Οι λεγόμενες «πολυπολιτισμικές» κοινωνίες, η συνύπαρξη δηλαδή στον ίδιο γεωγραφικό χώρο ανθρώπων με διαφορετική εθνολογική καταγωγή, θρησκευτική πίστη και γενικότερα πολιτισμική κουλτούρα, αποτελεί για πολλές ευρωπαϊκές χώρες μιαν αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Το τεράστιο κύμα μεταναστών που «έπληξε» την Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία περίπου, δημιούργησε και στη χώρα μας συνθήκες «πολυπολιτισμικής» κοινωνικής διαστρωμάτωσης και διαμόρφωσε ένα καινοφανές ζήτημα στην ιστορική εξέλιξη του έθνους μας.
Ήδη από τις αρχές του 20 αιώνα, η Ελλάδα είχε αμιγή εθνολογικά πληθυσμό που διαμορφώθηκε τόσο κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, όσο – και κυρίως – μετά την ατυχή έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας και την καταστροφή που επήλθε εξαιτίας αυτής της έκβασης. Η συνθήκη της Λωζάννης το 1924 με την ανταλλαγή πληθυσμών διαμόρφωσε ένα “status quo” που ελάχιστα άλλαξε την εθνολογική σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους έως τα τέλη της δεκαετίας του 80. Στο μεταξύ, ιδίως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα είχε και η ίδια μεταναστεύσει κατά κύματα σε πολλές χώρες, ιδίως τη Γερμανία, την Αυστραλία και τις ΗΠΑ, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής και διαβίωσης. Ξεκάθαρο, λοιπόν είναι πως οι Έλληνες έχουν βιώσει από πρώτο χέρι την ανάγκη της μετανάστευσης και την πικρία της ξενιτιάς.
Η τεράστια προσέλευση – σε σχέση πάντα με την πληθυσμιακή αναλογία των πολιτών – μεταναστών κυρίως από την Αλβανία, από χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ αλλά και από τις χώρες της Ασίας και της Ανατολής διαμόρφωσε πολλαπλά προβλήματα, πολιτικά επί το πλείστον, κοινωνικά εν τέλει. Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να χειριστεί αποτελεσματικά έναν εξωπραγματικό αριθμό ανθρώπων που αναζητούσαν εναγωνίως δουλειά για να εξασφαλίσουν τροφή και μια στέγη φάνηκε κυρίως τα τελευταία χρόνια, όταν η έξαρση της εγκληματικότητας έφτασε σε δυσθεώρητα και πρωτόγνωρα για τη χώρα μας ύψη. Κάτι απολύτως λογικό, αφού οι μετανάστες, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, φτάνουν και ίσως να ξεπερνούν το 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ποσοστό εξωπραγματικό, αν εξετάσει κανείς πως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες το αντίστοιχο ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο. Αν, μάλιστα σκεφτεί κανείς και τις εγγενείς αδυναμίες του Ελληνικού κράτους να αναπτύξει μια ισχυρή οικονομία παραγωγής – και μάλιστα βιομηχανικής που να δημιουργεί ανάγκες για εργατικά χέρια – ώστε να προσφέρει τελικά δουλειά στους ανθρώπους αυτούς, αντιλαμβανόμαστε πως ένας τέτοιος αριθμός ανθρώπων, αδυνατώντας να καλύψει βασικές ανάγκες επιβίωσης ή θα εγκαταλείψει τη χώρα ή θα καταφύγει σε παράνομες δραστηριότητες για να επιζήσει.
