Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Χριστούγεννα στην Ελλάδα, μιαν άλλη εποχή...

Η παρακάτω αφήγηση, πραγματική, παρμένη από την εμπειρία της μητέρας μου, αναφέρεται σ’ ένα παρελθόν της πατρίδας μας που οι περισσότεροι έχουν ξεχάσει, οι υπόλοιποι ποτέ δε μάθαμε. Πιστεύω ότι οι μέρες αυτές επιτρέπουν τη συναισθηματική φόρτιση, επιτρέπουν όμως και μια διάθεση αναπόλησης των περασμένων. Όχι διότι αυτά υπήρξαν πάντοτε πιο σπουδαία, όσο διότι μας δείχνουν το δρόμο, μέσα από τα σωστά και τα λάθη, που θα μπορούσαμε και σήμερα να ακολουθήσουμε...
... «. Κάποια στιγμή το βράδυ είχε αρχίσει να με πιάνει ύπνος στην αγκαλιά του πατέρα μου. Θυμάμαι ότι συζητούσαν για τα «τουφέκια», για το θείο μου τον «κομμουνιστή» και τους κρότους της πόρτας τα άγρια μεσάνυχτα. Ο Αλέξης, ο ξάδελφός μου, ήθελε να χαλαρώσει λίγο την ατμόσφαιρα και τους θύμισε το αστείο που είχε κάνει τα Χριστούγεννα, τη μέρα της Γουρνοχαράς. Ήταν η εποχή που τα τουφέκια ήταν μαύρα και κόκκινα και την πόρτα βροντούσαν οι αντάρτες για να «στρατολογήσουν» τα παιδιά στο αντάρτικο. Αυτή την εποχή δεν την θυμάμαι καλά, γιατί ήμουν πολύ μικρή. Θυμάμαι όμως τη μέρα της Γουρνοχαράς και το αστείο του Αλέξη. Και η φιλογιά του Αλέξη πράγματι ξανάφερε το γέλιο στο σπιτικό και κατόρθωσε να κρατήσει ξύπνια ακόμη και μένα.
Τα αδέλφια μου και τα ξαδέλφια μου είχαν νοικιάσει σπίτι τότε στα Τρίκαλα και πήγαιναν εκεί από το φόβο των ανταρτών. Πολλές θείες μου είχαν ήδη κλάψει τα παιδιά τους, τι τα μάζωξαν αντάρτες και τα χάσαμε. Τα περισσότερα απ’ αυτά δεν τα ματαβρήκαμε. Τις μέρες των Χριστουγέννων, ο πατέρας μου μήνυσε στα αδέλφια μου να έλθουν πίσω για λίγες μέρες, να μη χάσουν τις γιορτές. Χριστούγεννα χωρίς οικογένεια δεν νοείται. Θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα που περιμέναμε τα αδέλφια μου, η χαρά είχε πλημμυρίσει το σπίτι. Το γουρούνι μας, μεγαλωμένο και τεράστιο – βλέπεις, ο πατέρας το ετάιζε τρεις φορές τη μέρα πίτουρα για να παχύνει – καθόταν στην άκρη του κουμασιού και μας κοίταζε με κάτι λυπημένα μάτια! Εγώ στην αρχή έκλαιγα για τη θυσία. «Μπαμπούλη, μη φάμε γρούνι φέτος» του’ λεγα. Άδικος κόπος. Πρωί – πρωί, ο πατέρας μου τραβούσε για το κουμάσι κι έπιανε το γουρούνι απ’ τα αφτιά. Του περνούσαν τη θηλιά στα πόδια και το τραβούσαν έξω. Ευτυχώς, εγώ δεν είχα ξυπνήσει ακόμη και δεν είδα τον αποκεφαλισμό. Προς μεγάλη βέβαια κοροϊδία των ξαδελφών μου, γιατί εκείνα όχι μόνο είδαν τη μακάβρια τελετή αλλά είχαν αλείψει και τα μέτωπά τους με το αίμα του γουρουνιού για να μην τα κατουρήσουν τα καρκατζέλια! Ο θείος μου είχε βγάλει τη σπλήνα και με περισπούδαστο ύφος αποφαινόταν για το χειμώνα. Η όλη κατάσταση είχε καταφέρει να συνεπάρει κι εμένα και τελικά κάθισα να δω την αφαίρεση του μπασιουρτή, για να φτιάξουν λουκάνικα. Ο πατέρας μου έβγαλε το τομάρι και δήλωσε ότι μ’ αυτό θα φτιάξει γουρνοτσάρουχα. «Καλοξοδεμένο του γρούνι, Μπαρμπα – Νικόλα», του λέγαν οι θείοι μου. «Να σου βγάλει πολλά γκάζια λίπα».
Κατά το απόγευμα, ήρθαν τα αδέλφια μου και τα ξαδέλφια μου, εκτός από τον Αλέξη. Κάθισαν όλοι στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε τις τσιγαρίδες και την αλευριά. Θυμάμαι ότι το χιόνι έξω έπεφτε πυκνό. Είχε αρχίσει να πέφτει από αργά το βράδυ και καθώς δεν φύσαγε διόλου άνεμος, το είχε στρώσει ομοιόμορφα. Έβγαινα έξω με δέος και κοιτούσα το τοπίο να φοράει την άσπρη του στολή. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τούτο το άσπρο χρώμα το παρομοίαζα με το άσπρο τμάνι του παππού, που είχα δει μια φορά κατά λάθος να κείτεται στο κρεβάτι και στη φαντασία μου νόμιζα ότι, όταν χιόνιζε, η φύση γδυνόταν κι έμενε μόνο με τα σώβρακα! Το γδύσιμο της φύσης μου το επιβεβαίωνε και το πέσιμο των φύλλων που έκαναν ένα σωρό μπροστά στη ρούγα και έφταναν μέχρι και την αστρέχα, ακόμη και μέσα στο σπίτι όταν φυσούσε αέρας, πράγμα που ανάγκαζε τη μάνα μου να σαρώνει το σπίτι, και την Αρέτω να μας βάζει τις φωνές γιατί την εμποδίζαμε την ώρα που φουκαλούσε τη ρούγα. Εκείνο το πρωί, δοκίμασα να πάω μέχρι την περιφέρεια. Άδικος κόπος. Το χιόνι είχε ήδη στρώσει. Έτσι, ήμουν αναγκασμένη να φωνάξω στο γέρο – πλάτανο ότι δεν μπορούσα να τον τιμήσω με την επίσκεψή μου και έπρεπε να περιμένω να ντυθεί η φύση, γιατί ντρεπόμουν να την κοιτάξω γυμνή. Ο άνεμος μου έφερνε – έτσι νόμιζα – την βροντερή του απόκριση: Καλά, άει σύρε στο σπίτι να μην κρυώσεις τώρα. Και πράγματι κρύωνα, τα χέρια μου είχαν αρχίσει να παίρνουν ένα μωβ χρώμα, σαν κι αυτό που είχε το ουράνιο τόξο, όταν η φύση τέλειωνε το μπάνιο της κι έτρεχε κι αυτή γρήγορα γρήγορα να ντυθεί για να μην κρυώσει. Το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορο. Στο σπίτι όμως, η χαρά και το γρούνι ζέσταιναν τα μέλη του σώματός μας.
 Μόλις βράδιασε, ακούμε μανιασμένους κρότους στην πόρτα. Το σπίτι ξαφνικά ησύχασε. Και για πρώτη φορά μπορούσα ν’ ακούσω το διόλου διασκεδαστικό και τρομακτικό λυσσομανητό του ανέμου και για μία ακόμη φορά να αισθανθώ ένα τσουχτερό κρύο στα χέρια μου, στα πόδια μου, στην ψυχή μου.
«Ανοίξτε», ακούμε μία φωνή. «Που τα’ χετε τα παιδιά; Το ξέρουμε πως έχετε παιδιά μέσα». Ακούστηκε σαν κάτι να σπάει. «Παναγιά μου, τα παιδιά μου!» έκανε η μάνα. Ο πατέρας μ’ ένα νεύμα τα έκανε νόημα να βγουν έξω από την άλλη πόρτα. «Σώπασε, Νικόλαινα», είπε προστακτικά της μάνας μου. «Ανοίξτε», ακούστηκε πάλι η φωνή. «Ανοίξτε, γιατί θα σπάσω την πόρτα». Ο πατέρας μου πήγε ως την πόρτα, την άνοιξε και…
«Άει κατ’ ανέμ’ Αλέξη, σε καλό σ’! Μας κοψοχόλιασες!». Ήταν ο Αλέξης, που είχε αργήσει να έλθει κι ήθελε να κάμει ένα αστείο. Η Αρέτω έσυρε έξω να φωνάξει τα αδέλφια μου. Εκείνα μπήκαν στο σπίτι. Τα ρούχα τους, βρεγμένα και παγωμένα από το χιόνι, τα μαλλιά τους σαν ν’ άσπρισαν και τουρτουρίζοντας αρχίσαν να φωνάζουν στον Αλέξη για το χωρατό του. Κείνος δεν έσκαγε, είχε αρχίσει ήδη να τρώει χαμογελώντας.
Η φιλογιά του Αλέξη, πράγματι χαλάρωσε το κλίμα και με πήρε ο ύπνος με γέλια και χαρές. Το βράδυ, θα’ ταν αργά, άκουσα χτυπήματα στην πόρτα και, επηρεασμένη από την ιστορία που μας διηγήθηκε ο Αλέξης, νόμισα πως θα’ ταν πάλι εκείνος να ξανακάνει το ίδιο αστείο. Όμως αυτή τη φορά δεν ήταν αστείο. Ο πατέρας μου άνοιξε την πόρτα. Στην είσοδο στέκονταν τρεις άντρες με άγριο βλέμμα και άγρια όπλα.
«Τι θέλετε τέτοια ώρα;» ακούω τον πατέρα μου να λέει. «Πού τα’ χεις κρυμμένα τα όπλα, Νικόλα;» του λέει ο ένας κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Σας το’ χω πει ότι δεν έχω όπλα στο σπίτι μου». Σιωπή. Οι άλλοι δύο, μπήκαν στο σπίτι κι άρχισαν να ψάχνουν. Ο πατέρας μου προσπάθησε να τους κρατήσει έξω. «Στο σπίτι μου δεν μπαίνετε», τους είπε και τους τράβηξε από τα ρούχα. Ο αρχηγός τους, τους έκανε νόημα. «Θα’ ρθείς μαζί μου, Αργύρη» του είπε μ’ επιτακτικό τόνο. «Με το καλό ή με το άγριο», συμπλήρωσε. Ο πατέρας μου έφερε μια γύρα το κεφάλι του σε μας. Χωρίς να πει τίποτα, τους ακολούθησε. Οι αδελφές αρχίσαμε να κλαίμε, η μάνα μου μας πήρε και μας πήγε μέσα να μας παρηγορήσει. Τα αδέλφια μου, ο Γιώργος κι ο Γιάννης,  δεν είπαν τίποτα, τα είδα όμως με αγριεμένο βλέμμα και φοβήθηκα πως θα έτρεχαν τώρα δα, να πάνε να πάρουν τον πατέρα. Η μάνα μου – ένιωσε άραγε τον ίδιο φόβο; - τα κάλεσε κι αυτά μέσα. Ήρθαν απρόθυμα. Δεν θυμάμαι τι μας έλεγε η μάνα μου για να μας παρηγορήσει. Δεν πρόσεχα. Σκεφτόμουν μόνο τον πατέρα και τι θα του’ καναν. Ήταν η πρώτη φορά που τον έπαιρναν και από τότε αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές. Εκείνη όμως η νύχτα, μου έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη και πολλές φορές φαντάζομαι ότι δεν είχαν υπάρξει άλλες. Κάποτε, με ξαναπήρε ο ύπνος».
Σ’ ένα διαμέρισμα της Καλλιθέας, πριν πολλά χρόνια, είχα αρχίσει με τη βοήθεια της μητέρας μου να γράφω μία εργασία συλλογής λαογραφικού υλικού. Μια εργασία που απαίτησε αρκετό κόπο για τη συλλογή πληροφοριών από το χωριό της μητέρας μου, τα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων. Απαιτήθηκαν αρκετές ώρες απομαγνητοφώνησης υλικού, ατέλειωτες ώρες αδιάκοπων επεξηγήσεων από τη μητέρα μου. Αυτό το υλικό, το αντιλήφθηκα  μετά από πολύ καιρό, είναι στην πραγματικότητα μια σειρά από ιστορίες. Ιστορίες ιδωμένες μέσα από τα μάτια ενός μέλους μιας οικογένειας, μιας οικογένειας που πέρασε πολλά, κι όπως κάθε άλλη οικογένεια της Ελληνικής γης, δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή της και την ταυτότητά της.
Στις αφηγήσεις της μητέρας μου, σιγά – σιγά προστέθηκαν αναμνήσεις του πατέρα μου. Αναφέρονται πάνω – κάτω στην ίδια χρονική περίοδο και σηματοδοτούν μια σειρά γεγονότων ιστορικών που συντάραξαν την Ελλάδα. Στα γεγονότα αυτά, όπως είναι φυσικό, συμμετείχαν πρόσωπα και από τις δύο οικογένειες. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η Μικρασιατική εκστρατεία, η Κατοχή, η Αντίσταση αποτελούν κομμάτια της νεότερης ιστορίας του λαού μας που, συνήθως, αντικρίζονται από τη σκοπιά των πολιτικών ηγετών. Πρωταγωνιστές όμως είναι οι απλοί πολίτες, αυτοί που σήκωσαν στις πλάτες τους το βάρος της πραγματοποίησης των οραμάτων ενός ολόκληρου έθνους. Κι αν αυτά τα μεγαλεπήβολα οράματα τα μετουσίωσαν σε ιδέα οι πολιτικοί ταγοί, ήταν οι οπλίτες, οι αξιωματικοί, ο απλός λαός που τα έκανε πράξη, θυσιάζοντας αμέτρητες φορές τη σωματική του ακεραιότητα και την ίδια τη ζωή του.
Οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες έχουν να επιδείξουν τους δικούς τους ήρωες σ’ όλα τα πεδία μαχών που γνώρισε η χώρα μας. Γι’ αυτό και οι εθνικές επέτειοι έχουν αυτή τη διαχρονική αξία και συνάμα προκαλούν τη συγκίνηση και την περηφάνια που ξεπερνά τοπικές ιδιομορφίες και χρονικές αποστάσεις από τα γεγονότα αυτά καθαυτά. Κι είναι αυτή η υπερηφάνεια, η τόσο έντονη στις αναμνήσεις της μητέρας μου και του πατέρα μου, που με έκαναν να καταγράψω τις ιστορίες τους, στην προσπάθειά μου να κατανοήσω και – γιατί όχι – να κερδίσω τη μέθεξη στην απλότητα της εποχής τους, να ξεφύγω από τη σημερινή αλλοτριωμένη πραγματικότητα της πληθωριστικής κοινωνίας, η οποία έχει αναγάγει τη συνθετότητα και την πολλαπλότητα – ιδεών, αντιλήψεων, καταστάσεων – σε ύψιστο ιδανικό.
Χρόνο με το χρόνο, οι αφηγήσεις της μητέρας μου και οι αναμνήσεις του πατέρα μου έγιναν «σάρκα μία» και αποτέλεσαν ένα υλικό που, μέρα με τη μέρα, ξεπερνούσε την απλή καταγραφή ιστορικών ή λαογραφικών στοιχείων. Είναι εκπληκτικό το γεγονός πως ιστορίες όπως οι παραπάνω ανήκουν περισσότερο πνευματικά σε κείνους, παρά σε μένα. Ανήκω, βλέπετε σε μια γενιά που δεν γνώρισε τα γεγονότα αυτά, παρά μόνο μέσα από τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών που τα έζησαν ή των δασκάλων που τα δίδαξαν στο σχολείο.
Η καταγραφή αυτών των ιστοριών ξεκίνησε το 1996. Πέρασε ήδη πάνω από μια δεκαετία και πολλά έχουν αλλάξει στην οικογένειά μου: ο πατέρας μου έχει πάει να συναντήσει τους πρόγονούς μας, πολλά από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου έχουν επίσης αποχαιρετήσει τούτη δω τη ζωή. Όσο έγραφα τις ιστορίες, όπως αυτή που διαβάσατε παραπάνω, τους αισθανόμουν κοντά μου. Υπήρχαν, μάλιστα φορές που διάβαζα φωναχτά αποσπάσματα και τους ένιωθα να κάθονται δίπλα μου και να ακούνε, με τα μάτια κλειστά, τις ιστορίες αυτές. Κι όταν τελείωνα την ανάγνωση, ένιωθα ένα ρίγος κι ήξερα πως τους άρεσε. Τούτη ήταν η δική μου στιγμή. Όσο το ξαναδιαβάζω, τους βλέπω μπροστά μου ξανά, με χαμόγελο και πρόσωπο που αντανακλά φως: ο θείος μου ο Γιάννης,  από τους πρώτους ήρωες της παιδικής μου ηλικίας, το πρότυπο του ανθρώπου που μοχθεί για την οικογένειά του, δίχως υπερβολή ένας δεύτερος πατέρας μου. Καθόλου τυχαίο που τις κόρες του τις νιώθω σαν αδελφές. Ο θείος μου ο Γιώργος Αργύρης, που τόσο θαύμαζα τη θωριά του και το πράο του χαμόγελο. Ο θειος μου ο Δημήτρης Λαγάρας, που τη λεβεντιά του δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. Ο θειος μου ο Δημήτρης Βαΐτσης, που είχε τη σιγουριά και την απλότητα του νοικοκυραίου ανθρώπου. Η γιαγιά μου, Ειρήνη Γκίκα, η μοναδική γιαγιά που γνώρισα. Αξιοθαύμαστη ως το τέλος, με κοφτερή σκέψη και αντρίκιο μυαλό. Ο πατέρας μου, που στην καρδιά μου στέκεται πάντα όρθιος κι ευθυτενής, με τη στολή και τα γαλόνια, τη βροντώδη φωνή και την περηφάνια στο χαμόγελό του. Όταν υψώνω τη σημαία στις εθνικές επετείους, την υψώνω για όλους αυτούς, διότι έτσι τους θυμάμαι κι έτσι πιστεύω ότι θέλουν κι εκείνοι να τους θυμούνται: ως ήρωες, αληθινοί και θαυμάσιοι, όλων των μαχών που κατά καιρούς έδωσε η χώρα μας, στο διάβα της ιστορίας της. Ταυτόχρονα ως ήρωες της ζωής, της μάχης που δεν τελειώνει ποτέ…
Η ζωή συνεχίζεται για τους υπόλοιπους. Τη θεία μου τη Γιώργαινα, τη θεία μου την Αρετή, τη θεία μου τη Δέσπω, που συνεχίζουν να χαρίζουν περηφάνια στα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και να σκορπούν την αγάπη τους. Τη θεία μου τη Γιάνναινα που στο φιλόξενο σπιτικό της γνώρισα τι θα πει ελληνική καλοσύνη. Τη θεία μου την Ελένη και τη θεία μου την Αλεξάνδρα, που με συγκινούν κάθε φορά που λένε πως μοιάζω του παππού μου του Δημήτρη. Είναι τόσοι άλλοι… θείοι μου, τα ξαδέλφια μου που μένουν στο χωριό και τα άλλα που ξενιτεύτηκαν στις μεγάλες πόλεις, τα ανιψάκια μου. Η μητέρα μου. Που στέκει πάντα στην ψυχή μου γεμάτη καλοσύνη και που ποτέ, μα ποτέ, δεν ξέχασε ποια είναι, ακόμη κι αν ζει μακριά από το χωριό της κοντά 50 χρόνια. Η καρδιά της είναι πάντοτε εκεί, δακρύζει πάντα σαν μιλά γι’ αυτό και τους ανθρώπους του, σιγοτραγουδά τραγούδια δημοτικά που έμαθε εκεί και χορεύει, σαν τύχει ευκαιρία, με το ίδιο κέφι που, είμαι σίγουρος, χόρευε όταν ήταν παιδούλα. Είναι οι σημερινοί πρωταγωνιστές της ζωής, της μάχης που δεν τελειώνει ποτέ…
Πέρασε ήδη πάνω από μια δεκαετία και πολλά έχουν αλλάξει και στην πατρίδα μου. Άλλα προς το καλύτερο, άλλα προς το χειρότερο. Σήμερα, λίγοι μιλάμε για ήρωες. Ακόμη λιγότερο, τους θυμόμαστε. Λίγοι υψώνουμε τη σημαία στα μπαλκόνια μας. Λίγοι αισθανόμαστε ρίγος όταν τη βλέπουμε τούτη τη σημαία, που έχει βαφτεί με το αίμα ανθρώπων σαν τους παππούδες μου, τον Δημήτρη και τον Νικόλα. Λίγοι αισθανόμαστε αυτή τη συγκίνηση και την περηφάνια που ξεπερνά τοπικές ιδιομορφίες και χρονικές αποστάσεις. Λίγοι έχουν αναμνήσεις κι όσοι έχουν, δεν τις διηγούνται πια στα παιδιά τους ή στα εγγόνια τους. Κι όταν διδάσκουμε τους μαθητές, τα παιδιά μας, το κάνουμε δίχως ψυχή. Θυμάμαι έναν παλιό μου δάσκαλο στο Δημοτικό. Χαιρόσουν να τον ακούς σα μιλούσε για την αντίσταση των Ελλήνων κατά των Γερμανών. Μέσα στις διηγήσεις του – γιατί πιότερο διηγήσεις ήσαν παρά διδαχές – έβρισκες τα δάκρυα του ανθρώπου που πονά τη χώρα του, τις χαρές και την περηφάνια του πολεμιστή. Ήταν ο ίδιος αντιστασιακός, συμμετείχε στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Κάποτε, διέκοπτε τις διηγήσεις του και τραγουδούσε ένα αγαπημένο του τραγούδι, που το λέγανε τις δύσκολες εκείνες ώρες: Όλα τα ελάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογούνται… Θυμάμαι και τον άλλο μου δάσκαλο, τον ξάδερφο της μητέρας μου, τον Άγγελο Λιάκο. Που σαν με δίδασκε, έβλεπες στο βλέμμα του την ίδια φλόγα και περηφάνια, με την οποία κάποτε πολέμησε κι έχασε το ένα του μάτι, θυσία κι αυτό για της πατρίδας μας την αγάπη.
Σήμερα οι δάσκαλοι δεν τραγουδάνε. Σήμερα οι δάσκαλοι δεν έχουν τη φωτιά στο βλέμμα τους.  Ίσως επειδή οι δάσκαλοι σήμερα – τούτο άραγε φταίει; - ανήκουμε στη γενιά της ευημερίας. Θεωρήσαμε αναχρονιστικό τον πατριωτισμό, τον αντικαταστήσαμε με έναν άγονο κοσμοπολιτισμό και διεθνισμό. Αποκαλέσαμε άχρηστη την αγάπη για την πατρίδα μας, επικαλούμαστε σήμερα μιαν ανούσια, δήθεν ελεύθερη, απολιτική συμπεριφορά ή, στην καλύτερη περίπτωση, προτάσσουμε δήθεν νέες – παγκόσμιες – αξίες, όπως αυτή της περιβαλλοντικής συνείδησης, της παγκόσμιας ειρήνης, της οικονομικής ανάπτυξης. Πιότερο συνειδητοποιημένους περιβαλλοντικά θα διαπίστωνε κανείς τους ήρωες εκείνων των εποχών. Διότι το χωράφι τους το φρόντιζαν με θεϊκή καλοσύνη, τα ζώα τους τα αισθάνονταν σα μέλη της οικογένειας. Η παγκόσμια ειρήνη είναι μόνο μια ουτοπία. Όσοι πολεμούν για τον τόπο τους, δεν πολεμούν διότι τους αρέσει ο πόλεμος. Πολεμούν για να ζήσουν εκείνοι και τα παιδιά τους εν ειρήνη. Η οικονομία είναι μοναχά ένας τομέας του ανθρώπινου πολιτισμού. Η μονοδιάστατη ανάπτυξή του δεν καλυτερεύει τον άνθρωπο. Διακηρύξαμε ακατανόητη την απόδοση τιμών στους πολεμιστές που πέθαναν για το χατίρι της πατρίδας μας. Λησμονήσαμε, έτσι πως πέθαναν και για το δικό μας χατίρι. Η δική μας σημερινή πρόοδος έχει πατήσει πάνω στα δικά τους, πρόθυμα γι’ αυτό, θυσιασμένα κορμιά. Αν πάψουμε να τους θυμόμαστε, θα είμαστε ίδια όρνια που τριγυρίσαμε πάνω από τα κεφάλια αυτών που πέθαναν και που χορτάσαμε τρώγοντας πτώματα Λησμονήσαμε εκείνους, λησμονήσαμε και την ίδια την ιστορία του τόπου μας. Τι μέλλον μπορεί να έχει ένας λαός που λησμονεί το παρελθόν του, τις παραδόσεις του;  Λησμονήσαμε, λοιπόν τα μεγάλα μαθήματα. Το πιο σπουδαίο απ’ αυτά είναι πως η ζωή είναι μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου