Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Η Επανάσταση του 1821 και η προπαγάνδα του σήμερα

Παρακολούθησα, όπως πολλοί άλλοι, εκπαιδευτικοί και μη, τη σειρά των εκπομπών του ΣΚΑΙ, η οποία αναφερόταν στην επανάσταση του 1821. Ως εκπαιδευτικός κι ως Έλληνας αισθάνθηκα να με ραπίζουν στην ψυχή, να με προσβάλλουν με τέτοιο τρόπο, ώστε κατακλύστηκα επί πολλές μέρες με μια πικρία που φαινόταν να μην έχει τελειωμό. Όπως όλες οι πίκρες όμως, πέρασε. Κι όταν η πίκρα περνά, αντικρίζεις τα πράγματα πιο φωτεινά. Άφησα αρκετό καιρό το θέμα να στριφογυρίζει στο μυαλό μου. Κι όταν πέρασε το χρονικό εκείνο διάστημα που τιθάσευε την ψυχή μου η οργή, αποφάσισα να απαντήσω, έστω και μερικώς, σ’ όσα ελέχθησαν.
Δεν υπήρχε καταρχήν αντίλογος στην εκπομπή. Παρουσιάστηκε μόνο μια άποψη. Κι όταν κάτι αποτελεί προσπάθεια ενημέρωσης ή παράθεσης απόψεων, ειδικότερα για τέτοιου είδους ζητήματα, ο αντίλογος θα έπρεπε να υφίσταται. Φαίνεται όμως οι συντελεστές της εκπομπής και οι ομιλητές της δεν αντέχουν, προφανώς, το διάλογο. Μάλλον δεν εξεπλάγην από αυτό…
Μέτρησα 147 ανακρίβειες, 32 λάθη και πάνω από 50 ασάφειες σ’ όλη τη διάρκεια της σειράς των εκπομπών. Δεν μπορώ, στα πλαίσια του παρόντος να τις απαριθμήσω όλες. Θα αναφερθώ σε κάποια από αυτά, απλώς και μόνο για να καταδείξω τη γενικότερη προσπάθεια αλλοίωσης της ιστορίας.
Πριν προχωρήσω όμως, θα εκφράσω μια γενικότερη ανησυχία. Είναι πράγματι δυσκολονόητο να βλέπεις έγκριτους – υποτίθεται – ιστορικούς και δημοσιογράφους, ανεξαρτήτως κομματικών και πολιτικών τοποθετήσεων, να αλλοιώνουν σε τέτοιο βαθμό τις ιστορικές πηγές και το γενικότερο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Είναι επίσης δυσοίωνο να αντιλαμβάνεσαι πως η προσπάθεια αυτή προφανώς εκπηγάζει όχι απλώς από την ανεπιτήδευτη, έστω κι αν πρόκειται για εσφαλμένη, αντίληψη για ιστορικά γεγονότα, αλλά από μια σκόπιμη μορφή προπαγάνδας που διαθέτει – δεν μπορώ αλλιώς να τα χαρακτηρίσω – τόσο αντεπιστημονικά, όσο και ανθελληνικά στοιχεία. Τα ΜΜΕ πάντοτε βρίσκονται ενώπιον τούτου πειρασμού, να αναπαράγουν δηλαδή, εν είδει πλύσης εγκεφάλου, πλαστή ιστορία που εξυπηρετεί είτε πολιτικές, είτε άλλες σκοπιμότητες. Είναι πάντοτε παρών, φαντάζομαι, ο φόβος των περισσοτέρων πνευματικών ανθρώπων ότι η αλήθεια πλέον έχει τόση αξία, όση οι περίφημοι «δισσοί λόγοι» των σοφιστών: Αν μπορώ να σου αποδείξω τη δική μου αλήθεια, ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΜΟΝΗ! Αυτή τη σχετικότητα της αλήθειας αποδέχεται κάθε προσπάθεια προπαγάνδας, ιστορικής ή όποιας άλλης. Πρέπει όμως να ενθυμούμαστε τα εξής: η αλήθεια δεν είναι υπόθεση ενός μόνο ανθρώπου, ούτε μιας ομάδας. Όσοι αυτοαποκαλούνται «έγκριτοι» - ή έτσι τους αποκαλεί η κλάκα και η ομάδα που τους υποστηρίζει – απλώς γελοιοποιούν εαυτούς. Κανένα όνομα, όσο γνωστό και διάσημο κι αν είναι, κανένας άνθρωπος, όποια θέση κι αν κατέχει, δεν κρίνεται αλάνθαστος, μοναδικά «έγκριτος». Καθένας βέβαια μπορεί να αναφέρει την άποψή του, ειδικότερα αν τυχαίνει να εμφανίζεται και ως ειδικός σε ένα θέμα. Δυστυχώς, η εμπειρία μου από το λεγόμενο Ακαδημαϊκό χώρο μου έχει δείξει πως η ειδίκευση ή τα πτυχία που δήθεν την αποδεικνύουν, δε σημαίνει πάντα και επιστημοσύνη ή γνώση της αλήθειας. Εξάλλου, το δικαίωμα να εκφράζει κανείς την άποψή του, δημόσια ή ιδιωτικά, είναι σαφώς αναφαίρετο. Υπάρχουν όμως και όρια σ’ αυτό το δικαίωμα, όπως υπάρχουν σε όλα τα δικαιώματα. Αν, για παράδειγμα, εμφανιστεί κάποιος και ισχυριστεί δημόσια ότι ο κ. Βερέμης είναι πράκτορας της CIA, υποστηριχτής της αντίληψης του Κίσσινγκερ περί του Ελληνισμού, οπαδός μιας έξωθεν πολυπολιτισμικής επιβολής και υπηρέτης ξένων συμφερόντων, ακόμη κι αν όλα τα προηγούμενα είναι αληθινά, δίχως ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί, ιδιαίτερα μάλιστα αν εκφραστούν ΔΗΜΟΣΙΑ. Βλέπετε, εξακολουθώ να πιστεύω ότι  όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα της έκφρασης απόψεων. Όμως, οι ομιλητές του ΣΚΑΙ δεν διατύπωσαν μία προσωπική άποψη στα πλαίσια φιλικής – ας πούμε – συνεστίασης, αλλά ως δημοσιογράφοι και ιστορικοί, άνθρωποι που ο λόγος τους έχει – μικρή ή μεγάλη, δεν έχει σημασία – απήχηση διατύπωσαν απόψεις που χλευάζουν τόσο την ιστορία, όσο και τους ανθρώπους που καθορίζουν την ταυτότητά τους βάσει αυτής. Όμως, κανείς άνθρωπος, πολύ δε περισσότερο άνθρωποι με κάποιο κοινωνικό και επιστημονικό κύρος, δεν επιτρέπονται να πράττουν κάτι τέτοιο. Και τούτο αποτελεί – για τον ίδιο το δημοσιογράφο ή τον ιστορικό ή τον ακαδημαϊκό – στοιχείο έλλειψης πολιτικής παιδείας, πνευματικότητας, ηθικής ελευθερίας, εντιμότητας, επαγγελματικής δεοντολογίας.
Παραθέτοντας παρακάτω κάποια από τα ζητήματα που υποστηρίχτηκαν από την εν λόγω σειρά εκπομπών, απέφυγα την αναφορά σε συγκεκριμένες ανακρίβειες που είχαν να κάνουν με την ίδια την Επανάσταση. Πρωτίστως, διότι κάτι τέτοιο απαιτεί αναφορά σε τόσα πολλά ιστορικά γεγονότα, που θα ξέφευγε από την παρούσα προσπάθεια. Το να προσπαθήσει κανείς να αντικρούσει π.χ. την υπόνοια ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν ομοφυλόφιλος, μοιάζει σα να προσπαθεί κανείς να βρει σοβαρά επιχειρήματα εναντίον ενός ανέκδοτου, ενός αστείου, δηλαδή που χρησιμοποιεί λεκτικές ατάκες και αναφέρεται σε επεισόδια, με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσει το γέλιο.
Ένα από τα θέματα που θίχτηκαν στις εκπομπές του ΣΚΑΙ ήταν κι αυτό της φυλετικής συνέχειας. Αναφέρθηκε ξεκάθαρα ότι δεν είμαστε φυλετικά Έλληνες, ότι στην ουσία δεν υπάρχει φυλετική συνέχεια ή καθαρότητα της ελληνικής φυλής. Κανείς πράγματι δεν είναι δυνατόν να ισχυρίζεται σοβαρά την ύπαρξη καθαρότητας μιας φυλής, ακόμη και της δικής μας. Οι πολλαπλές και μακραίωνες κατοχές από ξένους λαούς, οι επιμειξίες που συνέβησαν στον Ελληνικό χώρο είναι γεγονός. Από κει όμως μέχρι να ειρωνευόμαστε τον αυτοκαθορισμό μας ως Έλληνες ο δρόμος είναι μακρύς και δύσβατος. Ακόμη και η FYROM δικαιούται, έστω κι απολύτως εσφαλμένα, να ισχυρίζεται σχέση της σλαβικής φυλής με τον Μέγα Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες. Με ποιο δικαίωμα θα μπορούσε να ειρωνεύεται κάποιος – και μάλιστα άνθρωπος με ιδιαίτερο κύρος στη γνώμη του, όπως ο κ. Βερέμης – τη δική μας θέληση να αποκαλούμαστε Έλληνες; Αλλά, ας πάμε και σε πιο συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Η Ελληνική συνέχεια αποδεικνύεται κατά πρώτον από το γεγονός ότι διατηρήθησαν επί μακρόν βασικά στοιχεία εθνοφυλετικής σύστασης: η γλώσσα, τα ήθη κι έθιμα, οι παραδόσεις, ακόμη κι η θρησκευτική πίστη αποτελούν στοιχεία που αποδεικνύουν πρώτον ότι ο Ελληνικός λαός, κυρίως λόγω του σημαντικού πολιτισμού που είχε αναπτύξει δεν αφομοιώθηκε, αλλά αντίθετα αφομοίωσε τους κατακτητές του. Επέδρασε σε τέτοιο βαθμό πάνω τους, ώστε τελικά να διατηρηθεί η εθνική ταυτότητα, παρά το γεγονός ότι επί μακρόν είμασταν υπό ξένο ζυγό.  Οι τελευταίες μάλιστα επιστημονικές ανακαλύψεις αποδεικνύουν (βλ. και άρθρο εφ. Βήμα, το οποίο στηρίχτηκε σε έρευνα του πανεπιστημίου του Cambridge) ότι οι ανθρώπινες φυλές δύνανται πλέον να διαχωριστούν και να κατηγοριοποιηθούν με βάση βιολογικά κριτήρια. Ας κάνουμε εδώ μια παρένθεση: Η επίγνωση ύπαρξης ξεχωριστών φυλών – και αντίστοιχων πολιτισμικών παραδόσεων – δε συνιστά αποδοχή ρατσιστικών αντιλήψεων. Ο ρατσισμός πρωτίστως πρεσβεύει την ανωτερότητα κάποιων φυλών και το δικαίωμα της άσκησης βίας των ανώτερων στις κατώτερες. Δεν πιστεύει μόνο στο διαχωρισμό φυλών, αλλά εκκινεί από αυτό το διαχωρισμό. Το ότι πιστεύουμε στην Ελληνική μας καταγωγή, δε σημαίνει ότι είμαστε a priori ρατσιστές. Η ειρωνεία, λοιπόν περί της Ελληνικής συνείδησης και της εθνικής σύστασης των Ελλήνων αποτελεί απλώς ανόητο επιχείρημα και προσπάθεια κατάργησης της διαφορετικότητας των πολιτισμών και των αντίστοιχων παραδόσεών τους. Κάτι τέτοιο συνιστά κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων του αυτοκαθορισμού ενός λαού, με βάση επιστημονικά και ιστορικά τεκμήρια. Αναρωτιέμαι, μάλιστα αν ο κ. Βερέμης αναδεικνύει την ίδια ειρωνεία περί του – εντελώς ανιστόρητου – ισχυρισμού των ψευδο – Μακεδόνων της FYROM. Πολύ αμφιβάλλω…
Για το κρυφό σχολείο, αναφέρθηκε η άποψη ότι δεν υπήρχε κρυφό σχολείο, ότι γενικότερα – συνάγεται υποτίθεται το παρακάτω εκ της προκείμενης «δεν υπήρχε κρυφό σχολείο» - οι Έλληνες δεν ενδιαφέρονταν για την παιδεία κ.ο.κ. Το αξιοπερίεργο είναι ότι ενώ οι κ. Βερέμης και οι συν αυτώ επικαλούντο τον Παπαρρηγόπουλο σε άλλα σημεία, τον παραλείπουν σ’ αυτό το θέμα. Ο εν λόγω λοιπόν ιστορικός αναφέρει στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, στον 10ο τόμο ότι κατά περιόδους και κατά τόπους κηρύχτηκε πραγματικός διωγμός τόσο της Εκκλησίας, όσο και γενικότερα του Ελληνικού στοιχείου. Οι διωγμοί ήσαν τόσο σκληροί, γράφει ο ιστορικός, ώστε ήταν πραγματικά σε πολύ δύσκολες συνθήκες έπρεπε να ζουν οι Έλληνες και να διαφυλάττουν την πίστη τους και την εκπαίδευσή τους. Κατά συνέπεια, ούτε ωραία (!) περνούσαμε κατά την Τουρκοκρατία, ούτε αδιάφοροι ήμασταν περί της πίστης και της εκπαίδευσης ή της παιδείας μας. Το ότι μάλιστα διατηρήσαμε στο ακέραιο σχεδόν την παράδοση και τη γλώσσα μας το αντίθετο αποδεικνύει.
Στο θέμα της δήθεν αρμονικής συνύπαρξης των Ελλήνων με τους Τούρκους και, εξ αυτής της… αγαστής συνύπαρξης, της απώλειας της εθνικής μας ταυτότητας, υφίστανται όχι μόνο ανακρίβειες και ιστορικές παραποιήσεις, αλλά και αδυναμία κατανόησης του γενικότερου ιστορικού και ψυχολογικού πλαισίου του Ελληνικού λαού. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης επέφερε μια πραγματική πτώση του Ελληνικού πολιτισμού. Οι Τούρκοι, σκληροί και βάναυσοι δυνάστες σε μια μεγάλη περίοδο της Τουρκοκρατίας (ο Σελήμ Α, ο Σουλεϊμάν, ο Μουράτ Δ είναι μερικά μόνο από τα ονόματα των πιο σκληρών Σουλτάνων που εξαπέλυσαν τρομακτικές διώξεις κατά του Ελληνικού και Χριστιανικού στοιχείου, όπως αναφέρεται σε όλες τις Ιστορίες του Ελληνικού Έθνους), δεν επέτρεπαν στους Έλληνες όχι μόνο να πράξουν, αλλά ούτε και να αναλογίζονται την περίπτωση ξεσηκωμού, για τουλάχιστον τρεις αιώνες. Μαύροι αιώνες, δύσκολες οι συνθήκες επιβίωσης, τρομοκρατημένος ο Ελληνικός υπόδουλος λαός. Το ότι ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΕ να ζει υπό καθεστώς ξένου δυνάστη δε σημαίνει ότι ζούσε αρμονικά μαζί του! Το δόγμα «Ησυχία, τάξις και ασφάλεια» μπορεί να ισχύσει και σε τέτοια καθεστώτα δουλείας. Γι’ αυτό εξάλλου και οι Αρχαίοι έλεγαν «Αιρού δίκαιον πόλεμον, αντί ειρήνης αισχράς»! Θα χρειαστεί να γίνουν πολλά ακόμη, ώστε ο Έλληνας να διεκδικήσει το λυτρωμό του. Θα χρειαστεί να ανάψει και πάλι η σπίθα της ελευθερίας, να ξεβολευτεί από μια κατάσταση που την είχε πλέον συνηθίσει (κανείς δεν αρνείται ότι πάρα πολλοί Έλληνες είχαν πλέον βολευτεί σ’ αυτό το ανελεύθερο καθεστώς). Αλλά το να ονομάζεις αρμονική συνύπαρξη, την υπό απειλή χρήσης βίας συγκατοίκηση, αυτό ξεπερνά κάθε όριο επιστημονικής και ιστορικής ανακρίβειας.
Το αμέσως επόμενο βήμα που πράττει κανείς, όταν διαπιστώνει όλα αυτά τα ανακριβή, είναι να ρωτήσει «γιατί». Γιατί τέτοια προπαγάνδα; Πού αποσκοπεί; Τούτα μάλιστα τα «γιατί» συνδυάζονται με κάποια άλλα, της τρέχουσας ιστορικής συγκυρίας. Ας τα απαριθμήσω:
Γιατί τα νομικά συμβούλια των σωμάτων ΓΕΕΘΑ, ειδικότερα εκείνο του ΓΕΝ, έχουν πάρει εντολές να μελετήσουν, με βάση διεθνείς και εγχώριες συνθήκες, την περίπτωση συν – εκμετάλλευσης του Αιγαίου από την Ελλάδα και την Τουρκία;
Γιατί διπλωματικές πηγές ξένες αναφέρουν πως η Ελλάδα δήλωσε πως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να θέσει ζήτημα περί υφαλοκρηπίδας ή αύξησης του ορίου των ναυτικών μιλίων, με οικονομικά ανταλλάγματα;
Γιατί η Ελλάδα δέχτηκε όχι την εκμετάλλευση της κρατικής περιουσίας προς όφελός της, αλλά την εκποίηση και παραχώρησή της σε ξένες πολυεθνικές εταιρείες, με αντάλλαγμα κι άλλα δάνεια, αντί να προβεί σε εξόφληση των ήδη υπαρχόντων;
Έχω ξαναπεί πως η χειρότερη μορφή κατοχής είναι αυτή που αποκρύπτει τους εμφανείς όρους της. Δεν βλέπουμε ξένα στρατεύματα στο έδαφός μας, δεν αντικρίζουμε εισβολές στρατιωτών. Όμως, δεχόμαστε οικονομική μορφή καταπίεσης, επιτρέπουμε την παραχώρηση της κρατικής περιουσίας – που ανήκει σε ολόκληρο το λαό –σε ξένες δυνάμεις, επιτρέπουμε την παραχώρηση εδαφικής κυριαρχίας προς όφελος οικονομικής «συν – εκμετάλλευσης». Επιτρέπουμε να γινόμαστε υποχείρια και δούλοι, δίχως μάλιστα να το αντιλαμβανόμαστε. Τούτο είναι το χειρότερο απ’ όλα. 
Είναι δύσκολο να έχεις απέναντί σου μια χώρα σαν την Ελλάδα. Η ιστορική της πορεία, η πολιτισμική της ανάπτυξη, ο φωτοδότης πολιτισμός της είναι στοιχεία που δε σβήνονται εύκολα. Κάθε έξωθεν παρέμβαση δοκίμασε και εξακολουθεί να δοκιμάζει είτε την εδαφική της υποταγή, είτε την εθνική της κατάπτωση. Το πρώτο δεν τελεσφόρησε ως τώρα. Το δεύτερο φαίνεται πως είναι ο τρόπος, η προσπάθεια της νέας τάξης πραγμάτων να καταπνίξουν το ελληνικό δαιμόνιο. Να ταπεινώσουν την Ελληνική σκέψη, να συρρικνώσουν την Ελληνική δύναμη. Πώς να αντιτάξεις την οικονομική σου μεγαλοσύνη – ψεύτικη, προσωρινή και κυρίως ευτελής – απέναντι στην πνευματική σπουδαιότητα, το ψυχικό μεγαλείο και την ηθική αξιοσύνη; Καθιστάς το πνεύμα υπόδουλο στο χρήμα. Καταντάς ένα φωτοδότη πολιτισμό επαίτη της διεθνούς αγοράς. Κουρελιάζεις την αξιοπρέπειά του, ευτελίζεις την πίστη του για τριάντα αργύρια.
Αν δεν είναι τώρα η ώρα μιας νέας επανάστασης, πότε είναι; Αν δεν καταφέρουμε τώρα να μεταλαμπαδεύσουμε αξίες των προγόνων μας στα παιδιά μας με τέτοιο τρόπο, ώστε να τις επικαιροποιήσουν και να μάθουν με αυτές να αντιμετωπίζουν νέες καταστάσεις, τόσο όμως αναλογικά ίδιες με εκείνες που αντιμετώπισαν οι πατέρες και οι παππούδες μας, πότε θα καταφέρουμε να το κάνουμε; Αν δεν ξεσηκωθούμε τώρα, όχι για να διεκδικήσουμε απλώς και μόνο μια ψευδή, πλαστή κι ανυπόστατη οικονομική ευμάρεια, αλλά για να πρωτοστατήσουμε και πάλι πολιτισμικά, ν’ ανάψουμε σαν πρώτα τη σπίθα του πνεύματος, να διακηρύξουμε την αξία της ηθικής, να διαδώσουμε εκ νέου τις ιδέες της ουσιαστικής ελευθερίας και της πραγματικής δημοκρατίας που πρώτοι αναδείξαμε, πότε θα το κάνουμε; Είμαστε ένας λαός με μύρια προβλήματα, λίγοι σε πληθυσμό, μικροί σε έκταση. Όμως, με ψυχικά αποθέματα μύρια, με καρδιά που δε λυγίζει εύκολα, με νου γεμάτο φως, με πνεύμα ακόμα δυνατό, με ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία ως χώρα. Κι ας μας πουλάνε οι άλλοι το σκοτάδι για φως, την απαισιοδοξία για τρόπο ζωής, την αθλιότητα της ψυχής τους για ήθος και τη μαυρίλα του πνεύματός τους για γνώση. Δεν ξεπουλιόμαστε για τριάντα αργύρια…!