κάτι για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας της, να διασπάσει δηλαδή τη γεωστρατηγική συμμαχία παραδοσιακών ναυτικών δυνάμεων (Αγγλία, Ελλάδα, ΗΠΑ). Φρικτό να βλέπεις πως δεν υπάρχει πια αντίσταση στη νέα Γερμανική λαίλαπα, η οποία δεν εφορμά με φόβητρο μια πολεμική βιομηχανία, αλλά αυτή τη φορά με όπλο την οικονομική ανέχεια: ή μας ακολουθείτε, ή θα αφεθείτε να πεθάνετε από την πείνα.
Η λύση: Επειδή η διάσπαση της Ε.Ε. θα αποτελέσει γεγονός μέσα στα επόμενα 10 – 15 χρόνια, η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατήσει σε μια νέα συμμαχία Νοτιοευρωπαϊκού χαρακτήρα. Με δεδομένη την απαξίωση των Νότιων χωρών της Ευρώπης, η οποία σίγουρα θα ξεπεράσει αυτή της χώρας μας (αφού μιλάμε για χώρες με πολλαπλάσιο χρέος από μας) και με επίσης δεδομένη την πολυδύναμη οικονομία του Νότου (χώρες με γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, αλλά και με δυνατότητες βαριάς βιομηχανικής παραγωγής, με τεράστιους ανεκμετάλλευτους φυσικούς πόρους), αποτελεί ίσως το επόμενο όραμα της χώρας μας. Η Ευρώπη δεν κατάφερε να ενοποιηθεί πολιτισμικά, πολιτικά, ουτε καν οικονομικά. Η Νότια Ευρώπη, η Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια (στα οποία η Ελλάδα όχι μόνο έχει πρόσβαση, αλλά και τεράστιες ευκαιρίες πολιτισμικής,  οικονομικής και εμπορικής διείσδυσης και επιρροής) είναι ο νέος ορίζοντας που ανοίγεται μπροστά μας. Απομένει μονάχα να ξαναθυμηθούμε την πνευματική μας ευστροφία και, κυρίως, να αναδείξουμε πολιτικούς αντίστοιχους...
Υ.Γ.: Απορία... Αφού η Ελλάδα «εγκαλείται» διότι, λέει, «μαγείρεψε» τα στοιχεία για να μπει στο Ευρώ, ο... «αρχιμάγειρας» Λ. Παπαδήμος, πώς θεωρείται από τους Ευρωπαίους... εταίρους (sic) ως σοβαρός οικονομολόγος (επίσης sic); Απορία Νο 2... Πώς νομιμοποιείται μία κυβέρνηση με πρόσωπο μη εκλεγμένο από το λαό να κυβερνά διάστημα μεγαλύτερο απ΄ όσο – υποτίθεται – ότι συμφωνήθηκε; Διευκρίνηση: Κύριοι οικονομολόγοι της Γερμανίας, όχι δε θα πεινάσουμε αν φύγουμε από το Ευρώ... Δε θα πεινάσουμε επειδή δε θα αγοράζουμε σε καλές... τιμές τις Μερσεντές σας και τις TFT 40άρες τηλεοράσεις σας. Μπορεί η γεωργική μας παραγωγή να μην είναι πια τόσο... τροφαντή, έχουμε όμως όσα χρειαζόμαστε σα λαός για να μην πεθάνουμε από την πείνα. Εσείς, από την άλλη, μάλλον θα ελπίζετε να ζήσετε με... μπύρα και λουκάνικα. Διότι, απ’ όσο ξέρω, τα τηλέφωνα Siemens και η Mercedes SClass ακόμα δεν τρώγονται...!

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Ανοιχτή επιστολή προς τους Ευρωπαίους Εταίρους

Ανοιχτή Επιστολή προς τους Ευρωπαίους Εταίρους
Κύριοι,
Με ειλικρινή αγωνία, αυτήν που κάθε Έλληνας, αλλά και κάθε άλλος που νιώθει Έλληνας, αισθάνεται, πληροφορήθηκα την αξίωσή σας να συνυπογράψει εν είδει εγγυήσεως τα παρ’ υμών επιβληθέντα μέτρα και ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως κ. Α. Σαμαράς. Η απαίτησή σας αυτή θεωρείται μάλιστα προαπαιτούμενη ενέργεια, προκειμένου να εκταμιευθεί η έκτη δόση του δανείου προς τη χώρα μας.
Η Ελλάς, κύριοι, όπως και υμείς έχετε παραδεχτεί κατά καιρούς, κατέβαλλε και καταβάλλει θυσίες τεράστιες που καταβυθίζουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της, ώστε να μπορέσει να υιοθετήσει μέτρα μάλλον επαχθή, μόνο και μόνο επειδή υποστηρίξατε ότι αποτελούν τα μόνα που θα ορθοποδήσουν οικονομικά τη χώρα και θα την οδηγήσουν σε τροχιά ανάπτυξης. Κατά καιρούς, μάλιστα επιδείξατε ιδιαίτερη πυγμή στο να υιοθετηθούν τα μέτρα αυτά από την Ελληνική κυβέρνηση, ενώ δε διστάσατε να παρέμβετε και πολιτικά, ζητώντας, κατ’ άλλους επιβάλλοντας, αλλαγή κυβέρνησης και πρωθυπουργού, οδηγώντας τη χώρα σε τροχιά διάλυσης και σύροντάς την ακόμη και σε, μερική έστω, κατάλυση του Συντάγματος. Παρά ταύτα, οι υγιείς πολιτικές και παραγωγικές δυνάμεις αυτού του τόπου όχι μονάχα παραδέχτηκαν τη χρησιμότητα δραστικών αλλαγών και μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, αλλά την υποστήριξαν, έστω κι αν δεν συμφωνούσαν στα μέτρα καθαυτά. Ακολούθησαν, λοιπόν την πολιτική σας, την ασπάστηκαν στο μεγαλύτερο κομμάτι της και, παρά το γεγονός ότι διαφωνούσαν στα σημεία, έπραξαν το καθήκον τους απέναντι στη χώρα και υποχώρησαν στις επιταγές σας. Ο κ. Σαμαράς ανήκει σ’ αυτές τις δυνάμεις του τόπου και, μολονότι πολέμησε με σθένος τα «πακέτα μέτρων» που επιβάλατε, δια της προηγούμενης κυβερνήσεως, όταν οι περιστάσεις τον υποχρέωσαν, αναδιπλώθηκε της αρχικής του θέσης και συναίνεσε στη δημιουργία κυβερνήσεως που θα τύγχανε της απολύτου ευαρεσκείας σας, θεωρώντας ότι το διακύβευμα, δηλαδή η απώλεια της οικονομικής υποστήριξης και η έξοδος από το Ευρώ, υπήρξε πολύ μεγάλο , για να γίνει αντικείμενο πολιτικών παιχνιδιών.
Η παραπάνω στάση του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης λειτούργησε ως καταλύτης στις πολιτικές εξελίξεις. Η μετάβαση σε κυβέρνηση Παπαδήμου υπήρξε ομαλότατη και, παρά τις παλινωδίες του απελθόντος πρωθυπουργού, ξεκαθάρισε το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα. Κι όμως, ενώ όλοι ανέμεναν την απόλυτη ικανοποίηση εκ μέρους σας για τις κινήσεις αυτές, δρομολογήσατε συνθήκες χάους, αρνούμενοι να χορηγήσετε την έκτη δόση, θέτοντας μάλιστα τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως ενώπιον εκβιαστικού διλήμματος: ή υπογράφετε ή δεν παίρνετε τη δόση. Κάποιος κακεντρεχής θα έλεγε ότι συμπεριφέρεστε σαν τράπεζα που κοιτά να «δέσει» όσους εγγυητές μπορεί για να εξασφαλίσει το δάνειο, παρά σαν διακρατικός οργανισμός που δημιουργήθηκε επί τη βάσει αμοιβαίας φιλίας και συνεργασίας.
Θέτοντας ένα τέτοιο εκβιαστικό δίλημμα, έχω τη βαθιά πεποίθηση πως όποια καλή τη πίστει συμφωνία μπορούσε να επιτευχθεί μεταξύ υμών και του κ. Σαμαρά, έχει τιναχτεί στον αέρα. Μολαταύτα, θα ήθελα, ως απλός πολίτης, να θέσω ενώπιόν σας τα κάτωθι ερωτήματα, ευελπιστώντας ότι απευθύνονται σε ευήκοα ώτα και σε ανθρώπους με καλές προθέσεις απέναντι στη χώρα μας:
Αν ο κ. Σαμαράς δεχόταν τελικά να υπογράψει τα συμφωνηθέντα, θα ήσαστε πρόθυμοι να εγγυηθείτε από τη μεριά σας, ότι θα βοηθήσετε την Ελληνική κυβέρνηση – όποια κι αν προκύψει από τις προσεχείς εκλογές – όχι με αερόλογες υποσχέσεις ανάπτυξης, αλλά με πραγματικά δεδομένα να αναπτύξει την οικονομία της; Θα μπορούσατε, επί παραδείγματι, να εγγυηθείτε στην Ελληνική κυβέρνηση κάθε είδους υποστήριξη (αμυντική, διπλωματική κ.ο.κ που προβλέπονται εξάλλου από το καταστατικό της Ε.Ε.) στην ανακήρυξη της ΑΟΖ στο χώρο του Αιγαίου; Θα παρείχατε εγγυήσεις για τον συμψηφισμό των δανείων που έχουμε λάβει με τις πολεμικές αποζημιώσεις που δεν έχουμε λάβει; Θα αναλαμβάνατε, ως Ε.Ε., την παροχή διπλωματικής βοήθειας ώστε η γειτονική χώρα της FYROM να μην ενταχθεί ποτέ στην Ε.Ε. με το όνομα Μακεδονία; Θα ήσαστε πρόθυμοι να θέσετε βέτο στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., εφόσον η τελευταία, όχι απλώς δεν υιοθετήσει τις αρχές της, αλλά δεν άρει το καθεστώς casus belli για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια; Εν τέλει, θα φροντίζατε – εγγράφως και δεσμευτικά – για την αποκατάσταση του ονόματος της χώρας μας στο εξωτερικό, προχωρώντας – για να αναφέρω ένα και μόνο παράδειγμα – στην ποινική δίωξη χωρών που κατέχουν παρανόμως ελληνικές αρχαιότητες; Αν συμφωνήσετε με τα παραπάνω, τότε βεβαίως ούτε κι ο κ. Σαμαράς θα ήταν δυνατό να αρνείται να παράσχει τις απαραίτητες εκείνες εγγυήσεις που χρειάζεστε και που, με τέτοιο εκβιαστικό και ανέντιμο τρόπο αυτή τη στιγμή αξιώνετε από μέρους του,  έναν τρόπο που καθόλου δεν συνάδει με το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης, το οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπείτε,
Κύριοι,
Η αγωνία που διακατέχει εμένα, ως απλός πολίτης, το ανέφερα ήδη, διακατέχει κι όλους εκείνους που αισθάνονται Έλληνες. Ωφείλετε κι εσείς να αισθάνεσθε έτσι, καθόσον αποτελείτε τέκνα του Δυτικού Πολιτισμού, ενός πολιτισμού που, με όλα τα άλλα, αντιλαμβανόμενος την αξία της «ετικέτας» (“brand name”, για να το πω στη γλώσσα που καταλαβαίνετε καλύτερα) «Έλληνας», δεν δίστασε να ανακηρύξει με την ένδοξη αυτή ονομασία κάθε άνθρωπο που λαμβάνει την ίδια παιδεία με την ελληνική (και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδείας της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας). Είναι, λοιπόν ευκαιρία για σας, να αποδείξετε ότι γνωρίζετε και τιμάτε τους απογόνους του πολιτισμού εκείνου που σας έδωσε τα φώτα για να φτάσετε στο καλύτερο σημείο της ανθρώπινης πορείας προς την εξέλιξη, την πρόοδο, την ανάπτυξη. Όχι ευεργετώντας απλώς (οι Έλληνες δεν έχουμε ανάγκη ευεργεσίας και σίγουρα όχι του είδους που παρέχετε εσείς μέχρι σήμερα), αλλά συμπαραστεκόμενοι εμπράκτως στο λαό που πολλά προσέφερε στην Ευρώπη και στο όραμα της Ενοποίησής της.
Μετά τιμής,
Δ. Γκίκας
Εκπαιδευτικός

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Το μέλλον άδηλο...

Τώρα που η κρίση – κάπως – καταλάγιασε στην Ελληνική χερσόνησο, άρχισαν τα όργανα για τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρώπης. Η Ισπανία και η Πορτογαλία, η Ιταλία και στο βάθος η Γαλλία αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα στο άμεσο μέλλον.
Βασική μου θέση υπήρξε πάντα η άρνηση της απομόνωσης της κρίσης ως ελληνικής και ως οικονομικής. Τα γεγονότα δείχνουν ότι για το πρώτο σκέλος κανείς πια δεν αρνείται την αλήθεια (μοναδική ίσως εξαίρεση, κάποια παπαγαλάκια «έγκριτων» εφημερίδων). Η Ελληνική Οικονομική κρίση απλώς ήταν ο πρώτος κρίκος μιας τεράστιας αλυσίδας. Η Ελλάδα, πάντοτε επιπόλαιη στις οικονομικές της διαχειρίσεις, αλλά και πάντοτε κύπτουσα την κεφαλή στις απαιτήσεις των δήθεν Μεγάλων, ήταν η πρώτη που μπήκε σ’ ένα τούνελ, από το οποίο, Κύριος οίδε, πότε θα ξεμπλέξει.
Για το δεύτερο σκέλος, ότι δηλαδή η κρίση δεν είναι μονάχα οικονομική, αλλά και ευρύτερα πολιτιστική και αφορά, βεβαίως ολόκληρη την Ε.Ε., αρκεί μια προσεχτική παρατήρηση των όσων συμβαίνουν στη σύγχρονη «Ιερά Συμμαχία». Εξεγέρσεις στο Λονδίνο, φοιτητές που αντιδρούν στην απαξίωση – μέσω της αύξησης των διδάκτρων – της διάδοσης γνώσης ως ανθρωπιστικό εργαλείο ανάπτυξης, πολιτικές διαφωνίες και «κόντρες», δείχνουν ότι τα πράγματα βαίνουν άσχημα για το Ευρωπαϊκό Όραμα του Κολ και του Καραμανλή.
Η Γερμανική κυβέρνηση, ολισθαίνοντας ξανά στο δρόμο της ηγεμονικής συμπεριφοράς, επιδιώκει μια πιο «σφιχτή» Ευρωπαϊκή Ένωση. Από πρώτης όψεως, φαίνεται καλό. Αν εξετάσει, όμως κανείς τους τρόπους που μεταχειρίζεται για να το πετύχει, θα καταλάβει πως όταν οι Γερμανοί αναφέρονται σε πολιτική ενοποίηση, εννοούν μια Γερμανοκρατούμενη Ευρώπη με κράτη δορυφόρους, υποτελείς στο... Σουλτανάτο της Γερμανικής Αγοράς.
Η Αγγλική κυβέρνηση, από την άλλη, δεν επιθυμεί μια πολιτική ενοποίηση. Βασικός της στόχος η εξασφάλιση προνομίων για τη χώρα τους, κυρίως εμπορικών και οικονομικών, μέσα από μια χαλαρή Ένωση. Κι αυτό, από μία πλευρά, καλό ακούγεται. Η απόλυτη εξομοίωση σημαίνει συνήθως και απόλυτη υποταγή. Από την άλλη, όμως μιλάμε για μια εντελώς ξένη Ευρωπαϊκή Ένωση, ξένη τουλάχιστον προς το όραμα της δημιουργίας της Ένωσης αυτής ως πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό αντίβαρο στην ηγεμονική συμπεριφορά των ΗΠΑ. Τα «σκυλάκια» των Αμερικανών δεν επιθυμούν να χάσει το... μονάκριβο αφεντικό τους την πρωτοκαθεδρία.
Μέσα σ’ όλα αυτά, η Γαλλία μοιάζει πλέον ανήμπορη να αρθρώσει λόγο. Η χώρα που δήθεν «επανεφηύρε» τον πολιτισμό, συμπεριφέρεται λιγάκι σα βάρβαρος που, λόγω πνευματικής ανημποριάς, κοιτά πότε προς τη μια μεριά και πότε προς την άλλη, τους Σπουδαίους που τσακώνονται και ελπίζει σε κανένα αποφάι που θα προκύψει από το σπάσιμο των... πιάτων.
Η Ιταλία «ευτύχησε» για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να έχει τον Καβαλιέρε στο τιμόνι. Ο άνθρωπος – φιέστα, ο πολιτικός της σιέστα και του απόλυτου θράσους, μετέβαλλε τη χώρα του σε ζητιανάκι της Ε.Ε. Όχι μόνο πλέον δεν καθορίζει τις εξελίξεις, αλλά άγεται πια και φέρεται από τους Μεγάλους παίκτες, συμπεριφέρεται δε σαν αναπληρωματικός παίχτης που δεν πολυγουστάρει να παίξει μπάλα.
Πού στέκεται η Ελλάδα μέσα σ’ όλα αυτά; Σε μια κατάσταση απόλυτης αδυναμίας. Δεν είναι καν ο παίχτης, το πιόνι. Είναι η μπάλα που κλωτσάνε όλοι οι λοιποί. Χρήσιμη για να παίζουν μαζί της οι σπουδαίοι γκολτζήδες, δε συμμετέχει όμως στα πανηγύρια των κερδισμένων, δεν συστρατεύεται καν με την ελπίδα των χαμένων πως την επόμενη φορά θα τα πάνε καλύτερα. Κι ας μην το παραδεχόμαστε, για λόγους εντελώς άσχετους με την ανικανότητα των πολιτικών που κυβερνούν τη χώρα μας τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια, η Ελλάδα πια δεν ανήκει στην Ευρώπη και η Ευρώπη δεν είναι πια εκείνο το κλαμπ που πιστεύει σε πολιτισμικά οράματα. Αντίθετα με ό, τι έλεγε ο Κ. Καραμανλής στο Ζάππειο το ’79, η Ευρώπη έχει καταντήσει κλαμπ πλουσίων που δίνουν μια δεκάρα στους ζητιάνους που έχουν κατασκηνώσει έξω από το κλαμπ, νομίζοντας – οι αφελείς – ότι βρίσκονται σχεδόν μέσα...
Η Ελλάδα, σε μια τέτοια Ευρώπη δεν έχει θέση. Πρώτον, διότι ποτέ δεν θα μπορέσει να συμμετάσχει στις πολιτικές διαδικασίες και ζυμώσεις της. Δεύτερον, διότι η Ελλάδα μπορεί να επιδείξει άλλα στοιχεία, για τα οποία όμως η σημερινή Ευρώπη δεν δίνει δεκάρα. Η Ελλάδα είναι η γεννήτορας του Δυτικού Πολιτισμού, όμως ο τελευταίος έχει πια γεράσει κι είναι έτοιμος να πεθάνει στο νεκροκρέβατο. Είναι μάλλον απίθανο, αλλά αυτό που χρειαζόμαστε πραγματικά είναι ένας ηγέτης που θα θέσει την Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης, βασισμένη όμως μονάχα στις δικές της δυνάμεις. Αλλιώς, στην πτώση της Ευρωπαϊκής ζώνης, που θα συντελεστεί στα επόμενα 10 με 15 χρόνια, η Ελλάδα θα καταπλακωθεί τόσο πολύ, που – φοβάμαι – μόνο ερείπια θα βλέπουμε γύρω μας...
Κι ένα τελευταίο: Παρά το ότι απεύχομαι να φύγει η Ελλάδα από το Ευρώ, διότι τούτη τη στιγμή αυτό θα ήταν καταστροφικό, θεωρώ όμως ότι το Ευρώ δεν είναι μονόδρομος. Απλώς, θα έπρεπε κάποια στιγμή όλες οι πολιτικές δυνάμεις αυτού του τόπου να προετοιμάζονται για μια εθελούσια έξοδο από αυτό, ώστε να συμβεί με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Διότι ως άνθρωπος που μελετά την Ιστορία, θυμάμαι όταν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί «φωτισμένοι» πολιτικοί και διπλωμάτες θεωρούσαν «μονόδρομο» την... υποταγή στο ΓερμανοΙταλικό Άξονα, θεωρώντας ότι μια σύγκρουση μαζί τους θα ήταν καταστροφική. Η Ελλάδα αντιστάθηκε και, μαζί της, αντιστάθηκαν όλες εκείνες οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις που αποστρέφονταν τη Φασιστική Ιταλική λαίλαπα και τη Ναζιστική Μπότα. Και, τελικώς, κέρδισε η Ευρώπη... Ας το θυμόμαστε αυτό, όταν προσπαθούν όλοι να μας πείσουν για το... μονόδρομο. Διότι στην πολιτική, μονόδρομοι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν απλώς μονόχνωτοι και μονοεπίπεδοι άνθρωποι, με αντίστοιχες πολιτικές...

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Η πολιτική στάση ενός ηγέτη

Αφού καταλάγιασε ο «κουρνιαχτός» των ημερών και βλέποντας τα πράγματα πιο ρεαλιστικά, αποφεύγοντας τις εν θερμώ θεωρήσεις, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που όλοι οι πολίτες καλούμαστε να κρίνουμε. Ένα από τα βασικότερα είναι η πολιτική στάση του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως, κ. Αντώνη Σαμαρά.
Ασπάζομαι απόλυτα τη φράση που λέει ότι όποιος πολιτικός δε γνωρίζει ιστορία, είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Ιστορικά, λοιπόν έχει αποδειχθεί ότι καμία πολιτική θέση δεν είναι δυνατόν να παραμένει αλύγιστη. Οι ταχύτατες αλλαγές στις πολιτικές καταστάσεις, οι ίδιες οι πολιτικές συγκυρίες και τα προβλήματα που ανακύπτουν, υποχρεώνουν εκ των πραγμάτων κάθε πολιτικό άνδρα να συμπεριφέρεται με τρόπο αντάξιο ενός τιμονιέρη καραβιού – κατά μια προσφιλή παρομοίωση του Αριστοτέλη: να κοιτά το πέλαγος και, ανάλογα, να στρίβει το τιμόνι όπου και όποτε χρειάζεται. Η άκαμπτη πολιτική θέση, όπως αυτή της Αριστεράς, για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα, οδηγεί σε «προσκρούσεις πάνω σε υφάλους» και, κατά συνέπεια, σε αποτυχία και πολιτικά και εθνικά ναυάγια. Ήδη στη γνωστή τραγωδία του Σοφοκλή, την «Αντιγόνη», ο Αίμονας, γιός του βασιλιά Κρέοντα, θυμίζει στον πατέρα του ότι η αλύγιστη συμπεριφορά του θα τον οδηγήσει στην καταστροφή, όπως ένα δέντρο που δε λυγίζει και σπάει από τον άνεμο. Υπάρχουν όμως και πιο σαφή ιστορικά παραδείγματα μεγάλου μεγέθους ανατροπής θέσεων από σπουδαίους πολιτικούς άνδρες. Ο Ελ. Βενιζέλος, γνωστός αντιβασιλικός, όταν κατέλαβε την εξουσία ως Ελλαδίτης πρωθυπουργός, θεώρησε πως, στην παρούσα ιστορική συγκυρία, δεν ήταν προς όφελος της χώρας να ανακινήσει πολιτειακό ζήτημα. Ενώ, λοιπόν οι υποστηριχτές του ζητούσαν επιμόνως Συντακτική Συνέλευση (με κύριο στόχο την εκδίωξη του Βασιλιά), εκείνος επέμενε στη σύγκληση Αναθεωρητικής Βουλής, πιστεύοντας ότι τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει ενωμένη, για να αντιμετωπίσει τις τεράστιες ιστορικές συγκυρίες. Μπήκε, λοιπόν η Ελλάδα στους δυο Βαλκανικούς Πολέμους με το διάδοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο, ως Αρχιστράτηγο. Θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει – εκ των υστέρων – τη θέση εκείνη του Ελ. Βενιζέλου ως «πολιτική αναντιστοιχία»; Άλλο ιστορικό παράδειγμα είναι η θέση του Κων. Καραμανλή να αποχωρήσει η Ελλάδα – προσωρινά, όπως απεδείχθη – από το ΝΑΤΟ, απόφαση που, εκ των πραγμάτων,  ήταν αντίθετη με την ιδεολογία που υπηρετούσε ο ίδιος και το κόμμα του, για να πιέσει τους συμμάχους να προβούν σε προσωρινό εμπάργκο προς την Τουρκία, ώστε η Ελλάδα να αποκαταστήσει τη στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή της. Είναι δυνατόν να θεωρήσει κανείς τον παραπάνω τρόπο δράσης του μεγάλου εκείνου ηγέτη «πολιτική κωλοτούμπα»;
Αν προσέξει κανείς τα παραπάνω παραδείγματα, θα αντιληφθεί πως βασική προϋπόθεση για τις μεταβολές στις θέσεις των πολιτικών ανδρών που αναφέρθηκαν ήταν το συμφέρον της χώρας. Οι πολιτικοί άνδρες που πολιτεύονται πάντοτε με γνώμονα αυτό το συμφέρον, δεν σκέφτονται ποτέ ως ανόητοι δογματικοί που φορούν παρωπίδες, ούτε και πράττουν ως τρελοί φανατικοί. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ακόμη και διαφορετικές θέσεις, αρκεί αυτές να ωφελούν τη χώρα τους. Αυτό απαιτεί η πολιτική και διπλωματική επιστήμη. Αυτό, όμως απαιτεί και το πατριωτικό φρόνημα ενός ηγέτη.
Η στάση του κ. Σαμαρά φαίνεται ότι κινήθηκε με γνώμονα μια πατριωτική θεώρηση. Η εμμονή του στην αντιμνημονιακή ρητορεία, όλους τους προηγούμενους μήνες, δικαιώθηκε από τα πράγματα. Το Μνημόνιο και όσες μεταλλάξεις του ακολούθησαν, απέτυχαν παταγωδώς. Αντί να επιλύσουν, δυσχέραναν την οικονομική κατάσταση της χώρας και το βιοτικό επίπεδο του λαού. Η επαναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου ήταν και είναι αδήριτη ανάγκη, για να βγει η χώρα από το τούνελ της κατάπτωσης. Αντιθέτως, οι «κωλοτούμπες» του ΓΑΠ, οι ολέθριοι τακτικισμοί του, συνακόλουθες πράξεις  μιας αμοραλιστικής πολιτικής, εντελώς ανθελληνικής, οδήγησαν τη χώρα στο χείλος της καταστροφής. Ανάγκασαν όμως και τον Α. Σαμαρά σε αναδίπλωση των θέσεών του. Ένα πάγωμα της έκτης δόσης, μια πορεία έξω από το Ευρώ, μια ολοσχερής οικονομική καταστροφή της χώρας, αυτό ήταν το διακύβευμα για τον ηγέτη της  Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Τι νόημα, λοιπόν θα είχε η «συνέπεια» στην Αντιμνημονιακή ρητορεία εκείνες τις δύσκολες ώρες; Μια αλύγιστη στάση του θα έφερνε τη χώρα στο γκρεμό. Επέλεξε, αντ’ αυτού, να αλλάξει στάση. Επέδειξε γενναιότητα και πολιτική σοβαρότητα. Το έκανε αυτό, όταν πολλά από τα πολιτικά πρόσωπα που διοικούν τούτη τη χώρα, προέβησαν σε απίστευτες παλινωδίες (βλ. Βενιζέλος, που δεν ήθελε τον Παπαδήμο και έσπευδε να υποστηρίξει ονόματα φίλων του και συνεργατών του, για να μπορεί να έχει λόγο στην επόμενη μέρα του αναχρονιστικού πια  – κοντεύει να γίνει σκελετός στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας – ΠΑΣΟΚ).
Δεν πιστεύω στο διχασμό της μεγάλης δεξιάς παράταξης σε Σαμαρικούς ή μη, όπως δεν πίστευα και σε αντίστοιχες διαχωρίσεις τύπου «Καραμανλικοί, Μητσοτακικοί» κ.ο.κ. Για το λόγο αυτό, δεν ενέταξα τον εαυτό μου ποτέ σε μία ή σε άλλη πτέρυγα. Αντιθέτως, πιστεύω στον πατριωτισμό των εκάστοτε ηγετών. Αυτόν κρίνω, με βάση αυτόν συγχαίρω ή απαξιώνω κάθε ηγέτη όχι μόνο της Παράταξης της Ν.Δ., αλλά και όλων των πολιτικών δυνάμεων του τόπου. Με βάση τις πράξεις κυρίως – κι όχι μόνο τα λόγια – που συμπορεύονται μ’ αυτή τη βασική προϋπόθεση, το πατριωτικό φρόνημα, κρίνονται και οφείλουν να κρίνονται οι εκάστοτε ηγέτες. Διότι ο τόπος έχει γεμίσει από ανθρώπους που ξεπούλησαν τον εαυτό τους και τη χώρα. Έχει βρωμίσει η χώρα από πολιτικίσκους που βάζουν την καρέκλα τους πάνω απ’ αυτήν. Έχει πληγεί η χώρα από στενοκέφαλους και ανόητους δογματικούς που πολιτεύονται με λόγο αναχρονιστικό, ρητορείες της τρίχας.
Η πολιτική στάση ενός ηγέτη δεν πρέπει να γίνεται έρμαιο σε κομματικά βαρίδια, δεν πρέπει να εδράζεται σε μικρόνοες πολιτικές, ούτε να χαρακτηρίζεται από αρχομανία. Η πολιτική στάση ενός ηγέτη δεν μπορεί να βασίζεται σε άκαμπτες αναφορές, ούτε να έχει για σημαία του μια σιδερένια ρητορεία. Η πολιτική στάση ενός υπεύθυνου πολιτικού ηγέτη οφείλει, κατ’ εμέ, να διαθέτει μονάχα μια αλύγιστη θέση: την αγάπη για την πατρίδα του και το λαό της.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας

Προς την Αυτού Εξοχότητα, τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια.
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,
Εκπροσωπείτε, θεσμικά, το ύψιστο αξίωμα της χώρας. Δια τούτο, εύλογο ότι κάθε λόγος σας έχει σπουδαιότητα και ιδιάζουσα σημασία, βαρύνει δε σε μεγάλο βαθμό στη σκέψη του Ελληνικού λαού. Με δεδομένα τα παραπάνω, θα ήθελα να εκφράσω τις παρατηρήσεις μου επί της στάσεώς σας στη ματαίωση της στρατιωτικής παρελάσεως.
Οι Έλληνες, κύριε Πρόεδρε, όπως καλά γνωρίζετε, διαθέτουν σε υψηλό βαθμό μια αξιοσημείωτη πολιτική συμπεριφορά. Παρά τις ιστορικές παρεκκλίσεις και παλινωδίες, οι περισσότερες εκ των οποίων επιβλήθησαν άνωθεν και έξωθεν, από το 1974 και εξής η Ελλάς διάγει έναν ήρεμο πολιτικό βίο, με στερεούς δημοκρατικούς θεσμούς και, ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, οι πολίτες της χώρας αποδίδουν έναν ιδιαίτερο σεβασμό στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Οπωσδήποτε, κανείς σώφρων πολίτης δε θα μπορούσε – ούτε εξάλλου και θα έπρεπε – να επικροτήσει την υβριστική εν γένει συμπεριφορά που συνετελέσθη σε βάρος της Εξοχότητάς Σας, κατά την 28ην του τρέχοντος. Η απαξιωτική όμως στάση Σας απέναντι στην όλη αντίδραση του λαού, στον τρόπο διαμαρτυρίας που επέλεξε να προβεί – άσχετα αν συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί με τον τρόπο αυτό – αναδεικνύει μια προβληματική στάση τόσο του συνόλου του πολιτικού κόσμου, όσο και του κομματος που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην εξουσία. Εξάλλου Εσείς εκπροσωπείτε και τον πρώτο και, φοβούμαι, διακονεύετε και το δεύτερο. Η στάση αυτή χαρακτηρίζεται από την αδυναμία των πολιτικών ανδρών που διαχειρίζονται τούτη την ευαίσθητη στιγμή τα κοινά της χώρας μας, να κατανοήσουν τη δυσχερεστάτη θέση, στην οποία ευρίσκεται το σύνολο του ελληνικού λαού. Στο πρόσωπό Σας βλέπουν όχι μόνο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά και το σιωπηλό συμπορευόμενο, αμήχανο ίσως συμπράττοντα στα όσα μέτρα οδηγούν στην εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας. Μη ξεχνάμε, εξάλλου πως κι Εσείς, κύριε Πρόεδρε, συνυπογράψατε το Μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο κι όλα τα συν αυτώ Διατάγματα και Νόμους που εκθέτουν τούτη τη στιγμή και το κύρος Σας και το πρόσωπό Σας σε μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. 
Έχω δε, τη στερεά πεποίθηση πως με τη στάση σας έναντι της αγανάκτησης αυτής των πολιτών γενικότερα, ρίχνετε λάδι στη φωτιά. Διότι, σ’ αυτήν τη – σαφώς άδικη – γενίκευση «προβάτων και εριφίων», που στρέφεται εναντίον δικαίων και αδίκων και συμπαρασύρει μοιραία και Σας, αντί να δείξετε κατανόηση και πνεύμα συμφιλίωσης, αντιτάξατε μικρόψυχη συμπεριφορά και, προδήλως, ταυτιστήκατε με τις θέσεις του κόμματος, από τους κόλπους του οποίου προέρχεσθε. Αρνούμενος να αποδεχτείτε πως η διαμαρτυρία αυτή δεν ανήκει σε μειοψηφίες αριστερού και φασιστικού τύπου ή συνδικαλιστικών σχημάτων – άσχετα με την προσπάθεια που έπραξαν τέτοιες μειοψηφίες να καπηλευτούν τη γενικότερη λαϊκή αντίδραση – εμμείνατε, κατά τα φαινόμενα, στις ιδεολογικές αγκυλώσεις που οι πολιτικές ρίζες Σας επιβάλλουν, αποτυγχάνοντας ούτως να προστατεύσετε τη θέση και το κύρος που περικλείει το αξίωμα που σήμερα ασκείτε.
Κανείς πολίτης τούτου του τόπου, κύριε Πρόεδρε, δεν αρνείται τη συνεισφορά σας στην πολιτική ζωή, στη προσπάθεια να διαμορφώσετε μια εθνική εξωτερική πολιτική, στους αγώνες σας για την πατρίδα και τον τόπο, στους οποίους ενεπλάκητε ως νέος. Το παρελθόν, όμως, ενώ μπορεί να καθορίσει την πορεία του πολιτικού ανδρός, δεν επιβάλλει αυτόχρημα το σεβασμό στη θέση που κατέχει σήμερα. Μόνο η στάση του στις ιστορικές συγκυρίες του παρόντος, μπορεί να κερδίσει τούτο το σεβασμό που το κάθε αξίωμα επιδιώκει.
Δε συμφωνώ σε καμία περίπτωση, κύριε Πρόεδρε, με τη γενικότερη υβριστική συμπεριφορά προς το πρόσωπό Σας. Ελέγχω όμως, ως σκεπτόμενος και ανήσυχος πολίτης, την αδυναμία Σας να κατανοήσετε τη γενικότερη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού, να αντιληφθείτε ότι στο πρόσωπό Σας δεν αντικρίζει μονάχα το Θεσμό του Προέδρου, αλλά – φευ! – τον εκπρόσωπο ενός φαύλου πολιτικού κατεστημένου, μιας ανάξιας πολιτικής δύναμης, μιας καταρρέουσας πολιτικής ιδεολογίας. Τούτο οφείλατε να το γνωρίζετε, κύριε Πρόεδρε...
Μετά τιμής,

Πολιτικό μανιφέστο ενός μη πολιτικού ανδρός

Δεν είμαι πολιτικός. Είμαι βαθιά πολιτικοποιημένος, δεν ανήκω όμως σ’ αυτούς που επεδίωξαν ως τα σήμερα πολιτική σταδιοδρομία. Πρώτον, διότι δε θεωρώ την ενασχόληση με την πολιτική ως «σταδιοδρομία», τουλάχιστον με τη σημερινή έννοια του όρου. Πρόκειται για λειτούργημα βαρύ κι ασήκωτο, για «ράσο» δύσκολο και επίπονο, επίμοχθο κι αφόρητο. Αν ζούσε ο Πλάτων, ενδεχομένως να στηλίτευε τούτη τη στάση μου. Όμως, το παραδέχομαι, μου αρέσει περισσότερη η πνευματική αναζήτηση, παρά η πρακτική ενασχόληση που απαιτεί η πολιτική. Κι όμως, δεν μπορώ να μην εξεγείρομαι λογικά, όταν ακούω «μέτρα» που προκρίνουν το παράλογο και το εντελώς μη πρακτικό. Γι’ αυτό και, με καθαρά λογικούς όρους και με απλές πρακτικές σκέψεις θα πρότεινα κάποια μέτρα που, πολύ άμεσα, θα οδηγούσαν σε μια διαφορετική προσέγγιση των προβλημάτων που βιώνουμε σήμερα ως λαός.
Η πρώτη μου σκέψη είναι ίσως γενικότερα διαφοροποιημένη. Δε θεωρώ το οικονομικό πρόβλημα ξεκάρφωτο. Πρόκειται για πρόβλημα βαθιά πολιτισμικό. Κρίση πολιτισμού περνά η χώρα μας, κρίση πολιτισμικής ανάπτυξης περνά και η Οικουμένη γενικότερα. Από την ώρα που θεοποιήσαμε ένα μόνο τομέα του πολιτισμού, την οικονομία, και θεωρήσαμε τους υπολοίπους ως «πιστούς» και ακόλουθους της Θεάς αυτής, εύλογο είναι να βιώνουμε σήμερα μια πρωτόγνωρη – όχι διότι ποτέ δεν υπήρξε αντίστοιχη, αλλά διότι ποτέ δεν είχε τις οικουμενικές διαστάσεις του σήμερα – πολιτισμική παρακμή. Κατά συνέπεια, οφείλουμε στα μέτρα μας να λάβουμε υπόψη και τούτο το στοιχείο. Δεν επιτυγχάνεται οικονομική πρόοδος, δίχως γενικότερη πολιτισμική πρόοδος. Αλλιώς, θα οδηγηθούμε σ’ ένα φαύλο κύκλο, ατέρμονο, ατελεύτητο.
Αν το μεγάλο πρόβλημα είναι η οικονομική ύφεση, τότε σε καμία περίπτωση δε διορθώνεται διογκώνοντάς την. Θέλετε να μειώσετε την ύφεση; Απαλείψτε όλους εκείνους τους παράγοντες που τη θεριεύουν: γραφειοκρατία, υπερβολική φορολόγηση. Καταλύστε όλες εκείνες τις άχρηστες διαδικασίες που απαιτούνται για το άνοιγμα εταιρειών. Καταργήστε κάθε άδικη αρπαγή χρημάτων (προκαταβολικοί φόροι, ΦΠΑ). Τιμωρήστε άμεσα και αποτελεσματικά κάθε περίπτωση οικονομικής επιβάρυνσης του πολίτη («λαδώματα», «εξυπηρετήσεις» κάτω από το τραπέζι, «φακελάκια»). Οι φόροι σκοπό έχουν να υπηρετούν τις βασικές λειτουργίες του κράτους, όχι να «συντηρούν» μια απίστευτη γραφειοκρατική μηχανή, ούτε να εξυπηρετούν την υψηλόμισθη πελατεία των κυβερνώντων.
Περιορίστε τις δαπάνες. Με πολύ απλό τρόπο, όμως. Μειώστε άμεσα τους βουλευτές σε 200 και την αντίστοιχη αποζημίωσή τους στο μισό. Καταργήστε επιτροπές, καταργήστε τα «τσιράκια» των βουλευτών και τις παχυλές τους αμοιβές, μειώστε κατά πολύ τις αποζημιώσεις των κομμάτων. Καθορίστε ενιαίο μισθολόγιο, όχι όμως μειώνοντας κάθε μισθολογική αμοιβή, αλλά περικόπτοντας τις παχυλές. Δεν είναι λογικό να μειώνονται συντάξεις των 800 ευρώ με τον ίδιο τρόπο και με το ίδιο ποσοστό που θα μειωθεί ένας μισθός 5.000 Ευρώ. Βάλτε πλαφόν στα λειτουργικά έξοδα κάθε δημόσιας υπηρεσίας, με αντίστοιχη βαθμολογική «ποινή» στους διευθυντές που δεν την τηρούν. Κλείστε άμεσα κάθε επιχείρηση που δε θέλει να πληρώσει τις ασφαλιστικές ή φορολογικές της εισφορές (και δεν αναφέρομαι βέβαια στα μικρομάγαζα. Αναφέρομαι στα μεγαλομάγαζα που οφείλουν εκατομμύρια και δεν πληρώνουν, διότι έχουν πολιτικό «μπάρμπα» που τα καλύπτει).
Καταργήστε την υποχρεωτική εισφορά στα ταμεία, τύπου ΤΕΒΕ. Παραδεχτείτε επιτέλους ότι το σύστημα δεν αντέχει. Δώστε τη δυνατότητα της αυτασφάλισης σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, διαμορφώστε όμως αντίστοιχα κι ένα αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας γι’ αυτές τις εταιρείες (φαινόμενα του τύπου Ασπίς Πρόνοια δεν πρέπει να ξαναπαρουσιαστούν).
Αξιοποιήστε την περιουσία του Κράτους. Λέω «αξιοποιήστε», όχι ξεπουλήστε. Δημιουργήστε έναν Οργανισμό, ο οποίος – επιτέλους – θα καταγράψει και θα εντάξει όλη τη δημόσια περιουσία σε ένα ΝΠΔΔ. Κάντε χρήση ακόμη και ιδιωτικών εταιρειών, αν χρειαστεί. Το Νομικό Πρόσωπο που θα δημιουργηθεί, ας αντλήσει τα κεφάλαια από τις ξένες αγορές για την αξιοποίησή του, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν – τουλάχιστον τα περισσότερα εξ αυτών – για την οριστική αποπληρωμή μέρους των χρεών που βαραίνουν εμάς και τα παιδιά μας. Αξιοποιήστε εν τέλει τα κοιτάσματα της θαλάσσιας περιοχής του Αιγαίου και του Ιονίου. Κάντε συμφωνία με ξένες εταιρείες για την εξόρυξη του πλούτου που είναι τεράστιος κι αναξιοποίητος. Φανείτε, επιτέλους ικανοί διπλωμάτες. Αναδείξτε τις όποιες γνώσεις σας στη διεθνή πολιτική για να στραφείτε όπου εσείς νομίζετε καλύτερα. Δεν απασχολεί τον ελληνικό λαό, αν την αξιοποίηση την αναλάβει ρωσική ή κινεζική ή γερμανική ή αμερικανική εταιρεία. Τον απασχολεί να μπορέσει να αξιοποιήσει τον πλούτο της χώρας του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δίχως να ξεπουληθεί ούτε ο ίδιος, ούτε η εθνική του κυριαρχία. Οι άναρθρες κραυγές της γείτονος, άναρθρες κραυγές θα παραμείνουν. Η Ελλάδα, το πιστεύω ακόμη αυτό, έχει περισσότερες πιθανότητες στη διεθνή σκηνή να πετύχει το συμφέρον για το λαό της.
Κλείστε τις τράπεζες τύπου Λαυρεντιάδη. Αντίστοιχα, επιτρέψτε στις υγιείς να συγχωνευτούν το συντομότερο, δίχως ιδιαίτερες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Οφείλετε, όμως πρωτίστως να εισηγηθείτε άμεσα μέτρα για «κούρεμα» των χρέων των πολιτών.Μια νέα σεισάχθεια, με αναλογικές διαδικασίες που θα υπηρετούν τη σύγχρονη κατάσταση, είναι αναγκαία.  Η διαδικασία δια της δικαστικής οδού αργεί υπερβολικά. Διαμορφώστε τις αναγκαίες νομικές ρυθμίσεις, ώστε οι διακανονισμοί να γίνονται άμεσα και αυθημερόν. Και, επιτέλους, αποδώστε και τις αντίστοιχες ευθύνες: δε φταίει μόνο ο λαός που δανείστηκε υπερβολικά. Φταίνε και οι τράπεζες που δάνειζαν, λες και δεν υπήρχε αύριο. Δώστε, λοιπόν τη δυνατότητα στους δανειολήπτες να γλιτώσουν μέρος των δανείων τους με άμεση διευθέτηση. Είναι σίγουρο ότι, αν υπάρξει διευθέτηση με νομική περιγραφή των όρων (κι όχι με νέες... επαναχρηματοδοτήσεις που κάνουν κάποιες τράπεζες ήδη, οι οποίες – τις περισσότερες φορές – επιβαρύνουν έτι περισσότερο τον καταναλωτή), η πλειοψηφία των δανειοληπτών θα αποπληρώσει το χρέος της συνειδητά, δίνοντας μια ανάσα και στις τράπεζες που βλέπουν τα περισσότερα δάνεια στο «κόκκινο» και χωρίς καμία δυνατότητα αποπληρωμής με τους σημερινούς όρους. Διαμορφώστε, δηλαδή ένα υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα με σταθερά θεμέλια, όπου το κέρδος και η κατανάλωση θα υφίστανται σε λελογισμένη και ελεγχόμενηβάση.
Αξιοποιήστε τη δύναμη της δικαστικής εξουσίας, δίνοντάς της περισσότερες αρμοδιότητες και επιτρέποντάς της άμεσες διαδικασίες. Δώστε στους εκπροσώπους της τη δύναμη του λόγου. Τις περισσότερες φορές, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι η τελευταία ελπίδα του πολίτη απέναντι στην αυθαιρεσία του κράτους. Κάντε το σύστημα πιο ευέλικτο.  Όταν το δικαστικό σύστημα καταντά «καθυστερημένη διαδικασία», ούτε δικαιοσύνη αποδίδεται, ούτε οι νόμοι λειτουργούν. Κυρίως, όμως αλλάξτε τους νόμους! Στο εμπορικό δίκαιο, για παράδειγμα, υφίστανται νόμοι που ισχύουν εδώ και 100 χρόνια! Νόμοι που δε συνάδουν με την εποχή, ούτε με τις καινούργιες συνθήκες. Αδικίες που συσσωρεύονται, συσσωρεύονται εξαιτίας τέτοιων νόμων. Καταργήστε νόμους που «φωτογραφίζουν» εξυπηρετήσεις υπέρ τρίτων, υπέρ κομματικών προσώπων ή καταστάσεων. Μεταρρυθμίστε επιτέλους το Σύνταγμα!
Αλλάξτε την εκπαίδευση! Δώστε της τη δυνατότητα να είναι σύγχρονη, δίχως όμως απαραίτητα να γίνεται έρμαιο παγκοσμιοποιημένων αντιλήψεων. Η Ελλάδα είναι κράτος με ιδιαίτερη κουλτούρα. Διατηρήστε την! Παίγνια σε ξένες αντιλήψεις δεν πρέπει να γίνουμε. Ούτε και κανένα συμφέρον έχουμε να γίνουμε. Καλλιεργήστε την κουλτούρα μας, αξιοποιήστε την. Δεν είναι ανάγκη να οπισθοδρομούμε, δεν είναι ανάγκη όμως να εξοβελίζουμε την παράδοσή μας. Σεβόμαστε τα αγαθά της σύγχρονης τεχνολογίας, σεβόμαστε όμως και τη γλώσσα μας, τη θρησκευτική μας παράδοση. Δεν αντιμαχόμαστε την ξένη κουλτούρα, δεν ρίχνουμε όμως στα τάρταρα τη δική μας. Ας είμαστε Έλληνες, που ξέρουμε να επιβιώνουμε στη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι ανάγκη όμως να ντρεπόμαστε που είμαστε Έλληνες. Μειώστε τις σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όχι όμως με γελοία κριτήρια, αλλά με το αν παράγουν έργο. Καταργήστε το σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Ας επιλέγει κάθε πανεπιστήμιο τον τρόπο εισαγωγής σ’ αυτό. Ανοίξτε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ο ανταγωνισμός, ο υγιής ανταγωνισμός, θα ανοίξει τις προϋποθέσεις να γίνει η εκπαίδευση καλύτερη. Η επιστημονική έρευνα δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από το κράτος, ούτε να αναπαράγει ερευνητές που αναδεικνύονται με βάση κομματικά κριτήρια και πατρωνίες ή νεποτισμούς.
Δώστε στην περίθαλψη τη θέση που της αξίζει. Διαμορφώστε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια υγειονομική περίθαλψη που θα στηρίζεται στον καλύτερο. Δώστε τη δυνατότητα σε κάθε ασφαλισμένο να επιλέγει το γιατρό του ή το νοσοκομείο που επιθυμεί. Ο θεσμός του εφημερεύοντος νοσοκομείου είναι θεσμός παρωχημένος και μόνο χάλι δημιουργεί. Ασφαλιστικά ταμεία που επιλέγουν εκείνα τους γιατρούς είναι μια κατάσταση γελοία. Αν δεν μπορείτε να συντηρήσετε το σύστημα, δώστε τη δυνατότητα στους ιδιώτες να το κάνουν.
Δημόσιες συγκοινωνίες με αντίτιμο, και μάλιστα πανάκριβο, είναι σχήμα οξύμωρο. Διατηρήστε ένα κομμάτι τους δημόσιο και – συγχρόνως – δωρεάν. Ιδιωτικοποιήστε όποιο κομμάτι δεν μπορείτε να συντηρήσετε. Δε χρειαζόμαστε περισσότερες συγκοινωνίες. Χρειαζόμαστε καλύτερες ποιοτικά συγκοινωνίες. Κι αυτό δεν είναι θέμα μόνο του προσωπικού, είναι θέμα του φορέα, στον οποίο εργάζονται.
Καταργήστε τη μονιμοποίηση. Βγάλτε όμως από το μυαλό σας τις απολύσεις. Θέλετε να κάνετε τον Δημόσιο Τομέα παραγωγικό; Πάψτε να προσλαμβάνετε άλλους. Και αυτό καταστήστε το σαφές. Για μια πενταετία ή δεκαετία, καταργήστε κάθε πρόσληψη. Όποιες ανάγκες υπάρξουν, καλύψτε τις με βάση το υπάρχον προσωπικό. Καταργήστε το ΑΣΕΠ. Σε πολλές περιπτώσεις, ο ρόλος του ήταν, το λιγότερο, ύποπτος (Προέκρινε, για να αναφέρω παραδείγματα, άλλα κριτήρια εισαγωγής σε μία περίπτωση κι άλλα σε άλλη, «διαφήμιζε» συγκεκριμένα πτυχία Πληροφορικής κ.ο.κ). Αντ’ αυτού, καθιερώστε με νομικές διατάξεις κριτήρια βαθμολογικής ανόδου, μετατάξεων, προσλήψεων κ.λ.π κοινά για όλους.
Αποδώστε και πάλι στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας το κύρος που τους οφείλεται. Η Ελλάδα δεν πρέπει ποτέ να λησμονήσει ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια περιοχή που υφίστανται εθνικοί κίνδυνοι κι ότι δεν μας συμφέρει να γίνουμε κράτος – δορυφόρος (τύπου Αυστρίας ή Ελβετίας) άλλων κρατών. Κάθε χώρα που επιθυμεί να ασκήσει εξωτερική πολιτική σοβαρή και συμφέρουσα γι’ αυτήν, οφείλει να έχει αξιόμαχο Στρατό και υπεύθυνα Σώματα Ασφαλείας. Οφείλουμε, όμως όλοι να συνειδητοποιήσουμε πως η Ελλάδα έχει και τη δύναμη και τον πολιτισμό να πρωταγωνιστεί στη διεθνή πολιτική. Αν κάποιοι μας έπεισαν γιατο αντίθετο, αυτοί ήσαν οι πρώτοι προδότες. Έχουμε την ευθύνη διότι τους πιστέψαμε. Έχουμε την ευθύνη διότι λησμονήσαμε τι θα πει να διαθέτεις βαρύτητα στη διεθνή πολιτική σκηνή. Και δε τη διαθέτεις, όταν απαξιώνεις τις ένοπλες Δυνάμεις σου. Επαναφέρατε την ιεραρχία στο Στράτευμα και στα Σ.Α. Αν μη τι άλλο, σοσιαλιστικές πρακτικές το οδήγησαν στη σημερινή του κατάσταση, για την οποία ουδόλως φταίνε τα Στελέχη τους, εκτός από τους ακραία κομματικοποιημένους και εκείνους που ωφελήθηκαν από τη γενικότερη αναξιοκρατία, για να αποκτήσουν θώκους και να διαλύσουν τη δομή των Δυνάμεων αυτών που φυλούν Θερμοπύλες.
Προστατέψτε την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Τουρισμός, ιστορία, εκπαίδευση είναι τα μεγάλα κεφάλαιά μας. Αξιοποιήστε τα, μη τα ξεπουλάτε. Φροντίστε για το περιβάλλον. Ανήκει κι αυτό στην πολιτισμική κληρονομιά του τόπου μας. Μην απαξιώνετε ακόμα και τους μικρούς συλλόγους που, οι περισσότεροι τουλάχιστον, με πολύ μεράκι διαδίδουν την τοπική παράδοση και την ιστορία μας ή καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες διάσωσης του περιβάλλοντος. Αναδείξτε κάθε δύναμη αυτού του τόπου, όσο μικρή κι αν είναι. Μπορεί να είμαστε μια χώρα μικρή. Και λοιπόν; Πάντοτε ήμασταν. Έχουμε όμως γιγάντια ιστορία, γιγάντιο πολιτισμό, γιγάντιους ανθρώπους. Μη τους μικραίνετε με τη στάση και τη συμπεριφορά σας.
Δώστε πάλι την αξιοπιστία στην πολιτική ζωή. Καταργήστε κάθε προνόμιο των πολιτικών ταγών, που οδήγησαν στην κατάπτωση της δημοκρατίας σε μια ιδιότυπη ολιγαρχία. Ατιμωρησία, αναλγησία για το λαό, αδιαφορία για το κράτος, αναξιοκρατία, προδοτική στάση και δουλική συμπεριφορά, ξύλινος πολιτικός λόγος, φιλοχρηματία, έχουν οδηγήσει το λαό σε μια νωχελική στάση, σε μια απολιτίκ συμπεριφορά, σε μια αδιαφορία για τα κοινά, που τόσα αρνητικά δημιουργούν στο δημοκρατικό πολίτευμα. Εντιμότητα, ειλικρίνεια, σοβαρότητα, αξιοπιστία, συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης δεν πρέπει να είναι ξένες λέξεις για την πολιτική.
Μάθετε να αξιοποιείτε τις πνευματικές δυνάμεις του τόπου. Δίχως υποχρεωτικά να τους δίνετε πολιτικά αξιώματα, δώστε τους τη δυνατότητα άρθρωσης πολιτικού λόγου, ακόμη κι αν αυτός είναι αντίθετος με το δικό σας. Σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι ευτελίζονται από τα υποχείρια ΜΜΕ, κατονομάζονται ως γραφικοί, επειδή προβάλλουν μιαν άλλη άποψη, διαφορετική από τα «παπαγαλάκια» και τους υποστηριχτές της παγκοσμιοποίησης. Χρησιμοποιήστε τους. Η εμβέλεια των πνευματικών ανθρώπων είναι σημαντική τόσο στην κοινωνία μας, όσο και στη διεθνή σκηνή. Υπάρχουν γύρω μας, είναι γεμάτοι από ιδέες και – πολλοί εξ αυτών – είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι. Παραγκωνίζονται, όμως. Διότι διακηρύττουν την απλή αλήθεια: Πως η οικονομία δεν είναι η μοναδική δύναμη του ανθρώπινου πολιτισμού, πως το χρήμα δεν είναι η υπέρτατη κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης θέλησης. Κι όταν κάποιος έχει για φως του την αλήθεια, τρομάζει όλους εκείνους που τρέφονται και συντηρούνται από τη μαυρίλα του σκοταδιού.
 Ελλάδα, πάντοτε ας θυμόμαστε, δεν είναι καθόλου εκείνη η ομάδα που κατέχει πολιτικούς θώκους και αξιώματα. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς, που ζούμε, εργαζόμαστε, σπουδάζουμε σ’ αυτή. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς που προσερχόμαστε στις κάλπεις, για ν’ αναθέσουμε τους θώκους σε ανθρώπους που καλούνται να υπηρετήσουν όχι μόνο εμάς, αλλά και τη χώρα στο σύνολό της. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς που βιώνουμε τις αποφάσεις των ταγών μας, που καθοδηγούμαστε απ’ αυτούς. Είμαστε συμπολίτες τους, συνάνθρωποί τους, δεν είμαστε ζώα, ούτε κατώτεροί τους. Τους επιλέξαμε για να μας κυβερνούν, όχι για να μας ποδηγετούν ή να μας χειραγωγούν. Και, κάθε τόσο, τους θυμίζουμε ότι στη θέση που βρίσκονται σήμερα, δε θα βρίσκονται για πάντα. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς που οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε ακέραιη την ευθύνη που μας αναλογεί, ως πολίτες ενεργοί αυτού του τόπου. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς που διαμαρτυρόμαστε, εξεγειρόμεθα, φωνάζουμε – ο καθένας με τον τρόπο του – όταν βλέπουμε το δίκιο να παραγκωνίζεται και την αδικία να βασιλεύει.
Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς πολιτικός, για να αρθρώσει πολιτικό λόγο. Πνευματικοί άνθρωποι ήσαν αυτοί που άρθρωσαν σπουδαίο πολιτικό λόγο, που κατάφεραν να αλλάξουν το χαρακτήρα των πολιτικών συστημάτων. Πολλοί εξ αυτών δε θέλησαν εξουσία.   Έχει, εξάλλου ειπωθεί πως ο καλύτερος άνθρωπος για να αναλάβει μια εξουσία, είναι αυτός που δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να το κάνει. Δεν είναι, λοιπόν ανάγκη να καταλάβουν την εξουσία. Ανάγκη όμως είναι να έχουν λόγο γι’ αυτήν, σ’ αυτήν, επ’ αυτής. Κι ας υπάρχουν αυτοί τους κατηγορούν, τους μέμφονται.  Χρέος όλων των πνευματικών ανθρώπων, έλεγε ο Καζαντζάκης, είναι να φωνάζουν στην έρημο. Ίσως κάποιος ακούσει...

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Οι (εξεγερμένοι) ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες...

Δεδομένο είναι πως ζούμε σε πραγματικά δύσκολες εποχές. Σε τέτοιες εποχές, λοιπόν ανθούν αντίστοιχα και ακραίες καταστάσεις. Η ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου, για πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αποδεικνύει την παραπάνω διαπίστωση.
Κάθε μορφή διαμαρτυρίας, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, είναι σεβαστή. Τα μαύρα περιβραχιόνια, η αποστροφή των κεφαλών των μαθητών από τους πολιτικούς που καταλαμβάνουν τις επίσημες θέσεις, αποτελούν μορφές διαμαρτυρίας πρωτοφανείς, αναδεικνύουν όμως το κλίμα των ημερών. Κάθε μορφή διαμαρτυρίας είναι σεβαστή, όχι όμως η βία. Η βία δεν είναι επιλογή, δεν αποτελεί μορφή διαμαρτυρίας έντιμη. Τουλάχιστον σε δημοκρατικά πολιτεύματα. Κατά συνέπεια, η βίαιη ματαίωση της παρέλασης, η βιαιοπραγία έναντι πολιτικών προσώπων, ο εξαναγκασμός του Προέδρου της Δημοκρατίας, του επικεφαλής των πολιτειακών εξουσιών του κράτους, σε φυγή, αποτελεί μία ακόμη απόδειξη πως ζούμε σε μια ακραία περίοδο.
Καταδικάζεται το γεγονός. Βεβιασμένες, όμως και απλοϊκές κατηγορίες εναντίον αυτών που συμμετείχαν σε τέτοιες μορφές διαμαρτυρίας του τύπου «φασίζουσες μειοψηφίες», «αριστεροί χουντικοί» και άλλα παρόμοια, φανερώνουν πόσο απομακρυσμένοι είναι πλέον οι πολιτικοί ταγοί από την κοινωνική πραγματικότητα, πόσο πλέον τρέμουν την απώλεια των κεκτημένων τους – και δεν εννοώ, βέβαια τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά τις καρέκλες τους και τα απορρέοντα εξ αυτών προνόμια.
Καμία «φασίζουσα μειοψηφία» δε θα μπορούσε να οργανώσει μια τέτοια λαοπληθή εκδήλωση. Καμία αριστερή συνδικαλιστική ή πολιτική οργάνωση δε θα ήταν δυνατό να υποκινήσει τέτοιες μάζες ή να οργανώσει σε διάφορες πόλεις τέτοιες πανομοιότυπες αντιδράσεις. Ούτε, βέβαια θα ήταν ποτέ δυνατό να αποτελέσει αιτία μιας τέτοιας εξέγερσης η – δήθεν – διάθεση κατάργησης των δημοκρατικών θεσμών.
Ζούμε σ’ ένα κράτος με συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις, παρόμοιες με άλλα κράτη. Σ’ ένα κράτος δημοκρατικό, στο οποίο, μέχρι τώρα, τέτοια φαινόμενα ήσαν τόσο μεμονωμένα, που ποτέ δεν ανησύχησαν το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας ή την κοινωνική γαλήνη. Ζούμε όμως και σ’ ένα κράτος με συγκεκριμένο εθνολογικό προσδιορισμό, με ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα και χαρακτήρα. Όσο κι αν τα τελευταία χρόνια υπήρξεσαφής προσπάθεια να υποβαθμιστούν αυτές οι ιδιαιτερότητες του ελληνικού έθνους (όχι του κράτους, αυτό είναι μια άλλη ιστορία), αυτά εξακολουθούν να εμποτίζουν τη φυσιογνωμία μας ως λαό.
Δεν μπορείς να ξεπουλάς, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, την αξιοπρέπεια ενός λαού επαιτώντας σε ξένες αυλές και εκλιπαρώντας ξένες κηδεμονίες και προτεκτοράτα, βαπτίζοντάς τες μάλιστα «εποπτείες» και να μη περιμένεις αντίδραση. Δεν μπορείς να κοροϊδεύεις με τέτοια θρασύτητα το εκλογικό σώμα, υποσχόμενος προεκλογικά λεφτά, διακηρύσσοντας κιόλας μετεκλογικά ότι νομιμοποιείσαι που καταπατάς, κατ’ ουσίαν, το Σύνταγμα της χώρας και να υποκρίνεσαι τον έκπληκτο, όταν ο λαός καταφεύγει σε ακραίες ενέργειες εναντίον σου. Δεν μπορείς να «πουλάς» την εξαθλίωση για ανάπτυξη και το μοίρασμα δισεκατομμυρίων στις Τράπεζες για εξυγίανση και να μη περιμένεις από το λαό να δυσανασχετεί. Δεν μπορείς να «σέρνεις» την Ανώτατη Πολιτειακή ηγεσία του τόπου σε αναγκαστική αποδοχή προειλημμένων αποφάσεων από ξένα κέντρα εξουσίας και μετά να απαιτείς από το λαό να σέβεται και το πρόσωπο και το θεσμό. Δεν μπορείς να «πληρώνεις» κατάπτυστους δημοσιογραφίσκους για να καλύπτουν τα νώτα σου και να θωπεύουν εσένα και τους αυλικούς σου και να θεωρείς πως όλοι οι υπόλοιποι που εκφέρουμε διαφορετική γνώμη απ’ αυτούς θα καθίσουμε στ’ αυγά μας, πειθήνιοι. Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι σαν να ηγεμονεύεις σε καθεστώς ιδιότυπης ολιγαρχίας και να περιμένεις από τους «υπηκόους» σου «δημοκρατική συμπεριφορά». Δεν μπορείς να οδηγείς σε κατάσταση ιδιότυπης κατοχής τη χώρα σου και να οδύρεσαι γιατί ο λαός σου δε σε... καταλαβαίνει!
Διότι ο λαός, τον οποίο εκλήθης να κυβερνήσεις, όντως δε σε καταλαβαίνει. Στην πραγματικότητα όμως, ούτε εσύ καταλαβαίνεις το λαό αυτό. Διότι είναι ένας λαός που προτίμησε να πεθάνει, παρά να τσακίσει την περηφάνεια του. Που, όταν οι υπόλοιποι... φωτισμένοι λαοί  της Ευρώπης έκαναν «τουμπεκί» στη Γερμανική Ναζιστική λαίλαπα και ακολουθούσαν τακτικές κατευνασμού, εκείνος έτρεξε να πολεμήσει. Που, όταν τσάκιζε το σώμα του από τις κακουχίες στις πλαγιές της Πίνδου, δεν το έκανε επειδή... σεβόταν υποκριτικά τον ηγέτη του (που, στο κάτω – κάτω ήταν δικτάτορας), αλλά διότι καταλάβαινε τι θα πει να είσαι ελεύθερος, αφού η ίδια η Παιδεία του (Εθνική, όχι... Διαμαντοπουλική), το Είναι του, η Ιστορία του, η Παράδοσή του τού υποδείκνυαν την αξία αυτής της ελευθερίας, αυτού του Υπέρτατου Αγαθού.  Κι όταν ένας Τσώρτσιλ παραδεχόταν πως δεν πολεμούν οι Έλληνες ως ήρωες, αλλά οι ήρωες ως Έλληνες, το έκανε αντιλαμβανόμενος τη σπουδαιότητα του μικρού, αλλά τόσο γενναίου λαού, του Ελληνικού.
Η ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου δεν ήταν ό, τι καλύτερο. Προσωπικά, θα προτιμούσα να γίνει και, μάλιστα, θα προτιμούσα το λαό να τραγουδούσε – ομού με τα στρατευμένα και τα μαθητικά νιάτα του τόπου μας – τραγούδια που φωνάζουν «πατρίδα», σε πείσμα όλων αυτών που έχουν ξεχάσει το νόημά της. Πιστεύω, όμως ταυτόχρονα πως δεν ήταν ό, τι χειρότερο. Διότι, φοβούμαι, πως τα χειρότερα έπονται...

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Η έγκριτη δημοσιογραφία πέθανε, ζήτω η... άλλη δημοσιογραφία!

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί η έντυπη δημοσιογραφία σήμερα διέρχεται μια πρώτου μεγέθους παρακμή. Όχι μόνο επειδή αυτό το λένε μεγάλοι ηγέτες του παρελθόντος, όπως ο Χ. Σμιτ (ο οποίος, προς τιμήν του, είπε τη μοναδική αλήθεια: η σημερινή οικονομική κρίση γεννήθηκε από τους δημοσιογράφους, ενώ στην πραγματικότητα είναι κρίση πολιτικής βούλησης και ηγετών κι όχι αμιγώς οικονομική), αλλά κυρίως επειδή, αν εξετάσει κανείς σε βάθος χρόνου τις «έγκυρες» προβλέψεις – προφητείες, τη «σοβαρότητα» της έντυπης αρθρογραφίας, θα αντιληφθεί όχι απλώς μια δυσανάγνωστη ερμηνεία της πραγματικότητας, αλλά και παλινωδίες, υπερβολικές εκτιμήσεις, απίστευτες εικασίες, προπαγανδιστική ενημέρωση, παραπληροφόρηση στο μέγιστο και άλλα παρόμοια. Χωρίς βέβαια να γενικεύουμε, η έγκριτη δημοσιογραφία σήμερα είναι σπάνια, πραγματικό αγαθό, απειλούμενο με εξαφάνιση...
Τι μήνυμα παίρνει κανείς, όταν διαβάζει τις πάλαι ποτέ «έγκριτες» εφημερίδες, όπως π.χ. την Καθημερινή; Ότι όλοι όσοι θεωρούμε ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα ξεπουλιέται, ότι βρίσκεται σε ένα καθεστώς ιδιότυπης κατοχής, είμαστε «Ελληναράδες», ανίκανοι να κατανοήσουμε τις... λεπτές αποχρώσεις της σύγχρονης πολιτικής σκέψης (!) και της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Όσοι θεωρούμε πως ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο διαβίωσης οφείλει το κράτος να διασφαλίσει για τους πολίτες του, είμαστε εργατοπατέρες, φοροδιαφεύγοντες. Όσοι μάλιστα χρωστάμε σε δάνεια, είμαστε απατεωνίσκοι, οπορτουνιστές και κερδοσκόποι της στιγμής.
Λοιπόν, πολύ θα ήθελα να ελέγξω πόση περιουσία έχουν αποκτήσει οι κ. «έγκριτοι» δημοσιογραφίσκοι που τα λένε αυτά. Πολύ θα ήθελα να θεσπιστεί ένα πόθεν έσχες στους μεγαλοεκδότες και στους πολιτικούς που στηρίζουν τέτοιες... φυλλάδες.
Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, κύριοι... δημοσιογράφοι της κακιάς ώρας, που, επειδή σας έδωσαν (όποιοι και για τους λόγους που σας έδωσαν, άλλη ιστορία αυτή) ένα βήμα σε μια εφημερίδα νομίζετε ότι έχετε το δικαίωμα να ψεύδεσθε, να τρομοκρατείτε, να παραπληφορορείτε, να ειρωνεύεστε τις αξίες του τόπου στον οποίο ζείτε, να εμπαίζετε ολόκληρο λαό, να χαϊδεύετε τα αυτιά των αφεντάδων σας, να αποκαλείτε – ούτε λίγο, ούτε πολύ – μικρόνοες, όσους ανθρώπους του πνεύματος και της πολιτικής σας αντιστρατεύονται ή διατυπώνουν διαφορετική άποψη από τη δική σας... φωτισμένη και δεσποτική αντίληψη των πραγμάτων. Δεν έχουμε κλέψει το κράτος, δεν εξαπατήσαμε τις... κακόμοιρες τις τράπεζες, δεν παίρνουμε ούτε πήραμε ποτέ παχυλούς μισθούς ή... παχυλές αποζημιώσεις. Δε στηριχτήκαμε στο κράτος για να ζήσουμε ως ψευτοβασιλιάδες. Αν στηριχτήκαμε κάποτε, το κάναμε για να επιβιώσουμε, για να έχουμε μια στοιχειώδη προστασία, μια στοιχειώδη περίθαλψη, μια στοιχειώδη εκπαίδευση. Εσείς όμως είσθε οι ίδιοι, που, όταν ο Ανδρέας χάριζε επιχορηγήσεις στις παλιοφυλλάδες που δουλεύατε, δεν είπατε λέξη τότε. Αντιθέτως, τα παίρνατε χοντρά... Κι όταν τα πράγματα έφτασαν εδώ που έφτασαν, βρίζατε τα ίδια – ή... τα παρόμοια πρόσωπα – που πριν σας τάιζαν (αυτό είναι που λέει η παλιά σοφή ρήση: όταν σκοντάφτει τ’ άλογο, όλοι του λένε «τούφλα»). Είστε εσείς που, προβλέπατε προ μηνών πως η Ελλάδα είναι άξια της μοίρας της, πως αν δεν προσέξει και δεν εφαρμόσει τα... σπουδαία μέτρα των δεσποτών και επιτρόπων της, θα περιχαρακώσουν οι... καλοί ξένοι τα δικά τους τραπεζικά συστήματα και η Ελλάδα θα είναι μόνη, αφημένη στη μοίρα της. Σήμερα που, όπως αποδεικνύεται, η Ελλάδα είναι απλώς ο (πρώτος, ίσως) κρίκος μιας τεράστιας αλυσίδας προβλημάτων, σφυρίζετε αδιάφορα ή εφευρίσκετε τρόπους να μας πείσετε πως η Ελλάδα φταίει για όλα τα δεινά. Είστε εσείς που, όταν κάποιοι φώναζαν πως τα μέτρα δεν επρόκειτο να κάνουν τίποτε, πως η οικονομία θα βαλτώσει, η ανάπτυξη θα μηδενιστεί και το βιοτικό επίπεδο θα κατέβει σε επίπεδο... τριτοκοσμικού κράτους, σπεύδατε να τους κατηγορήσετε για υπερπατριωτισμό και ψευδομαγκιά. Τώρα που αποδεικνύεται ότι η Τρόικα είναι ένα μάτσο ανίκανοι δανειστές που δε μπορούν να εγγυηθούν τίποτε άλλο, παρά μονάχα την είσπραξη των δόσεων (αυτό εξάλλου τους απασχολεί μονάχα), ότι η ΕΕ δεν έχει ούτε το πολιτικό ανάστημα, ούτε το όραμα να διαχειριστεί μια βαθιά πολιτική κρίση, σιγοντάρετε τους ανίκανους στην αποποίηση των ευθυνών τους, λέγοντας πάλι το ίδιο παραμύθι: ότι δεν φταίνε οι... καλοί ξένοι, αλλά η ολιγωρία της κυβέρνησης, οι... κακοί εξεγερμένοι, οι... μικρόνοες εθνικιστές και άλλα παρόμοια.
Έχω να σας θυμίσω, λοιπόν κάτι κ. δημιο – γράφοι! Στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής του 1941 κ. εξής, οι πρώτοι δοσίλογοι ήταν άτομα του συναφιού σας! Άτομα που έγραφαν σε ξεπουλημένες στον κατακτητή φυλλάδες και παρέσυραν, ουκ ολίγες φορές, το λαό σε μια κατάσταση ύπνωσης και παράλυσης. Άτομα που εμφάνιζαν τους αντάρτες – πάσης ιδεολογίας – ως ανατροπείς του... κράτους και της... ευνομίας! Που διακήρυτταν την αταλάντευτη πίστη τους στην... επερχόμενη ευημερία του λαού που θα προσέφερε απλόχερα η ναζιστική λαίλαπα! Οι πρώτοι προδότες είναι πάντοτε οι δημοσιογράφοι!

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Εμείς δεν ξέρουμε ζυγό...

Η θέση των περισσότερων ανθρώπων, όταν ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία με το μνημόνιο, ήταν πως, πράγματι, η Ελλάδα έπρεπε επειγόντως να λάβει μέτρα απαραίτητα και αναγκαία για τη σταθεροποίηση της οικονομικής κατάστασης. Οι πλασματικές οικονομικές «φούσκες» του παρελθόντος, τα ημίμετρα, η έλλειψη γενναίων και αποφασιστικών μέτρων προσαρμογής μας είχαν οδηγήσει σε μία κατάσταση εκτροχιασμού. Πολλοί, λοιπόν από τους συμπολίτες μας, ακόμη κι αυτοί που δεν πρόσκειντο κομματικά στο ΠΑΣΟΚ, δεν αρνήθηκαν την αναγκαιότητα των μέτρων. Στο αμέσως επόμενο διάστημα από τη – θεωρητική – λήψη αυτών των μέτρων, αυτό που γρήγορα έγινε αντιληπτό ήταν πως μια κυβέρνηση, γαλουχημένη στο μότο «πάρε λαέ» και που διόγκωσε το δημόσιο τομέα με προσλήψεις από το παράθυρο και αναξιοκρατικές διαδικασίες, δεν είχε ούτε το σθένος, ούτε την ιδεολογική αναφορά να κάνει πράξη τέτοια μέτρα. Ολιγωρίες, αλληλομαχαιρώματα, εκβιαστικά διλήμματα και άλλα τοιαύτα, απέδειξαν πολύ γρήγορα πως ένα τέτοιο κόμμα, που είχε συμβάλει τα μέγιστα στη διάλυση της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης, δεν είχε τη δύναμη και τη γενναιότητα, κυρίως όμως δεν είχε τα στελέχη εκείνα που απαιτούνται για την εκτέλεση τέτοιων σοβαρών αποφάσεων που θα οδηγούσαν τη χώρα σε περίοδο εξυγίανσης.
Με τα τελευταία μέτρα που ανακοινώθηκαν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Πρώτον, ότι η κυβέρνηση που εξελέγη, τελεί υπό καθεστώς διατεταγμένης υπηρεσίας από ξένα κέντρα. Βιώνουμε, δηλαδή μια πρωτόγνωρη – για τα σύγχρονα δεδομένα – πολιτική παράδοσης άνευ όρων της εθνικής μας κυριαρχίας, μια ιδιότυπη κατοχή, τα αποτελέσματα της οποίας, φοβούμαι, θα είναι τραγικά. Η Ελλάδα, ως έθνος ελεύθερο και δημοκρατικό, έχει πλέον απολέσει κάθε έννοια ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας. Δεύτερον, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, τελεί στο σύνολό της υπό Γερμανική αρχή και εποπτεία. Η Γερμανία και τα κράτη – δορυφόροι της (Ολλανδία, Αυστρία κλπ) έχει κατορθώσει να «σύρει» και τα υπόλοιπα κράτη – μέλη σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, ασκώντας ουσιαστικά «ηγεμονική» πολιτική και συμπαρασύροντας – για πρώτη ίσως φορά στην Ευρωπαϊκή ιστορία – το σύνολο των κρατών της Ευρώπης σε πορεία που, τελικά, θα εξυπηρετεί κυρίως τα δικά της συμφέροντα. Τρίτον, ότι η Ελλάδα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, επεδίωξε την ένταξη στη σφαίρα επιρροής των Κεντρικών Ευρωπαϊκών δυνάμεων και δη της Γερμανίας, ενώ η γενικότερη γεωστρατηγική της θέση, όλα τα προηγούμενα χρόνια, ταυτίστηκε κυρίως με τις μεγάλες Δυτικές ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Η ένταξη αυτή, οπωσδήποτε, αρχικό στόχο είχε τη συσπείρωση των Μεγάλων ΕυρωπαΪκών δυνάμεων, έτσι ώστε η Ευρώπη να μη γνωρίσει τις συνθήκες εκείνες που οδήγησαν στο διαμελισμό της και, τελικώς, σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Αυτό ήταν το όραμα τόσο του Χέλμουτ Σμιτ, του Χέλμουτ Κολ και άλλων μεγάλων Γερμανών ηγετών – οι οποίοι είχαν γνωρίσει τη φρίκη του Παγκοσμίου Πολέμου και το τι συνέπειες είχε σε όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς – όσο και των άλλων Ευρωπαίων ηγετών, συμπεριλαμβανομένου και του Κ. Καραμανλή. Στην πορεία, όμως, οι μεγάλοι εκείνοι ηγέτες εξέλιπαν, τη θέση τους κατέλαβαν αναίσχυντοι και παραδόπιστοι πολιτικοί, οι οποίοι όχι μόνο δεν υιοθέτησαν το όραμα των προκατόχων τους, αλλά είτε κυριεύτηκαν από μεγαλομανία και αλαζονική ηγεμονική συμπεριφορά (βλ. Γερμανία), είτε ήσαν κοντόφθαλμοι, «ολίγιστοι», δίχως πολιτική διορατικότητα και εξυπηρετώντας συμφέροντα των ξένων κέντρων για να εξασφαλίσουν θέσεις και πακτωλούς χρημάτων γι’ αυτούς και την κλίκα τους (βλ. Ελλάδα).
Η χώρα, αυτή τη στιγμή, διαθέτει κυβέρνηση δίχως το ελάχιστο πατριωτικό φρόνημα, ενώ έχει ανάγκη από κυβέρνηση που να μη συνυπογράφει απλώς ό, τι διατάσσουν τα ξένα κέντρα εξουσίας, αλλά να συνυπολογίζει τόσο το μακροπρόθεσμο όφελος, όσο και τις επιπτώσεις που θα είχαν τέτοια μέτρα στην επιβίωση του λαού και στην ιστορική πορεία του έθνους μας.
Η χώρα αυτή τη στιγμή κυβερνάται από λαοπλάνους, ξεπουλημένους, ανίκανους. Κυρίως, όμως κυβερνάται από ανθρώπους που εξέθρεψαν το ίδιο το σύστημα που μας οδήγησε τώρα εδώ. Ο κύκλος του ΠΑΣΟΚ, ως κόμμα με συγκεκριμένη ιδεολογική αναφορά, έχει πλέον κλείσει, κάτι που θα φανεί στις επόμενες εκλογές, όποτε αυτές γίνουν. Όμως, τα φαινόμενα που εκθρέφουν τέτοια εκτρώματα, πολύ φοβούμαι, δεν έχουν εκλείψει. Εργατοπατέρες, κομματάρχες, ταγοί με μοναδικό στόχο την κατάληψη θώκων και αξιωμάτων, εξακολουθούν να υπάρχουν και να διεκδικούν θέση και φωνή στα κοινά. Αντίθετα, άνθρωποι που αγαπούν την πατρίδα τους, που διαθέτουν την οξυδέρκεια εκείνη που χρειάζεται η χώρα και το έθνος, που δεν ξεχνούν ότι το κράτος δεν υπάρχει δίχως την πατρίδα, ότι η ανάπτυξη του πρώτου περνά υποχρεωτικά από την αγάπη για τη δεύτερη, τέτοιοι άνθρωποι είτε σιωπούν, είτε ευτελίζονται από τα – ακόμα πιο ξεπουλημένα– ΜΜΕ, είτε θεωρούνται «ξεπερασμένοι» και θυσιάζονται στο βωμό μιας δήθεν προοδευτικής, παγκοσμιοποιημένης, πολυπολιτισμικής κοινωνίας.
Το ελληνικό κράτος διαθέτει ισχυρό εθνολογικό προσανατολισμό που εδράζεται τόσο στη μακραίωνη ιστορική του παρουσία και τη σπουδαία πολιτισμική του πορεία, όσο και στους αγώνες που έδωσε ο λαός του για να παραμείνει ανεξάρτητο. Η γλώσσα του, εθνική κι όχι από συγκυρίες κυριαρχούσα, η θρησκεία του, αμιγώς χριστιανική, η πολιτιστική του ταυτότητα και η εθνική του κουλτούρα, αποτελούν βασικά στοιχεία της ύπαρξής του. Τούτες οι διαπιστώσεις δεν αποτελούν αντιλήψεις ακροδεξιού ή φασιστικού χαρακτήρα. Αποτελούν δεδομένα που στηρίζονται σε ιστορικές διεργασίες και συγκεκριμένη πορεία που έχει διανύσει το συγκεκριμένο κράτος και η πλειοψηφία του λαού του. Το ελληνικό κράτος, λοιπόν δε χρειάζεται να υιοθετεί ξένες αντιλήψεις, να προσυπογράφει τις ιδεοληψίες των ξένων κέντρων εξουσίας, που υπαγορεύονται από τα αντίστοιχα συμφέρονται και συνήθως αντικατοπτρίζουν τις αντίστοιχες κουλτούρες. Όχι διότι απαραίτητα η δική μας κουλτούρα είναι η καλύτερη, αλλά διότι η δική μας είναι αυτή που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, είναι αυτή του τόπου μας στον οποίο γεννηθήκαμε, της ιστορίας μας, αυτή που θα κληροδοτήσουμε και στα παιδιά μας… Η δική μας κουλτούρα, ο δικός μας πολιτισμός, τα δικά μας ήθη κι έθιμα έχουν αξία για μας ιδιαίτερη. Και τούτο δεν αλλάζει…
Και μια προσωπική πινελιά: Εδώ και λίγες μέρες, μου τριβελίζει το μυαλό ένα τραγούδι, έντονα κομματικοποιημένο, οι στίχοι όμως του οποίου «μυρίζουν» κι «αστράφτουν» μυρωδιές και εικόνες τόσο ελληνικές... «... Ν’ αναστηθεί ξανά ο ΕΔΕΣ // Με τη σημαία και το σταυρό // αν χρειαστεί και στο βουνό // εμείς δεν ξέρουμε ζυγό... Μύρισε θυμάρι και βασιλικό // λάμπει το φεγγάρι μες στον ουρανό // της κληρονομιάς εμείς συνεχιστές // στην κορφή και πάλι, πάλι νικητές!»

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Ψηλά το κεφάλι!

Είμαι απ’ αυτούς που θεώρησαν πως κάτι σαφώς θα έπρεπε να αλλάξει στη χώρα μας. Μια παραπαίουσα οικονομία, ένα καθεστώς πολιτικής ανυπαρξίας και ατιμωρησίας, μια αδιαφορία για τα κοινά, ένα ευτελισμένο και «ξεφτισμένο» πατριωτικό αίσθημα, μια υποδούλωση – οικονομική και κοινωνική – προς ξένους Σωτήρες που ευαγγελίζονταν μια νέα, καλύτερη πραγματικότητα. Περίπου δύο χρόνια μετά, εξακολουθώ να θέλω να αλλάξουν πολλά στη χώρα μου. Μόνο που τώρα διαπιστώνω πως πρέπει να φωνάξω, πριν να είναι πολύ αργά...
Η κυβέρνηση όχι μόνο επέδειξε απίστευτη ολιγωρία και ανικανότητα να διαχειριστεί μια πρωτόγνωση κρίση, αλλά έριξε όλες τις ευθύνες – τις οποίες έχει το πολιτικό σύστημα της ιδιότυπης ολιγαρχίας, του άναρχου εργατοπατερικού κινήματος, της πατρωνίας, της αναξιοκρατίας και της απάνθρωπης κεφαλαιοκρατίας των Τραπεζών – στο λαό. Αντί να προσπαθήσει να ανορθώσει την οικονομία, εκτιμώντας τις δυνατότητες της ελληνικής πραγματικότητας, έσπευσε να εφαρμόσει δουλικά «συνταγές» ξενόφερτες που, ούτως ή άλλως, μοναδικό στόχο θα είχαν να εξασφαλίσουν τα οφέλη και συμφέροντα των ξένων ηγετών που τις εισήγαγαν, αδιαφορώντας παντελώς για τη δραματική και τραγική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού μας. Αντί να καταρρίψει τις παθογένειες της πολιτικής ατιμωρησίας που είχαν αποκτήσει περιεχόμενο μυθολογικό και σαν άλλη Λερναία Ύδρα συνεχώς γεννούσε νέα κεφάλια, τις άφησε να κυριαρχήσουν και να στιγματίσουν την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου μας. Αντί να αναγεννήσει το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά, προωθώντας δημοκρατικότερες διαδικασίες – τις οποίες, εξάλλου είχε διακηρύξει κιόλας  προεκλογικά – αποτελείωσε τα λιγοστά ψήγματα δημοκρατικής δήθεν διακυβέρνησης, υιοθετώντας μέτρα και θεσπίζοντας διατάξεις και νόμους με εντελώς αλαζονικό τρόπο που προσιδιάζει περισσότερο σε ολοκληρωτικό καθεστώς, παρά σε δημοκρατικό, παραβαίνοντας σε πάμπολλες περιπτώσεις ακόμα και το ίδιο το Σύνταγμα, που υποτίθεται ότι προστατεύει. Αντί να τονώσει το πατριωτικό αίσθημα του λαού, καταρράκωσε ακόμη περισσότερο την πατριωτική υπερηφάνεια που έχουν, λίγο – πολύ, όλα τα έθνη, οδηγώντας ουσιαστικά τη χώρα σε ιδιότυπο καθεστώς κατοχής και ξενοκτησίας, τόλμησε μάλιστα – δια των ευγενών... υπηρετών της... υγιούς πανεπιστημιακής κοινότητας, ομού μετά των... άξιων λειτουργών της δημοσιογραφίας του τόπου – να υπαινιχθεί ότι δεν έχουμε και πολλά στοιχεία ως λαός, για να υπερηφανευόμαστε. Αντί για κυβέρνηση ελληνική, κατήντησε κυβέρνηση «Κουίσλινγκς», υποχείρια σε ξένα κέντρα εξουσίας.
Είμαι απ’ αυτούς που θεωρούν πως κάτι σαφώς θα πρέπει να αλλάξει στη χώρα μας. Δεν είμαι, όμως παρά ένας απλός πολίτης, δίχως πολιτική καρέκλα, δίχως εξουσίες θεσμικές. Δεν είμαι παρά μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Χρέος, όμως του πνευματικού ανθρώπου είναι να φωνάζει στην έρημο. Ίσως κάποιος ακούσει...
Ψηλά, λοιπόν το κεφάλι! Είμαστε ένας λαός που έχει περάσει πολλά, κι όμως επέζησε. Που όταν οι άλλοι έσκυβαν τον αυχένα τους από το φόβο, αυτός πολεμούσε σε πεδία μαχών δύσκολα και κατατρόπωνε ανίκητους. Που καταδιώχτηκε, περιφρονήθηκε, υποδουλώθηκε, αλλά ποτέ δεν επέτρεψε να εξευτελιστεί. Που υπερασπίστηκε τον τρόπο ζωής του, ακόμα κι όταν ήξερε πως θα πέθαινε γι’ αυτό. Που δεν υπέκυψε στις σειρήνες του εκφοβισμού, των απειλών, αλλά θυσιάστηκε για την ελευθερία τη δική του και των άλλων. Που έμαθε στον υπόλοιπο κόσμο – αυτόν, στον οποίο σήμερα ζουν κάποιοι... Ρέσλερ, Μέρκελ και τα τοιαύτα... συναφή υποκείμενα – τι θα πει να ζει κάποιος με αρχές, με πίστη σε ιδανικά και αξίες που εξυψώνουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν στην πρόοδο και την ευημερία. Που όταν κάποιοι από τους δικούς του κι όταν οι ίδιοι οι ευεργετημένοι του τον πρόδωσαν, αυτός δεν έγινε ούτε εκδικητικός, ούτε ανάλγητος.
Ψηλά το κεφάλι! Έχουμε πολλά να διδάξουμε σ’ εκείνους που τώρα μας οικτίρουν και μας περιφρονούν. Έχουμε πολλά να τους διδάξουμε, με τη στάση μας, με τον τρόπο ζωής μας, με την αντίδρασή μας, με την ίδια μας τη ζωή και τον πολιτισμό μας!
Ψηλά το κεφάλι! Διότι πολιτισμός δεν είναι μόνο η οικονομία, αλλά και η ηθική, το δίκαιο, η παιδεία. Σ’ αυτά ας επενδύσουμε!
Ψηλά το κεφάλι! Ο ανθρωπισμός δεν πρέπει να είναι ξένη λέξη στη χώρα που γεννήθηκε η φιλοξενία και η αρχοντιά. Αντίθετα σε όλους αυτούς που μας θέλουν υπό εμφύλια διαμάχη, οφείλουμε πρώτα απ’ όλα να ξαναμάθουμε να είμαστε αδελφωμένοι, μονιασμένοι και άνθρωποι που ζουν μαζί με άλλους ανθρώπους!
Ψηλά το κεφάλι! Η πρόοδος δεν ταυτίζεται με τα υλικά αγαθά, η ευημερία δεν ταυτίζεται με την οικονομική υποδούλωση, η προσωπική και κοινωνική επιτυχία δεν ταυτίζεται με παχιά πορτοφόλια!
Ψηλά το κεφάλι! Διότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε την Ελλάδα να διασύρεται, την ανθρωπότητα να ευτελίζεται, το πνεύμα να υποδουλώνεται στην ύλη!
Ψηλά το κεφάλι! Πρώτα, διότι είμαστε Έλληνες. Έπειτα, διότι είμαστε Άνθρωποι! Τέλος, διότι είμαστε Ελεύθεροι Έλληνες, Ελεύθεροι Άνθρωποι κι όχι δούλοι!