Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Είμαι ο ΛΑΟΣ


Δεν είμαι πολιτικός με την ευφυία του Βενιζέλου που, δήθεν εκνευρισμένος επειδή ορισμένα Ταμεία δεν δέχτηκαν το κούρεμα, ενεργοποίησε τα CACS. Δεν είμαι μεγαλοεπενδυτής που περιμένω να ενεργοποιηθούν τα CDs για να κερδίσω εκατομμύρια. Δεν είμαι τράπεζα που, ότι και να γίνει, θα διασωθώ, συνεχίζοντας το... ευάρεστο έργο μου. Δεν είμαι Γερμανός, Ολλανδός ή Φιλανδός πολιτικός που φοβόταν μια άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδας, επειδή θα επηρέαζε κι εμένα.

Είμαι ο λαός, ο... υπερήφανος και... κυρίαρχος! Που είμαι άνεργος, υποαπασχολούμενος, συνταξιούχος του δίφραγκου και που βλέπω το βιοτικό μου επίπεδο, το δικό μου και των παιδιών μου, να πέφτει. Που είμαι αποκλεισμένος από κάθε δημοκρατική διαδικασία, αφού μου απαγόρευσαν ακόμη και να εκφράσω άποψη για τα Μνημόνια. Που διασύρεται η εθνική μου κληρονομιά, που ευτελίζεται ο πολιτισμός και η ιστορία μου. Που δεν μπορώ να πανηγυρίσω τη... μεγάλη επιτυχία του ελέω Τρόικας Πρωθυπουργού να θεωρούμαστε χρεοκοπημένοι, και κερατάδες και... δαρμένοι. Που μου κουνάνε το δάκτυλο ξένοι... τιποτένιοι και τυχάρπαστοι αλλά και Έλληνες προδότες, επειδή δεν είμαι ευχαριστημένος που σε 20 χρόνια από σήμερα μπορεί και να... γίνω καλύτερα! Που βλέπω τη χώρα μου να λεηλατείται, να ποδοπατάται, να λοιδωρείται και πρέπει, λέει, να αισθάνομαι εγώ αποκλειστικά υπεύθυνος γι’ αυτό, ενώ οι λοιποί που ζούσανε και ζούνε σε βάρος της πλάτης μου έχουν το θράσος τώρα να με κατηγορούνε κι από πάνω!

Όμως, σας έχω νέα! Τούτος δω ο λαός δεν μένει για πολύ στα Τάρταρα! Τούτος δω ο λαός έχει μάθει στα δύσκολα. Έχει τη λευτεριά στο αίμα του, την ελπίδα στην καρδιά του και τα μάτια του, όσο κι αν είναι θολά από τον πόνο και την πίκρα, δεν χάνουν ποτέ την αποφασιστικότητά τους. Τούτος δω ο λαός γνωρίζει να παλεύει, να αγωνίζεται, να ξαναφτιάχνει απ’ τα ερείπια της ζωής του πολιτισμό. Να ξεφεύγει απ’ το σκοτάδι και να λούζεται στο φως. Τούτος δω ο λαός ξέρει να μάχεται κι απ’ τα χαλάσματα να φτιάχνει αριστουργήματα. Αυτός είν’ ο λαός!

«Κι αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή ‘ν’ η ρίζα

και μένει πάντα ζωντανό, ή ρόβι φάγ’ ή βρίζα

αυτό το βόιδι το μανό, π΄όσο βαθιά ρουχνίζει

τόσ’ εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει

ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΟ ΚΡΑΖΟΥΝΕ ΛΑΟ. ΘΑ ΣΠΑΣΕΙ ΤΟ ΚΑΡΙΚΙ

ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΜΕ ΦΤΕΡΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ...

Εγώ, ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης

που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τον επάρεις

εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω

για να τρώγει άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω

την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι

ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη.

Εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω

το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίζω

με κλήματα που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω

λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω.

Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη

και παίρνω κέρδος, πλερωμή, προσφάγι την πασπάλη

που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο

και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο

ΑΥΤΟΣ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝ’ Ο ΛΑΟΣ. Τ’ άψυχο το κουφάρι

Αυτό ‘ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι

ΜΗ ΡΙΞΕΙΣ ΑΛΛΟ ΦΟΡΤΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ...

.... Καλλίτερα το βρόχο,

ΠΑΡΑ ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΣΤΗ ΓΗ! Άρα κατάρα το’ χω

Θά’ φηναν λάκκωμα βαθύ και θα’ταν μέγα κρίμα

Τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ’ αυτό το μνήμα!» (Α. Βαλαωρίτης).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου