Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας

Προς την Αυτού Εξοχότητα, τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια.
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,
Εκπροσωπείτε, θεσμικά, το ύψιστο αξίωμα της χώρας. Δια τούτο, εύλογο ότι κάθε λόγος σας έχει σπουδαιότητα και ιδιάζουσα σημασία, βαρύνει δε σε μεγάλο βαθμό στη σκέψη του Ελληνικού λαού. Με δεδομένα τα παραπάνω, θα ήθελα να εκφράσω τις παρατηρήσεις μου επί της στάσεώς σας στη ματαίωση της στρατιωτικής παρελάσεως.
Οι Έλληνες, κύριε Πρόεδρε, όπως καλά γνωρίζετε, διαθέτουν σε υψηλό βαθμό μια αξιοσημείωτη πολιτική συμπεριφορά. Παρά τις ιστορικές παρεκκλίσεις και παλινωδίες, οι περισσότερες εκ των οποίων επιβλήθησαν άνωθεν και έξωθεν, από το 1974 και εξής η Ελλάς διάγει έναν ήρεμο πολιτικό βίο, με στερεούς δημοκρατικούς θεσμούς και, ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, οι πολίτες της χώρας αποδίδουν έναν ιδιαίτερο σεβασμό στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Οπωσδήποτε, κανείς σώφρων πολίτης δε θα μπορούσε – ούτε εξάλλου και θα έπρεπε – να επικροτήσει την υβριστική εν γένει συμπεριφορά που συνετελέσθη σε βάρος της Εξοχότητάς Σας, κατά την 28ην του τρέχοντος. Η απαξιωτική όμως στάση Σας απέναντι στην όλη αντίδραση του λαού, στον τρόπο διαμαρτυρίας που επέλεξε να προβεί – άσχετα αν συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί με τον τρόπο αυτό – αναδεικνύει μια προβληματική στάση τόσο του συνόλου του πολιτικού κόσμου, όσο και του κομματος που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην εξουσία. Εξάλλου Εσείς εκπροσωπείτε και τον πρώτο και, φοβούμαι, διακονεύετε και το δεύτερο. Η στάση αυτή χαρακτηρίζεται από την αδυναμία των πολιτικών ανδρών που διαχειρίζονται τούτη την ευαίσθητη στιγμή τα κοινά της χώρας μας, να κατανοήσουν τη δυσχερεστάτη θέση, στην οποία ευρίσκεται το σύνολο του ελληνικού λαού. Στο πρόσωπό Σας βλέπουν όχι μόνο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά και το σιωπηλό συμπορευόμενο, αμήχανο ίσως συμπράττοντα στα όσα μέτρα οδηγούν στην εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας. Μη ξεχνάμε, εξάλλου πως κι Εσείς, κύριε Πρόεδρε, συνυπογράψατε το Μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο κι όλα τα συν αυτώ Διατάγματα και Νόμους που εκθέτουν τούτη τη στιγμή και το κύρος Σας και το πρόσωπό Σας σε μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. 
Έχω δε, τη στερεά πεποίθηση πως με τη στάση σας έναντι της αγανάκτησης αυτής των πολιτών γενικότερα, ρίχνετε λάδι στη φωτιά. Διότι, σ’ αυτήν τη – σαφώς άδικη – γενίκευση «προβάτων και εριφίων», που στρέφεται εναντίον δικαίων και αδίκων και συμπαρασύρει μοιραία και Σας, αντί να δείξετε κατανόηση και πνεύμα συμφιλίωσης, αντιτάξατε μικρόψυχη συμπεριφορά και, προδήλως, ταυτιστήκατε με τις θέσεις του κόμματος, από τους κόλπους του οποίου προέρχεσθε. Αρνούμενος να αποδεχτείτε πως η διαμαρτυρία αυτή δεν ανήκει σε μειοψηφίες αριστερού και φασιστικού τύπου ή συνδικαλιστικών σχημάτων – άσχετα με την προσπάθεια που έπραξαν τέτοιες μειοψηφίες να καπηλευτούν τη γενικότερη λαϊκή αντίδραση – εμμείνατε, κατά τα φαινόμενα, στις ιδεολογικές αγκυλώσεις που οι πολιτικές ρίζες Σας επιβάλλουν, αποτυγχάνοντας ούτως να προστατεύσετε τη θέση και το κύρος που περικλείει το αξίωμα που σήμερα ασκείτε.
Κανείς πολίτης τούτου του τόπου, κύριε Πρόεδρε, δεν αρνείται τη συνεισφορά σας στην πολιτική ζωή, στη προσπάθεια να διαμορφώσετε μια εθνική εξωτερική πολιτική, στους αγώνες σας για την πατρίδα και τον τόπο, στους οποίους ενεπλάκητε ως νέος. Το παρελθόν, όμως, ενώ μπορεί να καθορίσει την πορεία του πολιτικού ανδρός, δεν επιβάλλει αυτόχρημα το σεβασμό στη θέση που κατέχει σήμερα. Μόνο η στάση του στις ιστορικές συγκυρίες του παρόντος, μπορεί να κερδίσει τούτο το σεβασμό που το κάθε αξίωμα επιδιώκει.
Δε συμφωνώ σε καμία περίπτωση, κύριε Πρόεδρε, με τη γενικότερη υβριστική συμπεριφορά προς το πρόσωπό Σας. Ελέγχω όμως, ως σκεπτόμενος και ανήσυχος πολίτης, την αδυναμία Σας να κατανοήσετε τη γενικότερη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού, να αντιληφθείτε ότι στο πρόσωπό Σας δεν αντικρίζει μονάχα το Θεσμό του Προέδρου, αλλά – φευ! – τον εκπρόσωπο ενός φαύλου πολιτικού κατεστημένου, μιας ανάξιας πολιτικής δύναμης, μιας καταρρέουσας πολιτικής ιδεολογίας. Τούτο οφείλατε να το γνωρίζετε, κύριε Πρόεδρε...
Μετά τιμής,

Πολιτικό μανιφέστο ενός μη πολιτικού ανδρός

Δεν είμαι πολιτικός. Είμαι βαθιά πολιτικοποιημένος, δεν ανήκω όμως σ’ αυτούς που επεδίωξαν ως τα σήμερα πολιτική σταδιοδρομία. Πρώτον, διότι δε θεωρώ την ενασχόληση με την πολιτική ως «σταδιοδρομία», τουλάχιστον με τη σημερινή έννοια του όρου. Πρόκειται για λειτούργημα βαρύ κι ασήκωτο, για «ράσο» δύσκολο και επίπονο, επίμοχθο κι αφόρητο. Αν ζούσε ο Πλάτων, ενδεχομένως να στηλίτευε τούτη τη στάση μου. Όμως, το παραδέχομαι, μου αρέσει περισσότερη η πνευματική αναζήτηση, παρά η πρακτική ενασχόληση που απαιτεί η πολιτική. Κι όμως, δεν μπορώ να μην εξεγείρομαι λογικά, όταν ακούω «μέτρα» που προκρίνουν το παράλογο και το εντελώς μη πρακτικό. Γι’ αυτό και, με καθαρά λογικούς όρους και με απλές πρακτικές σκέψεις θα πρότεινα κάποια μέτρα που, πολύ άμεσα, θα οδηγούσαν σε μια διαφορετική προσέγγιση των προβλημάτων που βιώνουμε σήμερα ως λαός.
Η πρώτη μου σκέψη είναι ίσως γενικότερα διαφοροποιημένη. Δε θεωρώ το οικονομικό πρόβλημα ξεκάρφωτο. Πρόκειται για πρόβλημα βαθιά πολιτισμικό. Κρίση πολιτισμού περνά η χώρα μας, κρίση πολιτισμικής ανάπτυξης περνά και η Οικουμένη γενικότερα. Από την ώρα που θεοποιήσαμε ένα μόνο τομέα του πολιτισμού, την οικονομία, και θεωρήσαμε τους υπολοίπους ως «πιστούς» και ακόλουθους της Θεάς αυτής, εύλογο είναι να βιώνουμε σήμερα μια πρωτόγνωρη – όχι διότι ποτέ δεν υπήρξε αντίστοιχη, αλλά διότι ποτέ δεν είχε τις οικουμενικές διαστάσεις του σήμερα – πολιτισμική παρακμή. Κατά συνέπεια, οφείλουμε στα μέτρα μας να λάβουμε υπόψη και τούτο το στοιχείο. Δεν επιτυγχάνεται οικονομική πρόοδος, δίχως γενικότερη πολιτισμική πρόοδος. Αλλιώς, θα οδηγηθούμε σ’ ένα φαύλο κύκλο, ατέρμονο, ατελεύτητο.
Αν το μεγάλο πρόβλημα είναι η οικονομική ύφεση, τότε σε καμία περίπτωση δε διορθώνεται διογκώνοντάς την. Θέλετε να μειώσετε την ύφεση; Απαλείψτε όλους εκείνους τους παράγοντες που τη θεριεύουν: γραφειοκρατία, υπερβολική φορολόγηση. Καταλύστε όλες εκείνες τις άχρηστες διαδικασίες που απαιτούνται για το άνοιγμα εταιρειών. Καταργήστε κάθε άδικη αρπαγή χρημάτων (προκαταβολικοί φόροι, ΦΠΑ). Τιμωρήστε άμεσα και αποτελεσματικά κάθε περίπτωση οικονομικής επιβάρυνσης του πολίτη («λαδώματα», «εξυπηρετήσεις» κάτω από το τραπέζι, «φακελάκια»). Οι φόροι σκοπό έχουν να υπηρετούν τις βασικές λειτουργίες του κράτους, όχι να «συντηρούν» μια απίστευτη γραφειοκρατική μηχανή, ούτε να εξυπηρετούν την υψηλόμισθη πελατεία των κυβερνώντων.
Περιορίστε τις δαπάνες. Με πολύ απλό τρόπο, όμως. Μειώστε άμεσα τους βουλευτές σε 200 και την αντίστοιχη αποζημίωσή τους στο μισό. Καταργήστε επιτροπές, καταργήστε τα «τσιράκια» των βουλευτών και τις παχυλές τους αμοιβές, μειώστε κατά πολύ τις αποζημιώσεις των κομμάτων. Καθορίστε ενιαίο μισθολόγιο, όχι όμως μειώνοντας κάθε μισθολογική αμοιβή, αλλά περικόπτοντας τις παχυλές. Δεν είναι λογικό να μειώνονται συντάξεις των 800 ευρώ με τον ίδιο τρόπο και με το ίδιο ποσοστό που θα μειωθεί ένας μισθός 5.000 Ευρώ. Βάλτε πλαφόν στα λειτουργικά έξοδα κάθε δημόσιας υπηρεσίας, με αντίστοιχη βαθμολογική «ποινή» στους διευθυντές που δεν την τηρούν. Κλείστε άμεσα κάθε επιχείρηση που δε θέλει να πληρώσει τις ασφαλιστικές ή φορολογικές της εισφορές (και δεν αναφέρομαι βέβαια στα μικρομάγαζα. Αναφέρομαι στα μεγαλομάγαζα που οφείλουν εκατομμύρια και δεν πληρώνουν, διότι έχουν πολιτικό «μπάρμπα» που τα καλύπτει).
Καταργήστε την υποχρεωτική εισφορά στα ταμεία, τύπου ΤΕΒΕ. Παραδεχτείτε επιτέλους ότι το σύστημα δεν αντέχει. Δώστε τη δυνατότητα της αυτασφάλισης σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, διαμορφώστε όμως αντίστοιχα κι ένα αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας γι’ αυτές τις εταιρείες (φαινόμενα του τύπου Ασπίς Πρόνοια δεν πρέπει να ξαναπαρουσιαστούν).
Αξιοποιήστε την περιουσία του Κράτους. Λέω «αξιοποιήστε», όχι ξεπουλήστε. Δημιουργήστε έναν Οργανισμό, ο οποίος – επιτέλους – θα καταγράψει και θα εντάξει όλη τη δημόσια περιουσία σε ένα ΝΠΔΔ. Κάντε χρήση ακόμη και ιδιωτικών εταιρειών, αν χρειαστεί. Το Νομικό Πρόσωπο που θα δημιουργηθεί, ας αντλήσει τα κεφάλαια από τις ξένες αγορές για την αξιοποίησή του, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν – τουλάχιστον τα περισσότερα εξ αυτών – για την οριστική αποπληρωμή μέρους των χρεών που βαραίνουν εμάς και τα παιδιά μας. Αξιοποιήστε εν τέλει τα κοιτάσματα της θαλάσσιας περιοχής του Αιγαίου και του Ιονίου. Κάντε συμφωνία με ξένες εταιρείες για την εξόρυξη του πλούτου που είναι τεράστιος κι αναξιοποίητος. Φανείτε, επιτέλους ικανοί διπλωμάτες. Αναδείξτε τις όποιες γνώσεις σας στη διεθνή πολιτική για να στραφείτε όπου εσείς νομίζετε καλύτερα. Δεν απασχολεί τον ελληνικό λαό, αν την αξιοποίηση την αναλάβει ρωσική ή κινεζική ή γερμανική ή αμερικανική εταιρεία. Τον απασχολεί να μπορέσει να αξιοποιήσει τον πλούτο της χώρας του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δίχως να ξεπουληθεί ούτε ο ίδιος, ούτε η εθνική του κυριαρχία. Οι άναρθρες κραυγές της γείτονος, άναρθρες κραυγές θα παραμείνουν. Η Ελλάδα, το πιστεύω ακόμη αυτό, έχει περισσότερες πιθανότητες στη διεθνή σκηνή να πετύχει το συμφέρον για το λαό της.
Κλείστε τις τράπεζες τύπου Λαυρεντιάδη. Αντίστοιχα, επιτρέψτε στις υγιείς να συγχωνευτούν το συντομότερο, δίχως ιδιαίτερες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Οφείλετε, όμως πρωτίστως να εισηγηθείτε άμεσα μέτρα για «κούρεμα» των χρέων των πολιτών.Μια νέα σεισάχθεια, με αναλογικές διαδικασίες που θα υπηρετούν τη σύγχρονη κατάσταση, είναι αναγκαία.  Η διαδικασία δια της δικαστικής οδού αργεί υπερβολικά. Διαμορφώστε τις αναγκαίες νομικές ρυθμίσεις, ώστε οι διακανονισμοί να γίνονται άμεσα και αυθημερόν. Και, επιτέλους, αποδώστε και τις αντίστοιχες ευθύνες: δε φταίει μόνο ο λαός που δανείστηκε υπερβολικά. Φταίνε και οι τράπεζες που δάνειζαν, λες και δεν υπήρχε αύριο. Δώστε, λοιπόν τη δυνατότητα στους δανειολήπτες να γλιτώσουν μέρος των δανείων τους με άμεση διευθέτηση. Είναι σίγουρο ότι, αν υπάρξει διευθέτηση με νομική περιγραφή των όρων (κι όχι με νέες... επαναχρηματοδοτήσεις που κάνουν κάποιες τράπεζες ήδη, οι οποίες – τις περισσότερες φορές – επιβαρύνουν έτι περισσότερο τον καταναλωτή), η πλειοψηφία των δανειοληπτών θα αποπληρώσει το χρέος της συνειδητά, δίνοντας μια ανάσα και στις τράπεζες που βλέπουν τα περισσότερα δάνεια στο «κόκκινο» και χωρίς καμία δυνατότητα αποπληρωμής με τους σημερινούς όρους. Διαμορφώστε, δηλαδή ένα υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα με σταθερά θεμέλια, όπου το κέρδος και η κατανάλωση θα υφίστανται σε λελογισμένη και ελεγχόμενηβάση.
Αξιοποιήστε τη δύναμη της δικαστικής εξουσίας, δίνοντάς της περισσότερες αρμοδιότητες και επιτρέποντάς της άμεσες διαδικασίες. Δώστε στους εκπροσώπους της τη δύναμη του λόγου. Τις περισσότερες φορές, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι η τελευταία ελπίδα του πολίτη απέναντι στην αυθαιρεσία του κράτους. Κάντε το σύστημα πιο ευέλικτο.  Όταν το δικαστικό σύστημα καταντά «καθυστερημένη διαδικασία», ούτε δικαιοσύνη αποδίδεται, ούτε οι νόμοι λειτουργούν. Κυρίως, όμως αλλάξτε τους νόμους! Στο εμπορικό δίκαιο, για παράδειγμα, υφίστανται νόμοι που ισχύουν εδώ και 100 χρόνια! Νόμοι που δε συνάδουν με την εποχή, ούτε με τις καινούργιες συνθήκες. Αδικίες που συσσωρεύονται, συσσωρεύονται εξαιτίας τέτοιων νόμων. Καταργήστε νόμους που «φωτογραφίζουν» εξυπηρετήσεις υπέρ τρίτων, υπέρ κομματικών προσώπων ή καταστάσεων. Μεταρρυθμίστε επιτέλους το Σύνταγμα!
Αλλάξτε την εκπαίδευση! Δώστε της τη δυνατότητα να είναι σύγχρονη, δίχως όμως απαραίτητα να γίνεται έρμαιο παγκοσμιοποιημένων αντιλήψεων. Η Ελλάδα είναι κράτος με ιδιαίτερη κουλτούρα. Διατηρήστε την! Παίγνια σε ξένες αντιλήψεις δεν πρέπει να γίνουμε. Ούτε και κανένα συμφέρον έχουμε να γίνουμε. Καλλιεργήστε την κουλτούρα μας, αξιοποιήστε την. Δεν είναι ανάγκη να οπισθοδρομούμε, δεν είναι ανάγκη όμως να εξοβελίζουμε την παράδοσή μας. Σεβόμαστε τα αγαθά της σύγχρονης τεχνολογίας, σεβόμαστε όμως και τη γλώσσα μας, τη θρησκευτική μας παράδοση. Δεν αντιμαχόμαστε την ξένη κουλτούρα, δεν ρίχνουμε όμως στα τάρταρα τη δική μας. Ας είμαστε Έλληνες, που ξέρουμε να επιβιώνουμε στη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι ανάγκη όμως να ντρεπόμαστε που είμαστε Έλληνες. Μειώστε τις σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όχι όμως με γελοία κριτήρια, αλλά με το αν παράγουν έργο. Καταργήστε το σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Ας επιλέγει κάθε πανεπιστήμιο τον τρόπο εισαγωγής σ’ αυτό. Ανοίξτε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ο ανταγωνισμός, ο υγιής ανταγωνισμός, θα ανοίξει τις προϋποθέσεις να γίνει η εκπαίδευση καλύτερη. Η επιστημονική έρευνα δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από το κράτος, ούτε να αναπαράγει ερευνητές που αναδεικνύονται με βάση κομματικά κριτήρια και πατρωνίες ή νεποτισμούς.
Δώστε στην περίθαλψη τη θέση που της αξίζει. Διαμορφώστε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια υγειονομική περίθαλψη που θα στηρίζεται στον καλύτερο. Δώστε τη δυνατότητα σε κάθε ασφαλισμένο να επιλέγει το γιατρό του ή το νοσοκομείο που επιθυμεί. Ο θεσμός του εφημερεύοντος νοσοκομείου είναι θεσμός παρωχημένος και μόνο χάλι δημιουργεί. Ασφαλιστικά ταμεία που επιλέγουν εκείνα τους γιατρούς είναι μια κατάσταση γελοία. Αν δεν μπορείτε να συντηρήσετε το σύστημα, δώστε τη δυνατότητα στους ιδιώτες να το κάνουν.
Δημόσιες συγκοινωνίες με αντίτιμο, και μάλιστα πανάκριβο, είναι σχήμα οξύμωρο. Διατηρήστε ένα κομμάτι τους δημόσιο και – συγχρόνως – δωρεάν. Ιδιωτικοποιήστε όποιο κομμάτι δεν μπορείτε να συντηρήσετε. Δε χρειαζόμαστε περισσότερες συγκοινωνίες. Χρειαζόμαστε καλύτερες ποιοτικά συγκοινωνίες. Κι αυτό δεν είναι θέμα μόνο του προσωπικού, είναι θέμα του φορέα, στον οποίο εργάζονται.
Καταργήστε τη μονιμοποίηση. Βγάλτε όμως από το μυαλό σας τις απολύσεις. Θέλετε να κάνετε τον Δημόσιο Τομέα παραγωγικό; Πάψτε να προσλαμβάνετε άλλους. Και αυτό καταστήστε το σαφές. Για μια πενταετία ή δεκαετία, καταργήστε κάθε πρόσληψη. Όποιες ανάγκες υπάρξουν, καλύψτε τις με βάση το υπάρχον προσωπικό. Καταργήστε το ΑΣΕΠ. Σε πολλές περιπτώσεις, ο ρόλος του ήταν, το λιγότερο, ύποπτος (Προέκρινε, για να αναφέρω παραδείγματα, άλλα κριτήρια εισαγωγής σε μία περίπτωση κι άλλα σε άλλη, «διαφήμιζε» συγκεκριμένα πτυχία Πληροφορικής κ.ο.κ). Αντ’ αυτού, καθιερώστε με νομικές διατάξεις κριτήρια βαθμολογικής ανόδου, μετατάξεων, προσλήψεων κ.λ.π κοινά για όλους.
Αποδώστε και πάλι στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας το κύρος που τους οφείλεται. Η Ελλάδα δεν πρέπει ποτέ να λησμονήσει ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια περιοχή που υφίστανται εθνικοί κίνδυνοι κι ότι δεν μας συμφέρει να γίνουμε κράτος – δορυφόρος (τύπου Αυστρίας ή Ελβετίας) άλλων κρατών. Κάθε χώρα που επιθυμεί να ασκήσει εξωτερική πολιτική σοβαρή και συμφέρουσα γι’ αυτήν, οφείλει να έχει αξιόμαχο Στρατό και υπεύθυνα Σώματα Ασφαλείας. Οφείλουμε, όμως όλοι να συνειδητοποιήσουμε πως η Ελλάδα έχει και τη δύναμη και τον πολιτισμό να πρωταγωνιστεί στη διεθνή πολιτική. Αν κάποιοι μας έπεισαν γιατο αντίθετο, αυτοί ήσαν οι πρώτοι προδότες. Έχουμε την ευθύνη διότι τους πιστέψαμε. Έχουμε την ευθύνη διότι λησμονήσαμε τι θα πει να διαθέτεις βαρύτητα στη διεθνή πολιτική σκηνή. Και δε τη διαθέτεις, όταν απαξιώνεις τις ένοπλες Δυνάμεις σου. Επαναφέρατε την ιεραρχία στο Στράτευμα και στα Σ.Α. Αν μη τι άλλο, σοσιαλιστικές πρακτικές το οδήγησαν στη σημερινή του κατάσταση, για την οποία ουδόλως φταίνε τα Στελέχη τους, εκτός από τους ακραία κομματικοποιημένους και εκείνους που ωφελήθηκαν από τη γενικότερη αναξιοκρατία, για να αποκτήσουν θώκους και να διαλύσουν τη δομή των Δυνάμεων αυτών που φυλούν Θερμοπύλες.
Προστατέψτε την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Τουρισμός, ιστορία, εκπαίδευση είναι τα μεγάλα κεφάλαιά μας. Αξιοποιήστε τα, μη τα ξεπουλάτε. Φροντίστε για το περιβάλλον. Ανήκει κι αυτό στην πολιτισμική κληρονομιά του τόπου μας. Μην απαξιώνετε ακόμα και τους μικρούς συλλόγους που, οι περισσότεροι τουλάχιστον, με πολύ μεράκι διαδίδουν την τοπική παράδοση και την ιστορία μας ή καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες διάσωσης του περιβάλλοντος. Αναδείξτε κάθε δύναμη αυτού του τόπου, όσο μικρή κι αν είναι. Μπορεί να είμαστε μια χώρα μικρή. Και λοιπόν; Πάντοτε ήμασταν. Έχουμε όμως γιγάντια ιστορία, γιγάντιο πολιτισμό, γιγάντιους ανθρώπους. Μη τους μικραίνετε με τη στάση και τη συμπεριφορά σας.
Δώστε πάλι την αξιοπιστία στην πολιτική ζωή. Καταργήστε κάθε προνόμιο των πολιτικών ταγών, που οδήγησαν στην κατάπτωση της δημοκρατίας σε μια ιδιότυπη ολιγαρχία. Ατιμωρησία, αναλγησία για το λαό, αδιαφορία για το κράτος, αναξιοκρατία, προδοτική στάση και δουλική συμπεριφορά, ξύλινος πολιτικός λόγος, φιλοχρηματία, έχουν οδηγήσει το λαό σε μια νωχελική στάση, σε μια απολιτίκ συμπεριφορά, σε μια αδιαφορία για τα κοινά, που τόσα αρνητικά δημιουργούν στο δημοκρατικό πολίτευμα. Εντιμότητα, ειλικρίνεια, σοβαρότητα, αξιοπιστία, συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης δεν πρέπει να είναι ξένες λέξεις για την πολιτική.
Μάθετε να αξιοποιείτε τις πνευματικές δυνάμεις του τόπου. Δίχως υποχρεωτικά να τους δίνετε πολιτικά αξιώματα, δώστε τους τη δυνατότητα άρθρωσης πολιτικού λόγου, ακόμη κι αν αυτός είναι αντίθετος με το δικό σας. Σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι ευτελίζονται από τα υποχείρια ΜΜΕ, κατονομάζονται ως γραφικοί, επειδή προβάλλουν μιαν άλλη άποψη, διαφορετική από τα «παπαγαλάκια» και τους υποστηριχτές της παγκοσμιοποίησης. Χρησιμοποιήστε τους. Η εμβέλεια των πνευματικών ανθρώπων είναι σημαντική τόσο στην κοινωνία μας, όσο και στη διεθνή σκηνή. Υπάρχουν γύρω μας, είναι γεμάτοι από ιδέες και – πολλοί εξ αυτών – είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι. Παραγκωνίζονται, όμως. Διότι διακηρύττουν την απλή αλήθεια: Πως η οικονομία δεν είναι η μοναδική δύναμη του ανθρώπινου πολιτισμού, πως το χρήμα δεν είναι η υπέρτατη κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης θέλησης. Κι όταν κάποιος έχει για φως του την αλήθεια, τρομάζει όλους εκείνους που τρέφονται και συντηρούνται από τη μαυρίλα του σκοταδιού.
 Ελλάδα, πάντοτε ας θυμόμαστε, δεν είναι καθόλου εκείνη η ομάδα που κατέχει πολιτικούς θώκους και αξιώματα. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς, που ζούμε, εργαζόμαστε, σπουδάζουμε σ’ αυτή. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς που προσερχόμαστε στις κάλπεις, για ν’ αναθέσουμε τους θώκους σε ανθρώπους που καλούνται να υπηρετήσουν όχι μόνο εμάς, αλλά και τη χώρα στο σύνολό της. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς που βιώνουμε τις αποφάσεις των ταγών μας, που καθοδηγούμαστε απ’ αυτούς. Είμαστε συμπολίτες τους, συνάνθρωποί τους, δεν είμαστε ζώα, ούτε κατώτεροί τους. Τους επιλέξαμε για να μας κυβερνούν, όχι για να μας ποδηγετούν ή να μας χειραγωγούν. Και, κάθε τόσο, τους θυμίζουμε ότι στη θέση που βρίσκονται σήμερα, δε θα βρίσκονται για πάντα. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς που οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε ακέραιη την ευθύνη που μας αναλογεί, ως πολίτες ενεργοί αυτού του τόπου. Ελλάδα είμαστε όλοι εμείς που διαμαρτυρόμαστε, εξεγειρόμεθα, φωνάζουμε – ο καθένας με τον τρόπο του – όταν βλέπουμε το δίκιο να παραγκωνίζεται και την αδικία να βασιλεύει.
Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς πολιτικός, για να αρθρώσει πολιτικό λόγο. Πνευματικοί άνθρωποι ήσαν αυτοί που άρθρωσαν σπουδαίο πολιτικό λόγο, που κατάφεραν να αλλάξουν το χαρακτήρα των πολιτικών συστημάτων. Πολλοί εξ αυτών δε θέλησαν εξουσία.   Έχει, εξάλλου ειπωθεί πως ο καλύτερος άνθρωπος για να αναλάβει μια εξουσία, είναι αυτός που δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να το κάνει. Δεν είναι, λοιπόν ανάγκη να καταλάβουν την εξουσία. Ανάγκη όμως είναι να έχουν λόγο γι’ αυτήν, σ’ αυτήν, επ’ αυτής. Κι ας υπάρχουν αυτοί τους κατηγορούν, τους μέμφονται.  Χρέος όλων των πνευματικών ανθρώπων, έλεγε ο Καζαντζάκης, είναι να φωνάζουν στην έρημο. Ίσως κάποιος ακούσει...

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Οι (εξεγερμένοι) ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες...

Δεδομένο είναι πως ζούμε σε πραγματικά δύσκολες εποχές. Σε τέτοιες εποχές, λοιπόν ανθούν αντίστοιχα και ακραίες καταστάσεις. Η ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου, για πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αποδεικνύει την παραπάνω διαπίστωση.
Κάθε μορφή διαμαρτυρίας, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, είναι σεβαστή. Τα μαύρα περιβραχιόνια, η αποστροφή των κεφαλών των μαθητών από τους πολιτικούς που καταλαμβάνουν τις επίσημες θέσεις, αποτελούν μορφές διαμαρτυρίας πρωτοφανείς, αναδεικνύουν όμως το κλίμα των ημερών. Κάθε μορφή διαμαρτυρίας είναι σεβαστή, όχι όμως η βία. Η βία δεν είναι επιλογή, δεν αποτελεί μορφή διαμαρτυρίας έντιμη. Τουλάχιστον σε δημοκρατικά πολιτεύματα. Κατά συνέπεια, η βίαιη ματαίωση της παρέλασης, η βιαιοπραγία έναντι πολιτικών προσώπων, ο εξαναγκασμός του Προέδρου της Δημοκρατίας, του επικεφαλής των πολιτειακών εξουσιών του κράτους, σε φυγή, αποτελεί μία ακόμη απόδειξη πως ζούμε σε μια ακραία περίοδο.
Καταδικάζεται το γεγονός. Βεβιασμένες, όμως και απλοϊκές κατηγορίες εναντίον αυτών που συμμετείχαν σε τέτοιες μορφές διαμαρτυρίας του τύπου «φασίζουσες μειοψηφίες», «αριστεροί χουντικοί» και άλλα παρόμοια, φανερώνουν πόσο απομακρυσμένοι είναι πλέον οι πολιτικοί ταγοί από την κοινωνική πραγματικότητα, πόσο πλέον τρέμουν την απώλεια των κεκτημένων τους – και δεν εννοώ, βέβαια τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά τις καρέκλες τους και τα απορρέοντα εξ αυτών προνόμια.
Καμία «φασίζουσα μειοψηφία» δε θα μπορούσε να οργανώσει μια τέτοια λαοπληθή εκδήλωση. Καμία αριστερή συνδικαλιστική ή πολιτική οργάνωση δε θα ήταν δυνατό να υποκινήσει τέτοιες μάζες ή να οργανώσει σε διάφορες πόλεις τέτοιες πανομοιότυπες αντιδράσεις. Ούτε, βέβαια θα ήταν ποτέ δυνατό να αποτελέσει αιτία μιας τέτοιας εξέγερσης η – δήθεν – διάθεση κατάργησης των δημοκρατικών θεσμών.
Ζούμε σ’ ένα κράτος με συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις, παρόμοιες με άλλα κράτη. Σ’ ένα κράτος δημοκρατικό, στο οποίο, μέχρι τώρα, τέτοια φαινόμενα ήσαν τόσο μεμονωμένα, που ποτέ δεν ανησύχησαν το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας ή την κοινωνική γαλήνη. Ζούμε όμως και σ’ ένα κράτος με συγκεκριμένο εθνολογικό προσδιορισμό, με ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα και χαρακτήρα. Όσο κι αν τα τελευταία χρόνια υπήρξεσαφής προσπάθεια να υποβαθμιστούν αυτές οι ιδιαιτερότητες του ελληνικού έθνους (όχι του κράτους, αυτό είναι μια άλλη ιστορία), αυτά εξακολουθούν να εμποτίζουν τη φυσιογνωμία μας ως λαό.
Δεν μπορείς να ξεπουλάς, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, την αξιοπρέπεια ενός λαού επαιτώντας σε ξένες αυλές και εκλιπαρώντας ξένες κηδεμονίες και προτεκτοράτα, βαπτίζοντάς τες μάλιστα «εποπτείες» και να μη περιμένεις αντίδραση. Δεν μπορείς να κοροϊδεύεις με τέτοια θρασύτητα το εκλογικό σώμα, υποσχόμενος προεκλογικά λεφτά, διακηρύσσοντας κιόλας μετεκλογικά ότι νομιμοποιείσαι που καταπατάς, κατ’ ουσίαν, το Σύνταγμα της χώρας και να υποκρίνεσαι τον έκπληκτο, όταν ο λαός καταφεύγει σε ακραίες ενέργειες εναντίον σου. Δεν μπορείς να «πουλάς» την εξαθλίωση για ανάπτυξη και το μοίρασμα δισεκατομμυρίων στις Τράπεζες για εξυγίανση και να μη περιμένεις από το λαό να δυσανασχετεί. Δεν μπορείς να «σέρνεις» την Ανώτατη Πολιτειακή ηγεσία του τόπου σε αναγκαστική αποδοχή προειλημμένων αποφάσεων από ξένα κέντρα εξουσίας και μετά να απαιτείς από το λαό να σέβεται και το πρόσωπο και το θεσμό. Δεν μπορείς να «πληρώνεις» κατάπτυστους δημοσιογραφίσκους για να καλύπτουν τα νώτα σου και να θωπεύουν εσένα και τους αυλικούς σου και να θεωρείς πως όλοι οι υπόλοιποι που εκφέρουμε διαφορετική γνώμη απ’ αυτούς θα καθίσουμε στ’ αυγά μας, πειθήνιοι. Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι σαν να ηγεμονεύεις σε καθεστώς ιδιότυπης ολιγαρχίας και να περιμένεις από τους «υπηκόους» σου «δημοκρατική συμπεριφορά». Δεν μπορείς να οδηγείς σε κατάσταση ιδιότυπης κατοχής τη χώρα σου και να οδύρεσαι γιατί ο λαός σου δε σε... καταλαβαίνει!
Διότι ο λαός, τον οποίο εκλήθης να κυβερνήσεις, όντως δε σε καταλαβαίνει. Στην πραγματικότητα όμως, ούτε εσύ καταλαβαίνεις το λαό αυτό. Διότι είναι ένας λαός που προτίμησε να πεθάνει, παρά να τσακίσει την περηφάνεια του. Που, όταν οι υπόλοιποι... φωτισμένοι λαοί  της Ευρώπης έκαναν «τουμπεκί» στη Γερμανική Ναζιστική λαίλαπα και ακολουθούσαν τακτικές κατευνασμού, εκείνος έτρεξε να πολεμήσει. Που, όταν τσάκιζε το σώμα του από τις κακουχίες στις πλαγιές της Πίνδου, δεν το έκανε επειδή... σεβόταν υποκριτικά τον ηγέτη του (που, στο κάτω – κάτω ήταν δικτάτορας), αλλά διότι καταλάβαινε τι θα πει να είσαι ελεύθερος, αφού η ίδια η Παιδεία του (Εθνική, όχι... Διαμαντοπουλική), το Είναι του, η Ιστορία του, η Παράδοσή του τού υποδείκνυαν την αξία αυτής της ελευθερίας, αυτού του Υπέρτατου Αγαθού.  Κι όταν ένας Τσώρτσιλ παραδεχόταν πως δεν πολεμούν οι Έλληνες ως ήρωες, αλλά οι ήρωες ως Έλληνες, το έκανε αντιλαμβανόμενος τη σπουδαιότητα του μικρού, αλλά τόσο γενναίου λαού, του Ελληνικού.
Η ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου δεν ήταν ό, τι καλύτερο. Προσωπικά, θα προτιμούσα να γίνει και, μάλιστα, θα προτιμούσα το λαό να τραγουδούσε – ομού με τα στρατευμένα και τα μαθητικά νιάτα του τόπου μας – τραγούδια που φωνάζουν «πατρίδα», σε πείσμα όλων αυτών που έχουν ξεχάσει το νόημά της. Πιστεύω, όμως ταυτόχρονα πως δεν ήταν ό, τι χειρότερο. Διότι, φοβούμαι, πως τα χειρότερα έπονται...

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Η έγκριτη δημοσιογραφία πέθανε, ζήτω η... άλλη δημοσιογραφία!

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί η έντυπη δημοσιογραφία σήμερα διέρχεται μια πρώτου μεγέθους παρακμή. Όχι μόνο επειδή αυτό το λένε μεγάλοι ηγέτες του παρελθόντος, όπως ο Χ. Σμιτ (ο οποίος, προς τιμήν του, είπε τη μοναδική αλήθεια: η σημερινή οικονομική κρίση γεννήθηκε από τους δημοσιογράφους, ενώ στην πραγματικότητα είναι κρίση πολιτικής βούλησης και ηγετών κι όχι αμιγώς οικονομική), αλλά κυρίως επειδή, αν εξετάσει κανείς σε βάθος χρόνου τις «έγκυρες» προβλέψεις – προφητείες, τη «σοβαρότητα» της έντυπης αρθρογραφίας, θα αντιληφθεί όχι απλώς μια δυσανάγνωστη ερμηνεία της πραγματικότητας, αλλά και παλινωδίες, υπερβολικές εκτιμήσεις, απίστευτες εικασίες, προπαγανδιστική ενημέρωση, παραπληροφόρηση στο μέγιστο και άλλα παρόμοια. Χωρίς βέβαια να γενικεύουμε, η έγκριτη δημοσιογραφία σήμερα είναι σπάνια, πραγματικό αγαθό, απειλούμενο με εξαφάνιση...
Τι μήνυμα παίρνει κανείς, όταν διαβάζει τις πάλαι ποτέ «έγκριτες» εφημερίδες, όπως π.χ. την Καθημερινή; Ότι όλοι όσοι θεωρούμε ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα ξεπουλιέται, ότι βρίσκεται σε ένα καθεστώς ιδιότυπης κατοχής, είμαστε «Ελληναράδες», ανίκανοι να κατανοήσουμε τις... λεπτές αποχρώσεις της σύγχρονης πολιτικής σκέψης (!) και της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Όσοι θεωρούμε πως ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο διαβίωσης οφείλει το κράτος να διασφαλίσει για τους πολίτες του, είμαστε εργατοπατέρες, φοροδιαφεύγοντες. Όσοι μάλιστα χρωστάμε σε δάνεια, είμαστε απατεωνίσκοι, οπορτουνιστές και κερδοσκόποι της στιγμής.
Λοιπόν, πολύ θα ήθελα να ελέγξω πόση περιουσία έχουν αποκτήσει οι κ. «έγκριτοι» δημοσιογραφίσκοι που τα λένε αυτά. Πολύ θα ήθελα να θεσπιστεί ένα πόθεν έσχες στους μεγαλοεκδότες και στους πολιτικούς που στηρίζουν τέτοιες... φυλλάδες.
Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, κύριοι... δημοσιογράφοι της κακιάς ώρας, που, επειδή σας έδωσαν (όποιοι και για τους λόγους που σας έδωσαν, άλλη ιστορία αυτή) ένα βήμα σε μια εφημερίδα νομίζετε ότι έχετε το δικαίωμα να ψεύδεσθε, να τρομοκρατείτε, να παραπληφορορείτε, να ειρωνεύεστε τις αξίες του τόπου στον οποίο ζείτε, να εμπαίζετε ολόκληρο λαό, να χαϊδεύετε τα αυτιά των αφεντάδων σας, να αποκαλείτε – ούτε λίγο, ούτε πολύ – μικρόνοες, όσους ανθρώπους του πνεύματος και της πολιτικής σας αντιστρατεύονται ή διατυπώνουν διαφορετική άποψη από τη δική σας... φωτισμένη και δεσποτική αντίληψη των πραγμάτων. Δεν έχουμε κλέψει το κράτος, δεν εξαπατήσαμε τις... κακόμοιρες τις τράπεζες, δεν παίρνουμε ούτε πήραμε ποτέ παχυλούς μισθούς ή... παχυλές αποζημιώσεις. Δε στηριχτήκαμε στο κράτος για να ζήσουμε ως ψευτοβασιλιάδες. Αν στηριχτήκαμε κάποτε, το κάναμε για να επιβιώσουμε, για να έχουμε μια στοιχειώδη προστασία, μια στοιχειώδη περίθαλψη, μια στοιχειώδη εκπαίδευση. Εσείς όμως είσθε οι ίδιοι, που, όταν ο Ανδρέας χάριζε επιχορηγήσεις στις παλιοφυλλάδες που δουλεύατε, δεν είπατε λέξη τότε. Αντιθέτως, τα παίρνατε χοντρά... Κι όταν τα πράγματα έφτασαν εδώ που έφτασαν, βρίζατε τα ίδια – ή... τα παρόμοια πρόσωπα – που πριν σας τάιζαν (αυτό είναι που λέει η παλιά σοφή ρήση: όταν σκοντάφτει τ’ άλογο, όλοι του λένε «τούφλα»). Είστε εσείς που, προβλέπατε προ μηνών πως η Ελλάδα είναι άξια της μοίρας της, πως αν δεν προσέξει και δεν εφαρμόσει τα... σπουδαία μέτρα των δεσποτών και επιτρόπων της, θα περιχαρακώσουν οι... καλοί ξένοι τα δικά τους τραπεζικά συστήματα και η Ελλάδα θα είναι μόνη, αφημένη στη μοίρα της. Σήμερα που, όπως αποδεικνύεται, η Ελλάδα είναι απλώς ο (πρώτος, ίσως) κρίκος μιας τεράστιας αλυσίδας προβλημάτων, σφυρίζετε αδιάφορα ή εφευρίσκετε τρόπους να μας πείσετε πως η Ελλάδα φταίει για όλα τα δεινά. Είστε εσείς που, όταν κάποιοι φώναζαν πως τα μέτρα δεν επρόκειτο να κάνουν τίποτε, πως η οικονομία θα βαλτώσει, η ανάπτυξη θα μηδενιστεί και το βιοτικό επίπεδο θα κατέβει σε επίπεδο... τριτοκοσμικού κράτους, σπεύδατε να τους κατηγορήσετε για υπερπατριωτισμό και ψευδομαγκιά. Τώρα που αποδεικνύεται ότι η Τρόικα είναι ένα μάτσο ανίκανοι δανειστές που δε μπορούν να εγγυηθούν τίποτε άλλο, παρά μονάχα την είσπραξη των δόσεων (αυτό εξάλλου τους απασχολεί μονάχα), ότι η ΕΕ δεν έχει ούτε το πολιτικό ανάστημα, ούτε το όραμα να διαχειριστεί μια βαθιά πολιτική κρίση, σιγοντάρετε τους ανίκανους στην αποποίηση των ευθυνών τους, λέγοντας πάλι το ίδιο παραμύθι: ότι δεν φταίνε οι... καλοί ξένοι, αλλά η ολιγωρία της κυβέρνησης, οι... κακοί εξεγερμένοι, οι... μικρόνοες εθνικιστές και άλλα παρόμοια.
Έχω να σας θυμίσω, λοιπόν κάτι κ. δημιο – γράφοι! Στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής του 1941 κ. εξής, οι πρώτοι δοσίλογοι ήταν άτομα του συναφιού σας! Άτομα που έγραφαν σε ξεπουλημένες στον κατακτητή φυλλάδες και παρέσυραν, ουκ ολίγες φορές, το λαό σε μια κατάσταση ύπνωσης και παράλυσης. Άτομα που εμφάνιζαν τους αντάρτες – πάσης ιδεολογίας – ως ανατροπείς του... κράτους και της... ευνομίας! Που διακήρυτταν την αταλάντευτη πίστη τους στην... επερχόμενη ευημερία του λαού που θα προσέφερε απλόχερα η ναζιστική λαίλαπα! Οι πρώτοι προδότες είναι πάντοτε οι δημοσιογράφοι!

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Εμείς δεν ξέρουμε ζυγό...

Η θέση των περισσότερων ανθρώπων, όταν ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία με το μνημόνιο, ήταν πως, πράγματι, η Ελλάδα έπρεπε επειγόντως να λάβει μέτρα απαραίτητα και αναγκαία για τη σταθεροποίηση της οικονομικής κατάστασης. Οι πλασματικές οικονομικές «φούσκες» του παρελθόντος, τα ημίμετρα, η έλλειψη γενναίων και αποφασιστικών μέτρων προσαρμογής μας είχαν οδηγήσει σε μία κατάσταση εκτροχιασμού. Πολλοί, λοιπόν από τους συμπολίτες μας, ακόμη κι αυτοί που δεν πρόσκειντο κομματικά στο ΠΑΣΟΚ, δεν αρνήθηκαν την αναγκαιότητα των μέτρων. Στο αμέσως επόμενο διάστημα από τη – θεωρητική – λήψη αυτών των μέτρων, αυτό που γρήγορα έγινε αντιληπτό ήταν πως μια κυβέρνηση, γαλουχημένη στο μότο «πάρε λαέ» και που διόγκωσε το δημόσιο τομέα με προσλήψεις από το παράθυρο και αναξιοκρατικές διαδικασίες, δεν είχε ούτε το σθένος, ούτε την ιδεολογική αναφορά να κάνει πράξη τέτοια μέτρα. Ολιγωρίες, αλληλομαχαιρώματα, εκβιαστικά διλήμματα και άλλα τοιαύτα, απέδειξαν πολύ γρήγορα πως ένα τέτοιο κόμμα, που είχε συμβάλει τα μέγιστα στη διάλυση της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης, δεν είχε τη δύναμη και τη γενναιότητα, κυρίως όμως δεν είχε τα στελέχη εκείνα που απαιτούνται για την εκτέλεση τέτοιων σοβαρών αποφάσεων που θα οδηγούσαν τη χώρα σε περίοδο εξυγίανσης.
Με τα τελευταία μέτρα που ανακοινώθηκαν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Πρώτον, ότι η κυβέρνηση που εξελέγη, τελεί υπό καθεστώς διατεταγμένης υπηρεσίας από ξένα κέντρα. Βιώνουμε, δηλαδή μια πρωτόγνωρη – για τα σύγχρονα δεδομένα – πολιτική παράδοσης άνευ όρων της εθνικής μας κυριαρχίας, μια ιδιότυπη κατοχή, τα αποτελέσματα της οποίας, φοβούμαι, θα είναι τραγικά. Η Ελλάδα, ως έθνος ελεύθερο και δημοκρατικό, έχει πλέον απολέσει κάθε έννοια ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας. Δεύτερον, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, τελεί στο σύνολό της υπό Γερμανική αρχή και εποπτεία. Η Γερμανία και τα κράτη – δορυφόροι της (Ολλανδία, Αυστρία κλπ) έχει κατορθώσει να «σύρει» και τα υπόλοιπα κράτη – μέλη σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, ασκώντας ουσιαστικά «ηγεμονική» πολιτική και συμπαρασύροντας – για πρώτη ίσως φορά στην Ευρωπαϊκή ιστορία – το σύνολο των κρατών της Ευρώπης σε πορεία που, τελικά, θα εξυπηρετεί κυρίως τα δικά της συμφέροντα. Τρίτον, ότι η Ελλάδα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, επεδίωξε την ένταξη στη σφαίρα επιρροής των Κεντρικών Ευρωπαϊκών δυνάμεων και δη της Γερμανίας, ενώ η γενικότερη γεωστρατηγική της θέση, όλα τα προηγούμενα χρόνια, ταυτίστηκε κυρίως με τις μεγάλες Δυτικές ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Η ένταξη αυτή, οπωσδήποτε, αρχικό στόχο είχε τη συσπείρωση των Μεγάλων ΕυρωπαΪκών δυνάμεων, έτσι ώστε η Ευρώπη να μη γνωρίσει τις συνθήκες εκείνες που οδήγησαν στο διαμελισμό της και, τελικώς, σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Αυτό ήταν το όραμα τόσο του Χέλμουτ Σμιτ, του Χέλμουτ Κολ και άλλων μεγάλων Γερμανών ηγετών – οι οποίοι είχαν γνωρίσει τη φρίκη του Παγκοσμίου Πολέμου και το τι συνέπειες είχε σε όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς – όσο και των άλλων Ευρωπαίων ηγετών, συμπεριλαμβανομένου και του Κ. Καραμανλή. Στην πορεία, όμως, οι μεγάλοι εκείνοι ηγέτες εξέλιπαν, τη θέση τους κατέλαβαν αναίσχυντοι και παραδόπιστοι πολιτικοί, οι οποίοι όχι μόνο δεν υιοθέτησαν το όραμα των προκατόχων τους, αλλά είτε κυριεύτηκαν από μεγαλομανία και αλαζονική ηγεμονική συμπεριφορά (βλ. Γερμανία), είτε ήσαν κοντόφθαλμοι, «ολίγιστοι», δίχως πολιτική διορατικότητα και εξυπηρετώντας συμφέροντα των ξένων κέντρων για να εξασφαλίσουν θέσεις και πακτωλούς χρημάτων γι’ αυτούς και την κλίκα τους (βλ. Ελλάδα).
Η χώρα, αυτή τη στιγμή, διαθέτει κυβέρνηση δίχως το ελάχιστο πατριωτικό φρόνημα, ενώ έχει ανάγκη από κυβέρνηση που να μη συνυπογράφει απλώς ό, τι διατάσσουν τα ξένα κέντρα εξουσίας, αλλά να συνυπολογίζει τόσο το μακροπρόθεσμο όφελος, όσο και τις επιπτώσεις που θα είχαν τέτοια μέτρα στην επιβίωση του λαού και στην ιστορική πορεία του έθνους μας.
Η χώρα αυτή τη στιγμή κυβερνάται από λαοπλάνους, ξεπουλημένους, ανίκανους. Κυρίως, όμως κυβερνάται από ανθρώπους που εξέθρεψαν το ίδιο το σύστημα που μας οδήγησε τώρα εδώ. Ο κύκλος του ΠΑΣΟΚ, ως κόμμα με συγκεκριμένη ιδεολογική αναφορά, έχει πλέον κλείσει, κάτι που θα φανεί στις επόμενες εκλογές, όποτε αυτές γίνουν. Όμως, τα φαινόμενα που εκθρέφουν τέτοια εκτρώματα, πολύ φοβούμαι, δεν έχουν εκλείψει. Εργατοπατέρες, κομματάρχες, ταγοί με μοναδικό στόχο την κατάληψη θώκων και αξιωμάτων, εξακολουθούν να υπάρχουν και να διεκδικούν θέση και φωνή στα κοινά. Αντίθετα, άνθρωποι που αγαπούν την πατρίδα τους, που διαθέτουν την οξυδέρκεια εκείνη που χρειάζεται η χώρα και το έθνος, που δεν ξεχνούν ότι το κράτος δεν υπάρχει δίχως την πατρίδα, ότι η ανάπτυξη του πρώτου περνά υποχρεωτικά από την αγάπη για τη δεύτερη, τέτοιοι άνθρωποι είτε σιωπούν, είτε ευτελίζονται από τα – ακόμα πιο ξεπουλημένα– ΜΜΕ, είτε θεωρούνται «ξεπερασμένοι» και θυσιάζονται στο βωμό μιας δήθεν προοδευτικής, παγκοσμιοποιημένης, πολυπολιτισμικής κοινωνίας.
Το ελληνικό κράτος διαθέτει ισχυρό εθνολογικό προσανατολισμό που εδράζεται τόσο στη μακραίωνη ιστορική του παρουσία και τη σπουδαία πολιτισμική του πορεία, όσο και στους αγώνες που έδωσε ο λαός του για να παραμείνει ανεξάρτητο. Η γλώσσα του, εθνική κι όχι από συγκυρίες κυριαρχούσα, η θρησκεία του, αμιγώς χριστιανική, η πολιτιστική του ταυτότητα και η εθνική του κουλτούρα, αποτελούν βασικά στοιχεία της ύπαρξής του. Τούτες οι διαπιστώσεις δεν αποτελούν αντιλήψεις ακροδεξιού ή φασιστικού χαρακτήρα. Αποτελούν δεδομένα που στηρίζονται σε ιστορικές διεργασίες και συγκεκριμένη πορεία που έχει διανύσει το συγκεκριμένο κράτος και η πλειοψηφία του λαού του. Το ελληνικό κράτος, λοιπόν δε χρειάζεται να υιοθετεί ξένες αντιλήψεις, να προσυπογράφει τις ιδεοληψίες των ξένων κέντρων εξουσίας, που υπαγορεύονται από τα αντίστοιχα συμφέρονται και συνήθως αντικατοπτρίζουν τις αντίστοιχες κουλτούρες. Όχι διότι απαραίτητα η δική μας κουλτούρα είναι η καλύτερη, αλλά διότι η δική μας είναι αυτή που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, είναι αυτή του τόπου μας στον οποίο γεννηθήκαμε, της ιστορίας μας, αυτή που θα κληροδοτήσουμε και στα παιδιά μας… Η δική μας κουλτούρα, ο δικός μας πολιτισμός, τα δικά μας ήθη κι έθιμα έχουν αξία για μας ιδιαίτερη. Και τούτο δεν αλλάζει…
Και μια προσωπική πινελιά: Εδώ και λίγες μέρες, μου τριβελίζει το μυαλό ένα τραγούδι, έντονα κομματικοποιημένο, οι στίχοι όμως του οποίου «μυρίζουν» κι «αστράφτουν» μυρωδιές και εικόνες τόσο ελληνικές... «... Ν’ αναστηθεί ξανά ο ΕΔΕΣ // Με τη σημαία και το σταυρό // αν χρειαστεί και στο βουνό // εμείς δεν ξέρουμε ζυγό... Μύρισε θυμάρι και βασιλικό // λάμπει το φεγγάρι μες στον ουρανό // της κληρονομιάς εμείς συνεχιστές // στην κορφή και πάλι, πάλι νικητές!»

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Ψηλά το κεφάλι!

Είμαι απ’ αυτούς που θεώρησαν πως κάτι σαφώς θα έπρεπε να αλλάξει στη χώρα μας. Μια παραπαίουσα οικονομία, ένα καθεστώς πολιτικής ανυπαρξίας και ατιμωρησίας, μια αδιαφορία για τα κοινά, ένα ευτελισμένο και «ξεφτισμένο» πατριωτικό αίσθημα, μια υποδούλωση – οικονομική και κοινωνική – προς ξένους Σωτήρες που ευαγγελίζονταν μια νέα, καλύτερη πραγματικότητα. Περίπου δύο χρόνια μετά, εξακολουθώ να θέλω να αλλάξουν πολλά στη χώρα μου. Μόνο που τώρα διαπιστώνω πως πρέπει να φωνάξω, πριν να είναι πολύ αργά...
Η κυβέρνηση όχι μόνο επέδειξε απίστευτη ολιγωρία και ανικανότητα να διαχειριστεί μια πρωτόγνωση κρίση, αλλά έριξε όλες τις ευθύνες – τις οποίες έχει το πολιτικό σύστημα της ιδιότυπης ολιγαρχίας, του άναρχου εργατοπατερικού κινήματος, της πατρωνίας, της αναξιοκρατίας και της απάνθρωπης κεφαλαιοκρατίας των Τραπεζών – στο λαό. Αντί να προσπαθήσει να ανορθώσει την οικονομία, εκτιμώντας τις δυνατότητες της ελληνικής πραγματικότητας, έσπευσε να εφαρμόσει δουλικά «συνταγές» ξενόφερτες που, ούτως ή άλλως, μοναδικό στόχο θα είχαν να εξασφαλίσουν τα οφέλη και συμφέροντα των ξένων ηγετών που τις εισήγαγαν, αδιαφορώντας παντελώς για τη δραματική και τραγική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού μας. Αντί να καταρρίψει τις παθογένειες της πολιτικής ατιμωρησίας που είχαν αποκτήσει περιεχόμενο μυθολογικό και σαν άλλη Λερναία Ύδρα συνεχώς γεννούσε νέα κεφάλια, τις άφησε να κυριαρχήσουν και να στιγματίσουν την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου μας. Αντί να αναγεννήσει το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά, προωθώντας δημοκρατικότερες διαδικασίες – τις οποίες, εξάλλου είχε διακηρύξει κιόλας  προεκλογικά – αποτελείωσε τα λιγοστά ψήγματα δημοκρατικής δήθεν διακυβέρνησης, υιοθετώντας μέτρα και θεσπίζοντας διατάξεις και νόμους με εντελώς αλαζονικό τρόπο που προσιδιάζει περισσότερο σε ολοκληρωτικό καθεστώς, παρά σε δημοκρατικό, παραβαίνοντας σε πάμπολλες περιπτώσεις ακόμα και το ίδιο το Σύνταγμα, που υποτίθεται ότι προστατεύει. Αντί να τονώσει το πατριωτικό αίσθημα του λαού, καταρράκωσε ακόμη περισσότερο την πατριωτική υπερηφάνεια που έχουν, λίγο – πολύ, όλα τα έθνη, οδηγώντας ουσιαστικά τη χώρα σε ιδιότυπο καθεστώς κατοχής και ξενοκτησίας, τόλμησε μάλιστα – δια των ευγενών... υπηρετών της... υγιούς πανεπιστημιακής κοινότητας, ομού μετά των... άξιων λειτουργών της δημοσιογραφίας του τόπου – να υπαινιχθεί ότι δεν έχουμε και πολλά στοιχεία ως λαός, για να υπερηφανευόμαστε. Αντί για κυβέρνηση ελληνική, κατήντησε κυβέρνηση «Κουίσλινγκς», υποχείρια σε ξένα κέντρα εξουσίας.
Είμαι απ’ αυτούς που θεωρούν πως κάτι σαφώς θα πρέπει να αλλάξει στη χώρα μας. Δεν είμαι, όμως παρά ένας απλός πολίτης, δίχως πολιτική καρέκλα, δίχως εξουσίες θεσμικές. Δεν είμαι παρά μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Χρέος, όμως του πνευματικού ανθρώπου είναι να φωνάζει στην έρημο. Ίσως κάποιος ακούσει...
Ψηλά, λοιπόν το κεφάλι! Είμαστε ένας λαός που έχει περάσει πολλά, κι όμως επέζησε. Που όταν οι άλλοι έσκυβαν τον αυχένα τους από το φόβο, αυτός πολεμούσε σε πεδία μαχών δύσκολα και κατατρόπωνε ανίκητους. Που καταδιώχτηκε, περιφρονήθηκε, υποδουλώθηκε, αλλά ποτέ δεν επέτρεψε να εξευτελιστεί. Που υπερασπίστηκε τον τρόπο ζωής του, ακόμα κι όταν ήξερε πως θα πέθαινε γι’ αυτό. Που δεν υπέκυψε στις σειρήνες του εκφοβισμού, των απειλών, αλλά θυσιάστηκε για την ελευθερία τη δική του και των άλλων. Που έμαθε στον υπόλοιπο κόσμο – αυτόν, στον οποίο σήμερα ζουν κάποιοι... Ρέσλερ, Μέρκελ και τα τοιαύτα... συναφή υποκείμενα – τι θα πει να ζει κάποιος με αρχές, με πίστη σε ιδανικά και αξίες που εξυψώνουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν στην πρόοδο και την ευημερία. Που όταν κάποιοι από τους δικούς του κι όταν οι ίδιοι οι ευεργετημένοι του τον πρόδωσαν, αυτός δεν έγινε ούτε εκδικητικός, ούτε ανάλγητος.
Ψηλά το κεφάλι! Έχουμε πολλά να διδάξουμε σ’ εκείνους που τώρα μας οικτίρουν και μας περιφρονούν. Έχουμε πολλά να τους διδάξουμε, με τη στάση μας, με τον τρόπο ζωής μας, με την αντίδρασή μας, με την ίδια μας τη ζωή και τον πολιτισμό μας!
Ψηλά το κεφάλι! Διότι πολιτισμός δεν είναι μόνο η οικονομία, αλλά και η ηθική, το δίκαιο, η παιδεία. Σ’ αυτά ας επενδύσουμε!
Ψηλά το κεφάλι! Ο ανθρωπισμός δεν πρέπει να είναι ξένη λέξη στη χώρα που γεννήθηκε η φιλοξενία και η αρχοντιά. Αντίθετα σε όλους αυτούς που μας θέλουν υπό εμφύλια διαμάχη, οφείλουμε πρώτα απ’ όλα να ξαναμάθουμε να είμαστε αδελφωμένοι, μονιασμένοι και άνθρωποι που ζουν μαζί με άλλους ανθρώπους!
Ψηλά το κεφάλι! Η πρόοδος δεν ταυτίζεται με τα υλικά αγαθά, η ευημερία δεν ταυτίζεται με την οικονομική υποδούλωση, η προσωπική και κοινωνική επιτυχία δεν ταυτίζεται με παχιά πορτοφόλια!
Ψηλά το κεφάλι! Διότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε την Ελλάδα να διασύρεται, την ανθρωπότητα να ευτελίζεται, το πνεύμα να υποδουλώνεται στην ύλη!
Ψηλά το κεφάλι! Πρώτα, διότι είμαστε Έλληνες. Έπειτα, διότι είμαστε Άνθρωποι! Τέλος, διότι είμαστε Ελεύθεροι Έλληνες, Ελεύθεροι Άνθρωποι κι όχι δούλοι!

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Διαμαρτυρία, ο λόγος μου

Τώρα τελευταία με πιάνουν κάτι σκέψεις... κι είναι άσχημο να σε πιάνουν τέτοιες σκέψεις, διότι συνήθως σε πιάνουν απροετοίμαστο... Δεν ξέρω, δε θυμάμαι πώς ξεκίνησαν όλα, ίσως όταν είδα κάποιον μια μέρα μέσα στο βαγόνι του τρένου που κάνει το δρομολόγιο Κηφισιά – Πειραιά. Είχα τρεις στάσεις να κατέβω. Αυτός καθόταν δίπλα μου. Ένας ασπρομάλλης με ξεβαμμένο τζην παντελόνι και μια μπλούζα που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τα σχέδιά της. Χάος ίδιο μ’ αυτό του μυαλού του… Θυμάμαι ότι μιλούσε ακατάπαυτα κι έβριζε το ίδιο ασταμάτητα. Τους πολιτικούς, που έχουν διαλύσει τη χώρα, τους δικαστές, που δικάζουν σα ρομποτάκια ή τα τσεπώνουν σα νταβατζήδες, τους υπεύθυνους – ανεύθυνους των δημοσίων οργανισμών που δεν δίνουν δεκάρα ούτε για τον οργανισμό, ούτε για τον πολίτη. Κάποιος απέναντί του δοκίμασε να του προβάλλει αντεπιχειρήματα: «Ας μην γενικεύουμε, δεν είναι όλοι έτσι»… Τέτοια πράγματα λογικά… Εκείνος όμως συνέχιζε τον τρελό, άγριο μονόλογό του. Κοίταξα εκείνον που καθόταν απέναντι. «Πόσο θλιβερό!», μου ψιθύρισε. Ναι! Πόσο θλιβερό να ακούς την αλήθεια σ’ αυτόν τον τόπο μόνο απ’ τους μικρούς και τους τρελούς!
Είναι κάτι βράδια που τέτοιες σκέψεις με συλλαμβάνουν ανέτοιμο... Τα βράδια, πάντως η πόλη μου είναι πιο άσχημη. Το παραδέχομαι. Έχει μιαν ασχήμια που μου ταιριάζει. Αυτό το καταθλιπτικό γκρι των κτιρίων με συναρπάζει… οι απέραντοι μαύροι όγκοι των αυτοκινήτων που κλείνουν τα πεζοδρόμια, μου δίνει την αίσθηση της οικειότητας, γιατί όλοι μοιάζουν με το δικό μου αυτοκίνητο, που το πούλησα λίγο καιρό μετά που το ξόφλησα, γιατί δεν άντεχα να πληρώνω τέλη, ασφάλειες, συνεργεία… Αλλά το’χω νοσταλγήσει τόσο πολύ το άτιμο… Σαν παιδί μου το είχα… Ούτε το γιο μου δεν έβλεπα τόσο συχνά… Κι ύστερα, τα σκοτεινά δρομάκια δίχως φώτα γιατί ακόμη δεν έχει αλλάξει τις καμένες λάμπες ο δήμος, οι μηχανές μεγάλου κυβισμού που περνούν βιαστικά και αφήνουν πίσω τους έναν κρότο σαν πιστόλι από το όπλο φονιά…
Στα στενά σοκάκια αυτής της πόλης τριγυρνώ. Κάποιες φορές βρέχει και τα παιδιά της γειτονιάς τρέχουν να κρυφτούν, αυτά τα παιδιά που πια δεν παίζουν, αλλά αγωνίζονται για ψεύτικες ελπίδες, είναι τόσο μικρά κι όμως χωρούν μέσα στην παιδική τους ψυχή όλες οι κακίες του ανθρώπου, αναστενάζουν από τώρα κουβαλώντας βάρη που δεν είναι δικά τους. Κυλούν οι στάλες της βροχής πάνω τους, σαν καημοί που ποτέ δεν τους πρόφερε κανείς, μα εκείνα κι όλας έχουν μάθει να τους ερμηνεύουν. Ένα απ’ αυτά έχει ξεμείνει πίσω και ζωγραφίζει κάτι στον τοίχο, μια ελπίδα του που σύντομα θα γίνει άλλο ένα ξεφτισμένο χρώμα στη ζωή του. Γιατί οι ελπίδες σ’ αυτόν τον τόπο έχουν πεθάνει νωρίς και κανείς δεν νοιάζεται, κανείς δεν διαμαρτύρεται, αφού όλοι βάλαμε το χέρι μας για να σκοτεινιάσει αυτός ο ουρανός από πάνω μας. Πώς να δώσεις ελπίδες με τέτοιο μαύρο ουρανό σ’ ένα παιδί που γεννήθηκε για να γελάει σαν το πρώτο φως της αυγής, μα που το διδάξαμε να κλαίει σαν το πρώτο πρωτοβρόχι; «Η ζωή είναι σκληρή», του λέμε ήδη και ξεριζώνουμε το θαύμα από μέσα του, το φως από το σπλάχνο του. Ό, τι αγγίζει το κάνουμε απαγορευμένο, ό, τι νιώθει το βλαστημάμε, ό, τι ζει το απεχθανόμαστε. Το δικό του ταξίδι στο φως το καταστρέψαμε ήδη, βάζοντάς του εισιτήριο, διόδια και εισπράκτορες. Κι όταν σε ρωτάνε τούτα τα παιδιά, κάνεις πως τα ξέρεις όλα αυτά, για τα οποία σε ρωτάνε. Όμως, κανείς δεν ξέρει τίποτε, ώσπου να έρθει η ώρα. Τούτη η ώρα συνήθως αργεί. Διότι ο άνθρωπος δεν σταματά ποτέ να αμφιβάλλει ακόμη και γι’ αυτά που ξέρει. Αλλά το πιο φοβερό, το πιο δυσβάσταχτο απ’ όλα, είναι να διαπιστώσεις ότι στ’ αλήθεια αυτά που ξέρεις είναι μοναχά σκιές, που χορεύουν μπροστά στα μάτια σου και στριφογυρίζουν σα φαντάσματα μέσα σε υποχθόνια σπηλιά. Σ’ αυτή τη βασανιστική σκοτεινή σπηλιά βρισκόμαστε από παιδιά. Πώς, λοιπόν να διδάξουμε τα παιδιά μας; Πόσο δίκιο είχες, Πλάτων! Κανείς δεν σε πίστεψε! Κανείς δεν ήθελε να σε πιστέψει, εσένα, Μεγάλε Προφήτη! Ακόμα και σήμερα, που καθηλωμένοι μπροστά σε μια οθόνη, αντικρίζοντας μοναχά τις μαριονέτες που μας κουνάνε άλλοι και ακούγοντας τα ψεύτικα, τα λόγια τα μεγάλα, που μας κραυγάζουν επιτήδειοι, βλέπουμε καθαρά τι σημαίνουν αυτές οι σκιές και τι δεσμώτες γίναμε εμείς που τις πιστέψαμε, ακόμα και σήμερα δεν θέλουμε να πιστέψουμε! Διότι, όσο σκληρό είναι να αποδεχτείς την ευθύνη που έρχεται με την ελευθερία, άλλο τόσο οδυνηρό είναι να αντιληφθείς ότι ζεις στην πλάνη και εξουσιάζεις μονάχα είδωλα.
Ζούμε, λοιπόν όλοι μέσα στην κόλαση, ζούμε όμως και μέσα στο δυνάμει παράδεισο... Ο μεγαλύτερος παράδεισος για τον άνθρωπο είναι να τείνει το χέρι του στο διπλανό του που βρίσκεται στην κόλαση. Η μεγαλύτερη κόλαση είναι να τον αφήσει να καίγεται…
Κι ύστερα, είναι οι Αγανακτισμένοι. Πέρασα κι εγώ από την πλατεία Αγανακτισμένων. Ένας από αυτούς μου χώνει στη μύτη ένα φυλλάδιο. «Θα έρθεις κι εσύ να διαμαρτυρηθείς μαζί μας;», τον ακούω να με ρωτά. Ίσως αυτό να ξεχείλισε το ποτήρι. Ίσως απλώς να έπρεπε κάπου να ξεσπάσω. Ίσως με τρέλανε ο ίδιος ο παραλογισμός και ο βιασμός της λογικής. «Να διαμαρτυρηθώ; Ε, ναι, λοιπόν! Διαμαρτύρομαι! Διαμαρτύρομαι, διότι, άνθρωπε, πολίτη, πολιτικέ, βλέπεις τους γύρω σου μόνο σαν ενοχλητικές παρουσίες, απαραίτητες μόνο για να πετύχεις τους δικούς σου σκοπούς. Διαμαρτύρομαι διότι έχεις αγιοποιήσει τόσο πολύ τα μέσα για να πετύχεις τον όποιο σκοπό σου, ανίκανος να καταλάβεις ότι δίπλα σου υπάρχουν κι άλλοι που μπορεί να διαθέτουν δικούς τους, όχι πάντα ίδιους με τους δικούς σου. Τους ποδοπατάς, όταν μπορείς, λουφάζεις, όταν δεν σε παίρνει, ποτέ όμως δεν σκέφτεσαι ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος: να τα βρεις μαζί του, να πορευτείς πλάι του, να κατανοήσεις το δικό του όνειρο, να αφουγκραστείς το δικό του δικαίωμα. Διαμαρτύρομαι, διότι ταύτισες την ελευθερία με την αναρχία, μπέρδεψες τη δημοκρατία με την οχλοκρατία, έστρωσες τη δουλειά σου χάρη  στη δουλεία των άλλων. Διαμαρτύρομαι, διότι υποδέχτηκες ένα δεσπότη με τυμπανοκρουσίες και ντουντούκες, επειδή έτσι σε βόλευε, κι όταν σταμάτησε να σε βολεύει, τον έδιωξες με τις ίδιες ντουντούκες που όμως πια κραυγάζουν αποδοκιμασίες, απλώς και μόνο για να φέρεις κάποιον άλλο στη θέση του. Το χειρότερο είναι ότι εσύ ο ίδιος ποτέ δεν παραδέχτηκες την ευθύνη σου γι’ αυτή τη γελοιοποίηση των δημοκρατικών αξιών. Διαμαρτύρομαι, διότι βλέπεις κάποιους να ζουν ως κανίβαλοι και να πατάνε επί πτωμάτων κι αντί να τους αντισταθείς, περιμένεις πότε θα γίνω κι εγώ ένα πτώμα, για να με φας και να ενταχθείς στη σιχαμερή τους φυλή. Διαμαρτύρομαι, διότι ονομάσατε την ατιμία μαγκιά και την τιμιότητα απερίγραπτη κουταμάρα. Διαμαρτύρομαι, διότι μας κάνατε να πιστέψουμε στα λόγια σας, όταν εσείς οι ίδιοι δεν πιστεύατε σ’ αυτά. Διαμαρτύρομαι, διότι εν ονόματί μου κάποιοι πλούτισαν, κάποιοι άλλοι εξουσίασαν, όλοι όμως έκαναν πως δεν με γνώριζαν, όταν τους ζήτησα να με βοηθήσουν στις δύσκολες στιγμές μου. Διαμαρτύρομαι, διότι η ζωή μου έχει βαλτώσει, την ίδια ώρα που η ζωή κάποιων άλλων που βάλθηκαν να με πείσουν ότι με υπηρετούν έχει υψωθεί στα ουράνια κι αντί να τείνουν χέρι για να με σηκώσουν, με πατάνε με τη φασιστική μπότα τους στο κεφάλι για να βουλιάξω περισσότερο και το χαίρονται κιόλας. Διαμαρτύρομαι, διότι κάποιοι μου πέταξαν στα μούτρα τα αποφάγια τους, για να πείσουν τους εαυτούς τους και τους θεούς τους ότι είναι φιλεύσπλαχνοι. Διαμαρτύρομαι, διότι κάποιοι εξακολουθούν να αποφασίζουν για μας, χωρίς εμάς. Διαμαρτύρομαι, διότι όλοι σας κάνατε το χρήμα θεό και την ύλη θρησκεία, πείθοντας κι εμένα να γίνω πιστός της, απομυζώντας μου και την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για να τη συντηρώ, την ίδια ώρα που εσείς αποθηκεύετε αμέτρητες φιάλες για δική σας και μόνο χρήση, σαν καλοί και σωστοί βρικόλακες! Διαμαρτύρομαι, διότι με θεωρήσατε άξιο μόνο για σκυλάκι σας κι όχι για συνοδοιπόρο ή έστω συνομιλητή σας στα φιλόδοξα σχέδιά σας. Διαμαρτύρομαι, διότι κάποιοι από σας δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους, κι όμως οδηγείτε ολόκληρο λαό πίσω σας. Είστε τυφλοί και πατάτε στις λάσπες, βαπτίζετε όμως την τύφλα σας ταπεινότητα και τις λάσπες χλοοτάπητα.  Διαμαρτύρομαι, διότι κάποιοι έκαναν την ιδεολογία μου τέχνασμα για να εξαπατούν τους αδαείς και τη θρησκεία μου προϊόν για να την πουλάνε στους αφελείς, ενώ κάποιοι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν την αγάπη μου για την πατρίδα μου για να κερδίσουν θώκους και καρέκλες κι όταν τις κέρδισαν με αποκάλεσαν αναχρονιστικό ή ηλίθιο, επειδή συνέχισα, παρόλα αυτά, ν’ αγαπώ την πατρίδα μου. Διαμαρτύρομαι, διότι δεν μπορώ να διαμαρτυρηθώ που οι ίδιοι οι μαθητές μου πρόδωσαν την ιδέα για έναν καλύτερο κόσμο, διότι πρώτος την πρόδωσα εγώ που τη δίδαξα. Διαμαρτύρομαι, διότι όσοι διαμαρτύρονται γι’ αυτά πεθαίνουν πάντα στο σταυρό και στη φωτιά! Ω, ναι, το ξέχασα! Σήμερα, δεν πεθαίνει κανείς! Είμαστε πια πολιτισμένοι! Τους κλείνουμε μοναχά στα τρελάδικα ή τους τραβολογάμε στα παράθυρα των τηλεοπτικών ειδήσεων! Διαμαρτύρομαι, διότι περπατάτε μόνο τη νύχτα και κρύβεστε τη μέρα, σα διαβόλοι που φοβάστε τον ήλιο μήπως φανερώσει τις αμαρτίες σας, κι όμως φτύνετε τ’ αστέρια, αντί να τα θαυμάζετε. Διαμαρτύρομαι, διότι σήμερα πια κλαίνε στ’ αλήθεια μόνο τα παιδιά, αντί να γελάνε. Μιλάνε μόνο οι ανόητοι, αντί ν’ ακούνε. Φωνάζουν μόνο οι γελοίοι, αντί να το βουλώνουν. Πεθαίνουν μόνο οι γενναίοι, αντί να νικούνε. Βραβεύονται μόνο οι δειλοί, αντί οι ήρωες. Τραγουδάνε μόνο οι παράφωνοι, αντί οι καλλιτέχνες. Μιλάνε για παράδεισο μόνο οι σατανάδες, αντί οι άγγελοι. Κάνουν έρωτα μόνο οι χυδαίοι, αντί οι αγαπημένοι εραστές. Αγαπάνε μόνο οι διάβολοι, αντί οι θεοί. Διαμαρτύρομαι, διότι δεν έχει δρόμο η ζωή για να βαδίσω, παρά μόνο πέλαγο κι αυτό μανιασμένο, φουρτουνιασμένο σαν την ψυχή μου. Μα δεν έχω καράβι, παρά κολυμπώ μονάχος μου στην αρμύρα και πουθενά γλυκό νερό, αρμενίζω κόντρα στο βοριά και τα χέρια μου πια δεν με κρατάνε πάνω απ’ το νερό, το κύμα με παρασύρει στο βυθό, άγριο, σκοτεινιασμένο. Το χειρότερο είναι που βαρέθηκα να κολυμπώ, σταμάτησα ν’ αγωνίζομαι και το ξέρω πως τούτο δω το τελευταίο κύμα, μαύρο, θαμπό, θα με παρασύρει σε μια ανείπωτη σιγαλιά, μήτε ελπίδες έχω πια πως κάποιο αγαπημένο χέρι θα με τραβήξει… Διαμαρτύρομαι, λοιπόν αφού πια δεν έχω καμία ελπίδα. Τούτη είναι η χειρότερη κατάρα…
Με λένε Δημήτρη Γκίκα και διαμαρτυρία είναι ο λόγος μου... Με λένε Δημήτρη Γκίκα κι όταν έπρεπε να διδάσκω την αγάπη και την ελπίδα, αναγκάζομαι να διδάξω το μίσος και την απογοήτευση... Με λένε Δημήτρη Γκίκα και όταν έπρεπε να πιστεύω σε κάτι, δεν πιστεύω πια τίποτε απ’ όσα ακούω, απ’ όσα βλέπω, απ’ όσα αισθάνομαι... Με λένε Δημήτρη Γκίκα, μ’ ακούει κανείς ;