Συνεπεία όλων αυτών των αδυναμιών του ελληνικού κράτους, διαμορφώθηκε μια κοινωνική συμπεριφορά απέναντι στους μετανάστες που, οπωσδήποτε δημιουργημένη από αυθαίρετες γενικεύσεις, έχει δυστυχώς βάσεις και στηρίζεται επί των στοιχείων. Οι πολίτες διαπιστώνουν ότι το κύμα έξαρσης της εγκληματικότητας τα τελευταία χρόνια οφείλεται στους μετανάστες που δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν σταθερή εργασία, ώστε να διατηρούν νόμιμη άδεια παραμονής και καταφεύγουν σε παράνομες δραστηριότητες για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Κι αυτό δεν είναι ανάγκη να το πληροφορηθεί κανείς από τα ΜΜΕ ή από τις Αστυνομικές αρχές, αφού πολλοί συμπολίτες μας έχουν υπάρξει οι ίδιοι θύματα τέτοιων ενεργειών. Το ζήτημα πλέον είναι σοβαρό και έχει πολλαπλές διαστάσεις, καθώς πολλές φορές οδηγεί σε γενικεύσεις του τύπου «όλοι οι μετανάστες είναι εγκληματίες» που είναι αναπόδεικτες και σαφώς αδικούν πολλούς από αυτούς που δεν έχουν καταφύγει ποτέ σε τέτοιες δραστηριότητες, αντίθετα ζουν και εργάζονται νομότυπα και αποτελούν μέρος της κοινότητας, στην οποία διαμένουν. Είναι δε χαρακτηριστικό πως όσοι απ’ αυτούς έχουν πλέον ενταχθεί και ζουν και εργάζονται νόμιμα, θεωρούν δείγμα ολιγωρίας του ελληνικού κράτους το ότι δεν χειρίζονται ικανοποιητικά τους υπόλοιπους παράνομους μετανάστες – ακόμη κι αν πρόκειται για ομοεθνείς τους! – αφού η δραστηριότητά τους βλάπτει και τους ίδιους. Και το χειρότερο είναι πως έχουν δίκιο!
Η υποχρέωση της Ελλάδας να αποδεχτεί την υφιστάμενη πραγματικότητα – υποχρέωση που πηγάζει από τις ίδιες τις καταστάσεις, αλλά και από άλλους παράγοντες, κατά κύριο λόγο εξωτερικούς – έχει αντίκτυπο και στη δομή της εκπαίδευσης των παιδιών μας. Η έννοια της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας έχει ενταχθεί στο λεξιλόγιο του δασκάλου – καθηγητή, καθόσον η ανάλυση της έννοιας προβλέπεται κι από το πρόγραμμα ύλης των μαθημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο της Νεοελληνικής Γλώσσας της Γ’ Γυμνασίου, όπου ήδη στην πρώτη ενότητα μαθημάτων (σ. 11) γίνεται λόγος για «ζήτημα συνύπαρξης διαφορετικών εθνοπολιτισμικών ομάδων». Καταλήγει δε το απόσπασμα[1]: Τα παιδιά στο σχολείο καλούνται να μάθουν να ξεχωρίζουν τα κοινά στοιχεία που έχουν μεταξύ τους κουλτούρες που στην πρώτη ματιά μοιάζουν διαφορετικές, να εκτιμούν την αξία άλλων πολιτισμών εκτός από το δικό τους, να αναγνωρίζουν την ετερογένεια, και όχι την ομοιογένεια, ως βασικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών.
Είναι σαφές πως το παραπάνω κείμενο αναφέρεται σε κουλτούρες και πολιτισμικά στοιχεία που αντανακλούν, προφανώς τον αντίστοιχο πολιτισμό των μεταναστών. Είναι εύλογο να αναπτύσσεται στο σχολείο μια προσπάθεια να προσαρμοστούν τα παιδιά που προέρχονται από άλλες «εθνοπολιτισμικές ομάδες». Απορεί όμως κανείς – ιδιαίτερα ο εκπαιδευτικός που καλείται να διδάξει το παραπάνω κείμενο αλλά και ο μαθητής που το διαβάζει – γιατί θα πρέπει να μάθει ο μαθητής ελληνικού σχολείου να «ξεχωρίζει τα κοινά στοιχεία που έχουν μεταξύ τους κουλτούρες…διαφορετικές». Το να μάθει ο μαθητής την ελληνική κουλτούρα ήδη αποβαίνει ιδιαίτερα δυσχερής κατάκτηση. Το να του ζητάμε όμως να μάθει κι άλλες κουλτούρες – μέσα στο πλαίσιο σεβασμού διαφορετικών πολιτισμικών αξιών – για να μπορεί να συγκρίνει εκείνες με τη δική του, όχι μόνο είναι ανέφικτο και ανεδαφικό, αλλά δηλώνει και άγνοια της εκπαιδευτικής πρακτικής. Σε κανένα σχολείο του κόσμου δεν προσεγγίζει την κουλτούρα του μετανάστη το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας που τον φιλοξενεί (εκτός αν μιλάμε για τους Έλληνες, η κουλτούρα των οποίων μαθαίνεται στα περισσότερα δυτικά σχολεία, εννοείται όμως πως κι εκεί μαθαίνεται η Αρχαία ελληνική κουλτούρα και ο αρχαίος πολιτισμός που θεωρείται το λίκνο του δυτικού κι όχι η Νεοελληνική κουλτούρα, για την οποία οι περισσότεροι ξένοι δηλώνουν άγνοια…). Αντίθετα, γίνεται προσπάθεια να προσεγγιστεί από το μετανάστη η κουλτούρα του τόπου στον οποίο έχει μεταναστεύσει, ώστε να μπορεί να προσαρμοστεί ευκολότερα. Ζητούμενο πάντα είναι η προσαρμογή του μετανάστη – με ταυτόχρονη βέβαια την προσπάθεια να μην περιθωριοποιούνται οι ξένες κουλτούρες – όχι η προσαρμογή του ντόπιου πληθυσμού! Είναι σαν να ζητάς από έναν Αμερικανό που ζει στις ΗΠΑ να μάθει ελληνικά, διότι το σχολείο του έχει μετανάστες από την Ελλάδα! Και μια και μιλάμε για γλώσσες, το να μπορεί κάποιος να ξεχωρίζει κοινά σημεία σε κουλτούρες προϋποθέτει βέβαια και την εκμάθηση των αντίστοιχων γλωσσών. Τι προτείνεται, δηλαδή; Να μαθαίνουν οι Έλληνες – εκτός από τα Αγγλικά, τα Γαλλικά και τα Γερμανικά – και Αλβανικά, Ρωσικά, Βουλγαρικά, Φιλιππινέζικα κ.ο.κ.; Δεν τους φτάνει αυτός ο βομβαρδισμός τόσων ξένων γλωσσών που η διδασκαλία τους τείνει να ξεπερνά (!) τη διδασκαλία – σε πραγματικές διδακτικές ώρες – της μητρικής του γλώσσας; Κι ύστερα απορούμε όλοι γιατί η λεξιπενία, ο σολοικισμός κι άλλα παρόμοια δεινά γλωσσικής ένδειας ταλαιπωρούν σήμερα το μαθητικό πληθυσμό…
Το τραγικό της υπόθεσης είναι πως ακόμη και μαθητές διαβλέπουν πίσω από τέτοιες δηλώσεις περί «αναγνώρισης της ετερογένειας και αναγνώρισης της αξίας ξένων πολιτισμικών προτύπων», μια προσπάθεια να αναγνωριστούν τέτοια πολιτισμικά στοιχεία ως αντικείμενα μάθησης στο σχολείο. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε το εξής: Μπορεί οι «πολυπολιτισμικές κοινωνίες» να είναι μια πραγματικότητα σήμερα, δεν σημαίνει όμως ότι θα πρέπει και να δημιουργήσουμε «πολυπολιτισμικά» σχολεία, στα οποία θα διδάσκεται – και μάλιστα επί ίσοις όροις – η κουλτούρα άλλων λαών. Τέτοιες υπερβολές, δυστυχώς δεν διαμορφώνουν συνθήκες ομαλής ένταξης των ανθρώπων αυτών στο πολιτισμικό γίγνεσθαι του τόπου, στον οποίο – με τη θέλησή τους – έχουν μεταναστεύσει.
Είναι προφανές και ευλόγως συνάγεται από τα παραπάνω πως ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη δύσκολη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σε σχέση με τους μετανάστες, τη φέρει το ίδιο το κράτος. Η κοινωνία διαμορφώνει τα όποια «αντανακλαστικά» της πάντα με βάση την κατάσταση. Δεν γεννιέται κανείς προκατειλημμένος, ούτε η κοινωνική συμπεριφορά διαμορφώνεται εκ του μηδενός ή από ατομικά ή ιδεολογικά «κόμπλεξ», όπως πιστεύουν μερικοί. Γεννιέται, επειδή η υφιστάμενη αδυναμία ενός ολόκληρου κρατικού οργανισμού έχει οδηγήσει σε απόγνωση χιλιάδες νομότυπους ανθρώπους, που βλέπουν τις περιουσίες τους και τη ζωή τους να κινδυνεύουν. Γεννιέται, επειδή η εκπαιδευτική ηγεσία παρακολουθεί ανήμπορη τα δρώμενα και τις εξελίξεις, αδυνατεί να πάρει αποφάσεις που θα δίνουν πρακτικές και βιώσιμες λύσεις και καταφεύγει σε διανοουμενίστικα και θεωρητικά κατασκευάσματα που, αντί να επιλύουν τα προβλήματα, δυσχεραίνουν και διογκώνουν τα ήδη υπάρχοντα.
Το να λέμε ότι ζούμε σε ένα «ευνομούμενο και οργανωμένο κράτος» δεν αρκεί. Πρέπει τούτο να αποδεικνύεται καθημερινά. Σε όλα τα κράτη εμφανίζονται προβλήματα τέτοιας φύσεως. Τα περισσότερα κράτη λαμβάνουν συγκεκριμένα, αυστηρά – όπου χρειάζεται – μέτρα, απαραίτητα για τη συνέχιση του ομαλού και εύρυθμου βίου των υπολοίπων πολιτών. Η αναγνώριση, μάλιστα ελληνικής ιθαγένειας, όχι μόνο δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά θα δημιουργήσει πλείστα άλλα. Το ελληνικό κράτος οφείλει να αντιμετωπίζει τους μετανάστες με σεβασμό γι’ αυτούς και την κουλτούρα τους, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζει όμως με τον ίδιο σεβασμό αυτούς που προσπαθούν να διασαλεύσουν την κοινωνική γαλήνη του τόπου ή που προσπαθούν, από μια κακώς εννοούμενη εξισωτική πρακτική, δήθεν ανθρωπιστική, να χρησιμοποιούν ίδια μέτρα και σταθμά για εκείνους που ζουν και εργάζονται νομότυπα και για κείνους που καταφεύγουν σε παράνομες δραστηριότητες.
Το ελληνικό κράτος διαθέτει ισχυρό εθνολογικό προσανατολισμό που εδράζεται τόσο στη μακραίωνη ιστορική του παρουσία και τη σπουδαία πολιτισμική του πορεία, όσο και στους αγώνες που έδωσε ο λαός του για να παραμείνει ανεξάρτητο. Η γλώσσα του, εθνική κι όχι από συγκυρίες κυριαρχούσα, η θρησκεία του, αμιγώς χριστιανική, η πολιτιστική του ταυτότητα και η εθνική του κουλτούρα, αποτελούν βασικά στοιχεία της ύπαρξής του. Τούτες οι διαπιστώσεις δεν αποτελούν αντιλήψεις ακροδεξιού ή φασιστικού χαρακτήρα. Αποτελούν δεδομένα που στηρίζονται σε ιστορικές διεργασίες και συγκεκριμένη πορεία που έχει διανύσει το συγκεκριμένο κράτος και η πλειοψηφία του λαού του. Το ελληνικό κράτος, λοιπόν δεν είναι δυνατόν να εξισώνει τη δική του κουλτούρα με εκείνη των μεταναστών. Όχι διότι απαραίτητα η δική μας είναι η καλύτερη, αλλά διότι η δική μας είναι αυτή που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, είναι αυτή του τόπου μας στον οποίο γεννηθήκαμε, της ιστορίας μας, αυτή που θα κληροδοτήσουμε και στα παιδιά μας… Η δική μας κουλτούρα, ο δικός μας πολιτισμός, τα δικά μας ήθη κι έθιμα έχουν αξία για μας ιδιαίτερη. Και τούτο δεν αλλάζει…
[1] Το απόσπασμα προέρχεται από διασκευή άρθρου της Χριστίνας Κουλούρη, «Η ισχύς της πλειονότητας και τα δικαιώματα των ολίγων», δημοσιευμένο στην Εφημερίδα «Το Βήμα» , 1998. Βρίσκεται στη σελίδα 11 του σχολικού βιβλίου «Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυμνασίου».