Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Πέτρινα Χρόνια


Η μοίρα μας επιφύλαξε να ζήσουμε σε πέτρινα χρόνια. Ανατράπηκε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα το βιοτικό μας επίπεδο. Κι εγώ αισθάνομαι να περπατώ σ’ ένα δρόμο που έχει ερημώσει από καιρό και  δεν υπάρχει κανείς για να μιλήσω, μα ούτε και θέλω κόσμο γύρω μου. Δεν τραγουδώ, γιατί κανένα τραγούδι δεν μπορεί να μιλήσει για την πίκρα μου. Οι δρόμοι που διαβαίνω κρατούν μονάχα μια στιγμή και τούτο το ταξίδι μοιάζει να έχει ένα τέλος δίχως άλλη αρχή. Περπατώ βιαστικά, σαν το χρόνο που μας κλέβει τα νιάτα. Η νύχτα όμως δε βιάζεται να φύγει κι έτσι εγκαταστάθηκε στην ψυχή μου, δίχως φεγγάρι κι άστρα. Δεν μπορώ να ξεφύγω από τις ίδιες τις κραυγές της ψυχής μου. Οι ευχές μου οι παιδικές ξεχάστηκαν καιρό τώρα. Βαριαναστενάζω κι η καρδιά μου φλέγεται από έναν ατέλειωτο χειμώνα και δίχως ξημέρωμα δειλινά, από έναν καημό δίχως αύριο. Μοιάζει  η ψυχή μου πληγωμένο ζώο, χτυπημένο από αυτοκίνητο με ξένη σημαία.

Στην αέναη ιστορική μας διαδρομή ζήσαμε, ως λαός, ατέλειωτες μάχες. Άραγε κουραστήκαμε και δε θέλουμε πλέον να δώσουμε καμία άλλλη; Άραγε λησμονήσαμε πως η ζωή πάντοτε είναι μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ; Μοιάζουμε σακατεμένοι, πεσμένοι στο πάτωμα ενός ρινγκ με τον αντίπαλο να στέκεται από πάνω μας βλοσυρός κι άγριος, σίγουρος για τη νίκη του, έτοιμος να πανηγυρίσει την ολοκληρωτική ήττα μας. Στάζουν τα χείλη μας αίμα, τα μάτια μας δακρύζουν από τον πόνο. Πληγωθήκαμε.

Πέσαμε. Πληγωθήκαμε. Μα τώρα, είμαστε ακόμα πιο δυνατοί. Διότι η καρδιά μας είναι από σίδερο, η ψυχή μας από ατσάλι. Και στο βάθος του ρινγκ περνούν μία μία οι μορφές των προγόνων μας που έδωσαν τις δικές τους μάχες. Μάχες που τις κέρδισαν, μάχες που θριάμβευσαν. Εκείνοι τώρα μας βλέπουν, θεατές, να έχουμε πέσει κάτω, αιμόφυρτοι και μας κοιτούν με σθένος, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο.

Είναι τα χρόνια πέτρινα που ζούμε, σκληροί καιροί μες τη φωτιά. Μα η Ελλάδα που κουβαλά τη γη στους ώμους της, που χάραξε τους δρόμους, κλείνει μέσα της εκείνες τις δυνάμεις που μπορούν να θρυμματίσουν τις πέτρες που γυρεύουν να μας καταπλακώσουν, που μπορούν να σπάσουν τις αλυσίδες που μας κρατούν δεσμώτες. Η Ελπίδα, η Πίστη, η Παράδοση, η Ιστορία, οι Ιδέες.

Τα πέτρινα χρόνια ήρθαν. Θα περάσουν. Διότι ο αγώνας ποτέ δεν τελειώνει για μας. Όσο σηκωνόμαστε και πάλι όρθιοι, ο αγώνας ποτέ δεν τελειώνει για μας. Όσο στα χείλη μας ποτέ δεν ακούγεται η λέξη «παραδίνομαι», ο αγώνας ποτέ δεν τελειώνει για μας. Όσο την καρδιά μας καίει η ελπίδα της αναγέννησης της πατρίδας μας, ο αγώνας ποτέ δεν τελειώνει για μας. Όσο την ψυχή μας φλογίζει η λευτεριά, ο αγώνας ποτέ δεν τελειώνει για μας.

Πέσαμε. Και λοιπόν;  Ώρα να σηκωθούμε και πάλι όρθιοι! Κραυγάζουν οι πάντες γύρω μας. «Πέθαναν οι ήρωες», «έσβησε η Ελλάδα». Μα οι ήρωες δεν πεθαίνουν. Γίνονται σύμβολα και δυναμώνουν τις ψυχές εκείνων που τους πιστεύουν. Ούτε η Ελλάδα σβήνει. Διότι έχει έναν τέτοιο πολιτισμό, όλο φως.  

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Το εφικτό και το εθνικό


Η γραμμή μεταξύ των ιδεολογιών που για χρόνια μεσουρανούσαν στην Ελλάδα φαίνεται πως έχει καταρρεύσει. Από την άλλη, κοινή συνισταμένη των πάλαι ποτέ ενδόξων ιδεολογικών αναφορών αναδύεται πλέον η εθνικοκεντρική αντιμετώπιση της πολιτικής. Τούτο είναι καλό. Είχαμε πολύ καιρό να ακούσουμε εθνικό λόγο στην πολιτική.

Η οικονομική κατάρρευση της χώρας μας, φρονώ, δεν έχει ενεργοποιήσει ως τα σήμερα μια συμπαγή ομάδα που θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία με καινοφανή λόγο. Το προφανές αίτιο είναι ακριβώς η έλλειψη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Τι θα μπορούσε να αντιπροτείνει κανείς στην παρούσα κατάσταση; Επιστροφή στη δραχμή; Έξοδο από την Ευρωζώνη ή την ίδια την Ε.Ε.; Και το κυριότερο ερώτημα: Πόσο εφικτός είναι σήμερα ο εθνικός λόγος και οι αντίστοιχοι στόχοι του;

Η πρώτη βάση συζήτησης και σχηματισμού πολιτικού πλαισίου που θα ξεπερνούσε τα πεπαλαιωμένα πλέον συστήματα είναι αυτό του τρόπου διακυβέρνησης. Ο κοινοβουλευτισμός, όπως κυριαρχεί σήμερα, έχει ξεπεραστεί. Αποτελεί, συν τοις άλλοις, πολιτικό φαινόμενο ιδιότυπης ολιγαρχίας με φαινομενικά χαρακτηριστικά δημοκρατίας. Περισσότερα δημοκρατικά στοιχεία βρίσκει ο ιστορικός μελετητής στην Αρχαία Σπάρτη, παρά σε ένα – οποιοδήποτε- κοινοβουλευτικό δημοκρατικό σύστημα. Για το θέμα αυτό, πολλοί από τους γνωρίζοντες έχουν διατυπώσει απόψεις που όλες, λίγο ή πολύ, συγκλίνουν στο εξής: η σύγχρονη τεχνολογία παρέχει τις δυνατότητες μεγαλύτερης συμμετοχής στα κοινά. Αρκεί να αλλάξουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τόσο τη δημοκρατία, όσο και τον τρόπο διακυβέρνησης μέσω αυτής. Λευκή επιταγή τεσσάρων χρόνων δεν μπορεί πλεόν να δίδεται σε κανέναν! Ο θεσμός της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης αποτελεί ένα πρώτο βήμα. Η αξιοποίησή του θα μπορούσε να οδηγήσει στο δεύτερο: Δημοκρατία Άμεση και με χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.

Δεύτερο στοιχείο είναι σαφώς ο καθορισμός της κρίσης στις σωστές της διαστάσεις. Είναι πια ηλίου φαεινότερο πως η κρίση μόνο οικονομική δεν είναι. Πολιτισμική αμιγώς, εθνική ξεκάθαρα, πολιτική σαφέστατα. Η Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια, έχει απωλέσει σημαντικά στοιχεία εθνικής ταυτότητας (θρησκεία, τέχνη, ηθική) και τείνει να απωλέσει ακόμη περισσότερα (γλώσσα, παιδεία, δίκαιο). Κατά συνέπεια, ερωτήματα  του τύπου «επιστροφή στη δραχμή» δεν έχουν νόημα. Το πρώτο που θα έπρεπε να απαντηθεί είναι το εξής: Πώς θα μπορούσαμε, διατηρώντας τα πολιτιστικά μας στοιχεία και την εθνική μας ταυτότητα, να πορευτούμε στη σύγχρονη εποχή; Αν κάτι έχει αποδειχτεί στην ιστορική διαδρομή είναι πως κανείς λαός δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, αν δε φροντίσει να ακολουθεί νέους δρόμους. Έχει, όμως επίσης αποδειχτεί πως κανείς λαός δεν μπορεί να διατηρήσει την αυτοδιάθεσή του, αν δε διατηρήσει αντίστοιχα εκείνα τα στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας που του δίνουν το νόημα που χρειάζεται για να συνεχίσει να πορεύεται. Για την Ελλάδα, αυτή η διαπίστωση έχει ιδιαίτερη αξία. Μιλάμε για μια παράδοση, μια ιστορική διαδρομή τόσο σπουδαία, τόσο μεγάλη σε χρονική διάρκεια που η διαφύλαξη της ταυτότητάς της δε συνιστά μόνο ανάγκη εκ μέρους του λαού της, αλλά και πολιτισμική συνέπεια και σεβασμό εκ μέρους όλων των δυτικογενών κρατών. Κατά συνέπεια, ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας δεν είναι ζητούμενο. Είναι αυτονόητο. Με μια όμως βασική προϋπόθεση: Το αυτονόητο αυτό έχει ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Όχι πολιτικά. Στην πολιτική μονόδρομοι δεν υπάρχουν. Το συμφέρον κάθε κράτους και κάθε έθνους έχει φορά από μέσα προς τα έξω, όχι από τα έξω προς τα μέσα.

Συνεκτικό στοιχείο σ’ όλα τα παραπάνω είναι, θαρρώ, η εθνικοκεντρική προσέγγιση και ο εθνικός αντίστοιχα λόγος. Αυτή η θέση ίσως να ξενίσει τους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης ή τους εθνοσκεπτικιστές που, λανθασμένα, συγχέουν τον εθνοκεντρικό χαρακτήρα της πολιτικής με ρατσιστικά στοιχεία. Στους πρώτους θα μπορούσα να αντιτάξω το εξής γεγονός που, συνήθως, οι ίδιοι αποκρύπτουν έντεχνα: Υπήρξαν κι άλλοτε στην ιστορία απόπειρες «παγκοσμιοποίησης» του πολιτισμικού γίγνεσθαι. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν το επιστέγασμα τέτοιων προσπαθειών. Κατέρρευσε. Κατά τη γνώμη μου για ένα βασικό λόγο (χωρίς να απαρνούμαι κι όλους τους άλλους): Ο βασικός στόχος κάθε παγκοσμιοποίησης είναι να προβάλλει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Για να το επιτύχει αυτό, θεωρεί τους ανθρώπους ως είδος προβάτων που μπορούν να ενταχθούν στο ίδιο κοπάδι και χρησιμοποιεί κάθε μορφή βίας για να καθυποτάξει την όποια διαφοροποίηση. Πόσο εύκολο όμως είναι να επιτύχεις την «προβατοποίηση» αυτή; Καθόλου. Η διάθεση για διαφοροποίηση και η δίψα για ελευθερία είναι από τα βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά που μας ξεχωρίζουν από τα ζώα. Το πρώτο, λοιπόν που ο άνθρωπος αναγνωρίζει ως διαφορετικότητα, μετά τον εαυτό του, είναι αυτοί που γεννήθηκαν κι ανατράφηκαν στον ίδιο τόπο. Οι δεσμοί που σχηματίζονται σ’ αυτό το πλαίσιο είναι γερά θεμελιωμένοι, διότι είναι δεσμοί που διαμορφώνονται ελεύθερα κι όχι δεσμά που επιβάλλονται. Στους δεύτερους, που μπλέκουν την έννοια του έθνους με την ιδεολογία του ρατσισμού, θα έλεγα τα εξής: Η αγάπη μου για την πατρίδα μου, τον τόπο μου, δε σημαίνει ταυτόχρονα μίσας για τους άλλους τόπους. Σηματοδοτεί μια αίσθηση διαφορετικότητας. Αυτή η αίσθηση δεν συνιστά ποτέ ρατσισμό. Πάψτε, λοιπόν να μπερδεύετε τον πατριωτισμό με τη μισαλλοδοξία. Είναι τόσο απλοϊκή και ανόητη αυτή η σύγχυση, όσο ηλίθια κι άχρηστη είναι η ξενομανία.

Πόσο εφικτά είναι όλα τα παραπάνω, είναι ένα καίριο ερώτημα. Απαντώ: σε μεγάλο βαθμό. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ανέφικτη μια μετεξέλιξη της δημοκρατίας. Οι Έλληνες διαμόρφωσαν το πολίτευμα αρχικά, μπορούν οι ίδιοι να είναι που θα μεταφέρουν τις αξίες του στα σύγχρονα δεδομένα. Κάθε είδους επιβολή, είτε οικονομική είτε όποια άλλη, έστω κι  αν βαπτίζεται «παγκοσμιοποιημένη», αντιστρατεύεται τις ανθρωπιστικές αξίες του Δυτικού Πολιτισμού, ο οποίος μάλιστα υποτίθεται ότι τις προστατεύει. Το τελευταίο: η ιστορία μας έχει δείξει πως το εθνικό είναι πάντα το εφικτό. Το όραμα μιας παγκόσμιας συναδέλφωσης θα παραμείνει για πάντα μια ουτοπία, εφόσον αυτοί που προσποιούνται ότι το απεργάζονται δε θέσουν ως βασική συνθήκη του οράματος το σεβασμό κάθε εθνικής διαφορετικότητας και δεν απαρνηθούν δια παντός κάθε επιθυμία για επιβολή που προέρχεται από μια άδικη εξουσία.


Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Λυπήθηκα το έθνος μου το πρωινό εκείνο του Ευαγγελισμού


Έκανε θαυμάσιο καιρό εκείνο το πρωινό του Ευαγγελισμού στην Καλλιθέα. Πήρα, λοιπόν το μικρό μου γιο από το ένα χέρι – στο άλλο κρατούσε την ελληνική σημαία – και πήγαμε να παρακολουθήσουμε με περηφάνεια την παρέλαση. Λίγο πριν την πλατεία Δαβάκη περαστικοί μας ενημέρωσαν ότι η παρέλαση ματαιώθηκε. Ο γιος μου έμεινε με την πίκρα στα μάτια. Εγώ έμεινα με την οργή...

Προσπάθησα να εξηγήσω στο γιο μου ότι δεν είναι αυτή η Ελλάδα που πρέπει να έχουμε στο νου μας. Προσπάθησα να του μιλήσω για την άλλη Ελλάδα. Εκείνη που τα νιάτα της τραγουδάνε τον εθνικό ύμνο, δίχως να έχουν ανάγκη την παρουσία των δήθεν εκπροσώπων μας. Εκείνη που οι πραγματικοί ηγέτες του τιμούν τους πολίτες τους και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης για να ξαναγίνει ο τόπος μας λαμπρός, σαν τον ήλιο του. Εκείνη που παρίσταται στην εκκλησιαστική λειτουργία του Ευαγγελισμού, όπου υπάρχουν στ’ αλήθεια χαρμόσυνα νέα και γιορτάζονται με κατάνυξη και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Εκείνη που αγωνίζεται και που δε σκύβει κεφάλι στις υπαγορεύσεις χυδαίων και εξουσιομανών. Εκείνη που δακρύζει όταν βλέπει την ελληνική σημαία να παρελαύνει, που φουσκώνει από περηφάνεια όταν αντικρίζει το μαθητή που σηκώνει τη σημαία να περπατά με καμάρι. Εκείνη που οι γονείς παίρνουν τα παιδιά από το χέρι και πάνε μαζί, σαν οικογένεια, να δουν τους νέους, την ελπίδα και το μέλλον μας, να σηκώνουν στους ώμους τους τον εξευτελισμό των μεγάλων και να τον κάνουν παράδειγμα προς αποφυγή.

Οπωσδήποτε, η ματαίωση ανέδειξε, ακόμη μία φορά, την ανικανότητα πολιτικών ταγών να διαχειριστούν πραγματικά κρίσιμες καταστάσεις για τη χώρα. Με πρόσχημα το φόβο των επεισοδίων ο δήμαρχος Καλλιθέας (και όχι κάτοικός της...) και πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ κ. Ασκούνης αποφάσισε να λειτουργήσει ως φοβισμένο... κριάρι που μυρίζει... κακούς λύκους στον αέρα και οδηγεί το κοπάδι σε γκρεμό...

Αν αυτοί που μας... αντιπροσωπεύουν δηλώνουν ανίκανοι να διαφυλάξουν την ύψιστη εκδήλωση τιμής προς τους ήρωες της πατρίδας μας, ας παραιτηθούν! Η πατρίδα μας δεν έχει ανάγκη από τσάμπα μάγκες, αλλά από πολιτικούς που υψώνουν το ανάστημα εκεί που πρέπει. Δεν έχει ανάγκη από πρόβατα ή αλεπούδες που παριστάνουν τους αρχηγούς και τους προέδρους.

Πολλά πράγματα έχουν λείψει στη χώρα. Ένα απ’ αυτά είναι η εθνική μνήμη. Το άλλο είναι η ευθιξία... Μένω με την πίκρα στα μάτια του γιου μου, με την οργή στην ψυχή μου. Μένω με ένα σπουδαίο κείμενο: Να λυπάστε το έθνος που περιφρονεί το πάθος των ονείρων του, αλλά δέχεται να υποδουλωθεί όταν είναι ξυπνητό. Να λυπάστε το έθνος που δεν υψώνει τη φωνή του παρά μόνο όταν ακολουθεί κηδεία, και δεν υπερηφανεύεται παρά μόνο μέσα στα δικά του ερείπια, και δεν εξεγείρεται παρά μόνο όταν βρεθεί μεταξύ λίθου και ξίφους ο λαιμός του. Να λυπάστε το έθνος που έχει μια αλεπού για κυβερνήτη, έναν ταχυδακτυλουργό για φιλόσοφο και μπαλωματήδες και μίμους για καλλιτέχνες. Να λυπάστε το έθνος, οι σοφοί του οποίου έχουν σιωπήσει από τα χρόνια κι οι γενναίοι του άνδρες δεν απογαλάκτισαν ακόμα. (Χ. Γκιμπράν)

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Είμαι λεύτερος, επειδή είμαι Έλληνας


Κάθε πνευματικός άνθρωπος που ενδιαφέρεται για την τύχη ενός λαού, οφείλει να μιλά τη γλώσσα της λογικής και της αλήθειας. Είναι όμως η γλώσσα αυτή, τόσο δύσκολη, όσο και δυσεύρετη. Μας μάθανε, πολύ καιρό τώρα, να ακούμε μια γλώσσα διχαλωτή, γλώσσα φιδιού, ψεύτικη και πλανερή. Λίγο – λίγο, μας μάθανε κι εμάς να μιλάμε μ’ αυτό τον τρόπο. Έτσι, ξέπεσε η γλώσσα της λογικής, η γλώσσα της αλήθειας. Μα δε χάθηκε ολότελα!

Από τον καιρό που το ελληνικό έθνος επεδίωξε τη λευτεριά του, πολλοί ταγοί από τα υπόλοιπα έθνη που κυριαρχούσαν τότε στον κόσμο, έσπευσαν να το υποστηρίξουν και να το υπερασπιστούν. Με τον καιρό, όμως αποδείχθησαν τυχοδιώκτες και τυχάρπαστοι. Με ιδιοτελείς σκοπούς, με τη χρήση της πιο αηδούς μορφής της εξωτερικής πολιτικής και με απώτερο στόχο την οικονομική υποδούλωση της χώρας που γεννήθηκε πριν από σχεδόν 200 χρόνια, έπεσαν σαν τα κοράκια πάνω του. Πλούτη και εξουσία ο ακάθαρτος πόθος τους, υφαρπαγή του πολιτισμικού μεγαλείου της Αρχαίας Ελλάδας  ο αναίσχυντος τρόπος τους. Η επιθυμία της κυριαρχίας πάνω στους Έλληνες έπρεπε να θεωρηθεί ως μεγάλη τιμή από τους αγροίκους κι αμόρφωτους πρώην σκλάβους.

Από τη μια σκλαβιά περάσαμε στην άλλη. Αφεθήκαμε να μας θαμπώσουν οι ψεύτικες και ιδιοτελείς υποσχέσεις τους. Ξεπουλήσαμε τη λευτεριά μας για τριάντα αργύρια. Ενώ οι πρόγονοί μας θυσιάστηκαν για να μη δώσουν «γη και ύδωρ», εμείς με ευκολία παραχωρήσαμε κάθε σπιθαμή γης στα σύγχρονα κοράκια. Ενώ οι παππούδες μας αντισταθήκαν στον Βούλγαρο κομιτατζή, στον Ιταλό αλαζόνα, στον Γερμανό φασίστα, εμείς οι ίδιοι, δεν μπορούμε καν να ψελλίσουμε ένα «Όχι» στη σύγχρονη μορφή υποτέλειας, σε μια άλλη μορφή κατοχής.

Για τις υπηρεσίες που οι ξένες δυνάμεις μας προσέφεραν, θα μπορούσαμε ίσως να τους αμείψουμε. Δεν έπρεπε, όμως ποτέ να τους παραχωρήσουμε την εξουσία εκείνη που, εύκολα, μπορεί να καταχραστούν και να ξαναβάλουμε, δίχως να το συνειδητοποιήσουμε, καινούργιο δυνάστη στο κεφάλι μας. Διότι την ελευθερία μας την έχουμε πολύ ακριβά αγορασμένη, για να την πουλήσουμε τόσο φτηνά στον κάθε τυχάρπαστο καιροσκόπο.

Πριν από αρκετά χρόνια ξεκίνησε η προσπάθεια της οικονομικής υποταγής της  χώρας μας. Σήμερα, οι Έλληνες είμαστε ένα βήμα πριν την εξαθλίωση. Οι ξένοι δυνάστες μας, ας μη σπεύσουν να χαρούν. Ό, τι δεν είχαμε πριν λίγα χρόνια, το διαθέτουμε σήμερα: τη γνώση για τις πραγματικές προθέσεις εκείνων που εμφανίζονταν σε μας με τη μορφή των... Εταίρων και Προστατών μας και τη διάθεση να αγωνιστούμε για τη λευτεριά μας και πάλι!

Ποια είναι η εθνικότητα των επίδοξων δυναστών μας; Όλοι το ξέρουμε. Δεν έχει σημασία αν λέγονται, Γερμανοί, Αμερικανοί. Δεν είναι Έλληνες. Και δεν μπορούν, όπως δεν το μπόρεσαν ποτέ ως τώρα, να μας κατακτήσουν ολοκληρωτικά. Έχουν μελετήσει τον Ελληνικό πολιτισμό, πολλοί δηλώνουν υποκριτικά ότι τον θαυμάζουν, κάποιοι ίσως μπορεί και να ξέρουν να προφέρουν τη λέξη «Ελλάδα». Μα τίποτε δε νιώθουν απ’ ότι σπουδαίο, μεγάλο κι αιώνιο κρύβει τούτη η λέξη στα σπλάχνα της. Υποβάλλουν τρόπο πολιτικής στη χώρα μας και τους πολίτες της, αλλά δεν έχουν θέση στον ελληνικό τρόπο «πολιτεύεσθαι», αυτόν που δίδαξαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Καλούν τις χώρες τους δημοκρατικές, αλλά δεν αντιλαμβάνονται τι στ’ αλήθεια σημαίνει δημοκρατία. Βρίσκονται εκτός, φύσει και θέσει. Θέλουν να κρίνουν τους Έλληνες με τον τρόπο το δικό τους. Τούτο όμως δε γίνεται, διότι δεν είναι Έλληνες. Δεν κρίνουν, λοιπόν ομοίους τους. Κρίνουν πολιτισμικά ανώτερους. Δεν γίνεται, όμως και για έναν ακόμη λόγο. Διότι κουβαλάνε στις αποσκευές τους τις κακές προθέσεις των αφεντικών τους, που δεν είναι άλλοι από τα οικονομικά μεγαθήρια και τους ομίλους που πασχίζουν να κυβερνήσουν τον κόσμο, ξέρουν όμως πως για να το κάνουν πρέπει πρώτα να εξοντώσουν την ψυχή του κόσμου, που είναι η Ελλάδα. Κι αυτοί που τους διόρισαν επιβουλεύονται την Ελλάδα και την εθνική μας ταυτότητα. Όμως, η εθνική μας ταυτότητα είναι θεμελιωμένη στα αίματα των εκατομμυρίων Ελλήνων που θυσιάστηκαν στους αγώνες για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Θα είναι κατάρα, ύβρη προς τους προγόνους μας, αν το ξεχάσουμε αυτό. Θα είμαστε καταραμένοι στους αιώνες, αν θαμπωμένοι από τα πλούτη τους ή τρομοκρατημένοι από τις απειλές τους δεχτούμε τη νέα ηγεμονία τους, υπογράψουμε τους όρους της ίδιας μας της σκλαβιάς. Αν δεν ήσαν εκείνοι οι Έλληνες που κράτησαν τον πολιτισμό τον ελληνικό ψηλά, πού θα’ βρισκαν σήμερα τόπο οι ξένοι δυνάστες να επιβάλλουν τους όρους τους; Πού θα’ βρισκαν τον πολιτισμό να κυριαρχήσουν με τα πλούτη τους; Πού θα’ βρισκαν την ευδαιμονία τους, τη δημοκρατία τους;

Ποιοι είναι αυτοί που με το πρόσχημα της ευημερίας τους, ήρθαν να επιβάλλουν όρους τόσο επικίνδυνους για την τιμή και την υπόληψη του λαού μας, για την ίδια την επιβίωσή μας; Ποιοι είναι αυτοί που ήρθαν να παίξουν μαζί μας, στον τόπο που γέννησε εμάς, ως λαό, αυτούς ως πολιτισμό; Κάθε σπιθαμή εδάφους που καταλαμβάνει αυτή τη στιγμή η ύπαρξή τους είναι των προγόνων μας. Αυτοί είναι η Ευρώπη! Αυτοί κι εμείς σήμερα που είμαστε υποαπασχολούμενοι. Κι όσοι δεν είμαστε υποαπασχολούμενοι, αλλά άνεργοι. Κι όσοι δουλεύουμε για ένα κομμάτι ψωμί. Κι όσοι βλέπουμε τη ζωή μας να πέφτει και την περηφάνεια μας να κατακρημνίζεται και τον πολιτισμό μας να λοιδωρείται και την ιστορία μας να ευτελίζεται και τους χιλιάδες των συμπολιτών μας που τους καταντήσατε επαίτες.

Είστε υποκριτές! Λέτε ότι θαυμάζετε την Ελλάδα, αλλά ζητάτε να αποκεφαλίσετε τους Έλληνες. Και τι Ελλάδα θα απομείνει, δίχως τους Έλληνες; Μήπως θέλετε να εξοντώσετε τους Έλληνες για να κατοικηθεί η Ελλάδα από σας, ω Φιλέλληνες; Ζητήσαμε τη βοήθειά σας κι εσείς μας φέρατε κρεμάλες και ξιφολόγχες. Ζητήσαμε φως, μας φέρατε σκοτάδι. Όπως κάποτε ζητήσατε να καταδικάσετε σε θάνατο έναν Κολοκοτρώνη, τώρα ζητάτε την εξαθλίωση ενός ολόκληρου λαού, διότι στην πραγματικότητα ποτέ δεν επιθυμήσατε να αποχτήσουμε την ελευθερία μας. Κι αφού δεν μπορείτε να μας αφανίσετε ολοκληρωτικά, υποβιβάζετε το βιοτικό μας επίπεδο, δολοφονείτε τις αξίες και τα ιδανικά μας, «αγοράσατε» τους πρώτους αυτού του τόπου. Έχετε μίσος έναντι του γένους μας, διότι πάντα, σ’ ολόκληρη την ιστορία του, στάθηκε ενάντια στους τυράννους και τη δεσποτεία. Τούτος ο τόπος πέρασε μεγάλες φουρτούνες κι έχει το κακό ότι κατοικείται από ένα λαό ατίθασο κι υπερήφανο. Κι ας είμαστε φτωχοί, ματωμένοι και ρακένδυτοι, στεκόμαστε στο ύψος μας και σας λέμε: φευγάτε από τα πόδια μας! Όσα ανδρείκελα και να βρεθούν για να σας υπηρετήσουν, δεν θα επιτύχετε! Εφόσον αυτός ο τόπος έβγαλε έναν Κολοκοτρώνη, έχετε χαμένο το παιχνίδι. Αν τούτος ο λαός σας προξενεί φθόνο, ακόμα κι όταν είναι πληγωμένος, να είστε σίγουροι πως θα σας προξενήσει φόβο, αν του φορτώσετε κι άλλο την πλάτη. Γιατί; Διότι τούτος δω ο λαός είναι και θα είναι ένας ανυπάκουος, ενώ εσείς έχετε ανάγκη από σκυμμένα κεφάλια! Ε, λοιπόν βάλτε το καλά στο μυαλό σας! Εμείς, τα κεφάλια δεν τα σκύβουμε!

Εδώ και μια μακρά χρονική περίοδο, κάθε έννοια δικαιοσύνης, κάθε έννοια ανθρωπισμού, κάθε έννοια ελευθερίας, κάθε έννοια λογικής κατελύθη, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ξένα προς το έθνος μας συμφέροντα. Οποιαδήποτε συμφωνία επιβάλλεται με τέτοιους ατιμωτικούς όρους, με απειλές και λοιδωρίες, ατιμάζει όλες τις ανθρώπινες αξίες, κυρίως όμως ατιμάζει τη σπουδαιότερη αξία: τη λευτεριά. Κι όσο υπάρχει σε τούτο δω τον τόπο έστω κι ένας Έλληνας, η λευτεριά θ’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα. Διότι είμαι λεύτερος, επειδή είμαι Έλληνας[i]!



[i] Πολλές από τις παραπάνω φράσεις έχουν εμπνευσθεί από την ελληνική ταινία «Η δίκη των Δικαστών» (1974) με τον Ν. Κούρκουλο, τον Μ. Κατράκη κλπ

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Είμαι ο ΛΑΟΣ


Δεν είμαι πολιτικός με την ευφυία του Βενιζέλου που, δήθεν εκνευρισμένος επειδή ορισμένα Ταμεία δεν δέχτηκαν το κούρεμα, ενεργοποίησε τα CACS. Δεν είμαι μεγαλοεπενδυτής που περιμένω να ενεργοποιηθούν τα CDs για να κερδίσω εκατομμύρια. Δεν είμαι τράπεζα που, ότι και να γίνει, θα διασωθώ, συνεχίζοντας το... ευάρεστο έργο μου. Δεν είμαι Γερμανός, Ολλανδός ή Φιλανδός πολιτικός που φοβόταν μια άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδας, επειδή θα επηρέαζε κι εμένα.

Είμαι ο λαός, ο... υπερήφανος και... κυρίαρχος! Που είμαι άνεργος, υποαπασχολούμενος, συνταξιούχος του δίφραγκου και που βλέπω το βιοτικό μου επίπεδο, το δικό μου και των παιδιών μου, να πέφτει. Που είμαι αποκλεισμένος από κάθε δημοκρατική διαδικασία, αφού μου απαγόρευσαν ακόμη και να εκφράσω άποψη για τα Μνημόνια. Που διασύρεται η εθνική μου κληρονομιά, που ευτελίζεται ο πολιτισμός και η ιστορία μου. Που δεν μπορώ να πανηγυρίσω τη... μεγάλη επιτυχία του ελέω Τρόικας Πρωθυπουργού να θεωρούμαστε χρεοκοπημένοι, και κερατάδες και... δαρμένοι. Που μου κουνάνε το δάκτυλο ξένοι... τιποτένιοι και τυχάρπαστοι αλλά και Έλληνες προδότες, επειδή δεν είμαι ευχαριστημένος που σε 20 χρόνια από σήμερα μπορεί και να... γίνω καλύτερα! Που βλέπω τη χώρα μου να λεηλατείται, να ποδοπατάται, να λοιδωρείται και πρέπει, λέει, να αισθάνομαι εγώ αποκλειστικά υπεύθυνος γι’ αυτό, ενώ οι λοιποί που ζούσανε και ζούνε σε βάρος της πλάτης μου έχουν το θράσος τώρα να με κατηγορούνε κι από πάνω!

Όμως, σας έχω νέα! Τούτος δω ο λαός δεν μένει για πολύ στα Τάρταρα! Τούτος δω ο λαός έχει μάθει στα δύσκολα. Έχει τη λευτεριά στο αίμα του, την ελπίδα στην καρδιά του και τα μάτια του, όσο κι αν είναι θολά από τον πόνο και την πίκρα, δεν χάνουν ποτέ την αποφασιστικότητά τους. Τούτος δω ο λαός γνωρίζει να παλεύει, να αγωνίζεται, να ξαναφτιάχνει απ’ τα ερείπια της ζωής του πολιτισμό. Να ξεφεύγει απ’ το σκοτάδι και να λούζεται στο φως. Τούτος δω ο λαός ξέρει να μάχεται κι απ’ τα χαλάσματα να φτιάχνει αριστουργήματα. Αυτός είν’ ο λαός!

«Κι αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή ‘ν’ η ρίζα

και μένει πάντα ζωντανό, ή ρόβι φάγ’ ή βρίζα

αυτό το βόιδι το μανό, π΄όσο βαθιά ρουχνίζει

τόσ’ εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει

ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΟ ΚΡΑΖΟΥΝΕ ΛΑΟ. ΘΑ ΣΠΑΣΕΙ ΤΟ ΚΑΡΙΚΙ

ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΜΕ ΦΤΕΡΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ...

Εγώ, ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης

που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τον επάρεις

εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω

για να τρώγει άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω

την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι

ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη.

Εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω

το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίζω

με κλήματα που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω

λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω.

Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη

και παίρνω κέρδος, πλερωμή, προσφάγι την πασπάλη

που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο

και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο

ΑΥΤΟΣ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝ’ Ο ΛΑΟΣ. Τ’ άψυχο το κουφάρι

Αυτό ‘ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι

ΜΗ ΡΙΞΕΙΣ ΑΛΛΟ ΦΟΡΤΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ...

.... Καλλίτερα το βρόχο,

ΠΑΡΑ ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΣΤΗ ΓΗ! Άρα κατάρα το’ χω

Θά’ φηναν λάκκωμα βαθύ και θα’ταν μέγα κρίμα

Τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ’ αυτό το μνήμα!» (Α. Βαλαωρίτης).


Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Περί της... σύγχυσης του κ. Βερέμη


Αξιότιμοι κύριοι,

Επί του άρθρου του κ. Βερέμη στην εφημερίδα σας "Καθημερινή της Κυριακής" με τίτλο «Κατά της σύγχυσης και της απελπισίας», θα ήθελα να διατυπώσω τις εξής απόψεις.

Ξεπερνώντας τη μεσσιανική άποψη που υιοθετείται από το σύνολο των αρθρογράφων σας περί του προσώπου του κ. Παπαδήμου – ο οποίος, αν και «ντροπαλής και ολιγόλος» εκστόμισε ένα από τα πλέον εκβιαστικά διλλήμματα στη σύγχρονη πολιτική ζωή – δεν αντιλαμβάνεται ο σώφρων νους πώς δύναται να εξαίρεται σε τέτοιο βαθμό η κατάληψη πολιτικών θέσεων από τεχνοκράτες; Σε αντίθεση με τους πολιτικούς , οι τεχνοκράτες «βλέπουν» νούμερα, όχι ανθρώπους. Τέτοια απρόσωπη αντιμετώπιση, ούτε κατάλληλη είναι, ούτε ενδεδειγμένη. Τι κράτος, λοιπόν θα αναμορφώσουν οι... Μεσσίες τεχνοκράτες; Η κονωνία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, ούτε άσκηση οικονομικής θεωρίας. Το ότι η Ελλάδα διατηρεί (!) κατά κεφαλήν εισόδημα 22.000 Ευρώ, ελάτε να το υποστηρίξετε ενώπιον ανέργων ή υποαπασχολούμενων που με το ζόρι εξοικονομούν 7.000 το χρόνο. Τα υπόλοιπα είναι απλώς νούμερα...

 Ότι η Ελλάδα διαθέτει σήμερα από τους πιο μορφωμένους πληθυσμούς στην Ε.Ε., βεβαίως ισχύει. Εντέχνως όμως ο κ. Βερέμης αντιπαρέρχεται το ζήτημα της έλλειψης αναξιοκρατίας, που ο ίδιος αυτός πληθυσμός γνωρίζει σε κάθε πτυχή της εργασιακής του καριέρας – αν τελικά κατορθώσει να εξασφαλίσει μια τέτοια. Αντιθέτως, τονίζει την ανάγκη να ξαναγίνει «ανταγωνιστική η οικονομία, ώστε η αγορά των εκπαιδευμένων νέων να ενισχύσει και πάλι την ανάπτυξη». Ταπεινά συγγνώμη, αλλά εγώ αυτό το μεταφράζω: Κακομοίρηδες, που ξοδέψατε μια περιουσία για να σπουδάσετε, αρκεστείτε τώρα στα 500 Ευρώ μισθό...

Δυστυχώς, αναμενόμενο πλέον να προβάλλεται μια συγκεκριμένη άποψη από τα ΜΜΕ.Μη αναμενόμενο όμως – κατακριτέο, μάλιστα – το να μην εκφράζεται αντίλογος...

Με εκτίμηση,

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Να λυπάστε το έθνος, οι ηγέτες του οποίου είναι ξεχασμένοι στην αχλύ του χρόνου


Η σημερινή ημέρα, εκτός από τη μέρα της Γυναίκας (η σύζυγός μου υποστηρίζει ότι οι γυναίκες είναι οι πραγματικοί «ηγέτες» του σπιτιού, ποιος είμαι εγώ να διαφωνήσω;) είναι και η ημερομηνία γέννησης ενός από τους μεγαλύτερους ηγέτες της χώρας μας στη σύγχρονη Ιστορία της. Αναφέρομαι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον Πρεσβύτερο.

Τους τελευταίους μήνες μου έχει προξενήσει ιδιαίτερη απορία το γεγονός ότι οι πολίτες αυτής της χώρας μοιάζουμε να έχουμε πέσει σε μια χειμερία νάρκη. Δεν ξέρω αν φταίει ο μακρύς και βαρύς φετινός χειμώνας ή αν φταίει η πολιτική βαρυχειμωνιά που έχει πέσει στη ζωή μας. Δεν αγανακτήσαμε όταν μάθαμε πως οι συντάξεις και οι μισθοί θα μειωθούν κι άλλο, δεν εξερράγη κανένα μυαλό όταν ακούστηκε ότι τη μεγαλύτερη ζημιά της απομείωσης του χρέους θα την υποστούν τελικά τα Ταμεία μας, δεν αντιδράσαμε σχεδόν όταν έγινε ο πλέον αδιάφορος ανασχηματισμός της κυβέρνησης, δεν είπαμε τίποτε όταν ο κ. Παπαδήμος, ελέω Τρόικας πρωθυπουργός, αποφάσισε, λέει, να ασχοληθεί και με το... Σκοπιανό. Τι φταίει και δεν ξεσηκωνόμαστε; Μήπως το νερό που πίνουμε, μήπως τα εμβόλια που μας κάνουν, μήπως τελικά μας... ραντίζουν από ψηλά;

Εξαιρώντας τα σενάρια συνωμοσιολογίας, θεωρώ ότι η πιο βασική αιτία της πολιτικής μας αδράνειας είναι η απουσία ηγετών. Ηγετών – πολιτικών, θρησκευτικών ή  γενικότερα πνευματικών – που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν ένα λαό, ο οποίος ξεκάθαρα υποφέρει από πολιτική κατάθλιψη. Ποιος είναι εκείνος ο ηγέτης που θα ήταν δυνατόν να διαμορφώσει ένα νέο όραμα, να εκπροσωπήσει την πλειοψηφία του λαού της χώρας που, φανερό πια, δεν ενδιαφέρεται διόλου για τις κομματικές κορώνες ή τα πολιτικά παιχνίδια;

Προτού με κατηγορήσει κανείς για Μεσσιανισμό, έχω να επισημάνω ότι δεν προσμένω Μεσσίες. Δεν προσμένω δηλαδή από μηχανής θεούς που θα καθαρίσουν σε μια νύχτα την κόπρο του Αυγεία. Δεν προσδοκώ ούτε Ανάσταση Νεκρών στην πολιτική ζωή. Ελπίζω, όμως πως ό, τι πιο δημιουργικό, πατριωτικό έχει να επιδείξει αυτός ο τόπος σε πρόσωπα, θα μπορούσαν κάποια από τα πρόσωπα αυτά να αναδείξουν τις ηγετικές τους ικανότητες και να καθοδηγήσουν, να διδάξουν, να προσφέρουν στο λαό ένα καινούργιο δρόμο.

Κανείς δε γεννιέται ηγέτης. Ηγέτες γίνονται εκείνοι οι άνθρωποι που, συνδυάζοντας ικανότητες και δεξιότητες, ξεπερνούν την ανάγκη για ατομική ευδαιμονία και προσωπική εξέλιξη και τοποθετούν ως στόχο στη ζωή τους την υπηρεσία του συνόλου. Πολύ επώδυνο και επίπονο αυτό. Γι’ αυτό και δεν εμφανίζονται πολλοί, μολονότι πολλοί διαθέτουν εκείνες τις ικανότητες που απαιτούνται. Χρειάζεται αυτοθυσία, γενναιότητα και, κυρίως, ετοιμότητα για συνεχή αγώνα.

Ελπίζω ότι σήμερα, μια ημέρα που γιορτάζει η Γυναίκα, που εκπροσωπεί την ίδια την ουσία της Ζωής, θα αφυπνιστούν εκείνοι οι άνθρωποι που μπορούν να ηγηθούν μιας καινούργιας αρχής για την πατρίδα μας. Είμαι πεπεισμένος πως αυτή η καινούργια αρχή θα σημάνει όχι μόνο ένα καινούργιο δρόμο για την Ελλάδα, αλλά και για όλο τον κόσμο, όπως τόσες πολλές φορές συνέβη στην ιστορία μας. Διότι η ιστορία του τόπου μας είναι συνυφασμένη με την ιστορία ενός από τους σπουδαιότερους πολιτισμούς του πλανήτη μας. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι πολίτες, ο απλός λαός μας κοιτά. Ελπίζει κι αυτός να δώσουμε πρώτοι, όπως τόσες άλλες φορές, το σύνθημα για έναν αγώνα που θα αποσείσει μια καινούργια μορφή τυραννίας. Ο λαός μας ας είναι και πάλι ο ηγέτης του αγώνα για την ελευθερία. Χρειάζεται μόνο εκείνος ο ηγέτης ο δικός μας που θα ανάψει τη σπίθα!

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Για μια Ελλάδα πιο δυνατή απ’ αυτή που μας δόθηκε. Μια Ελλάδα πιο περήφανη απ’ αυτή που βρήκαμε.


Πολλοί από τους πολιτικούς μας ταγούς πιστεύουν ότι η χώρα θα είναι εντάξει κι ότι οφείλουμε να προχωρήσουμε ως συνήθως. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Τα πράγματα δεν πάνε καλά. Έχουμε τόσα προβλήματα που, πλέον, δε θέλουμε καν να τα αντκρίσουμε. Αναμειγνύονται μέσα στο θόρυβο που μας περιβάλλει και δεν ακούμε πια ούτε τις σκέψεις μας. Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι που νιώθουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε γι’ αυτά. Κι αυτό είναι τραγικό. Διότι μπορούμε! Ίσως φταίει που δεν ξέρουμε από πού να ξεκινήσουμε. Εγώ έχω μια ιδέα πώς μπορούμε να ξεκινήσουμε, ν’ αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα, ν’ αλλάξουμε τα πράγματα.

Από σήμερα πρέπει να σηκώσουμε την ευθύνη που αναλογεί στον καθένα από μας. Να ξεκινήσουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό, όχι από τους άλλους. Να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να ξαναδώσουμε στους ίδιους μας τους εαυτούς την αξιοπρέπεια που μας ταιριάζει. Μιαν αξιοπρέπεια που δεν έχει να κάνει με τα λεφτά, αλλά με το σεβασμό στην καθημερινή μας προσπάθεια. Παλεύουμε, αγωνιζόμαστε, προσπαθούμε να στηρίξουμε τους εαυτούς μας, τους αγαπημένους μας, τα παιδιά μας. Σ’ αυτή λοιπόν την προσπάθεια ας προσθέσουμε και τον αγώνα για την πατρίδα μας, την ευθύνη μας για την τύχη της, την αγωνία μας για το μέλλον της, την αγάπη και το ενδιαφέρον μας για την ύπαρξή της. Τότε θα νιώσουμε να πετάμε. Διότι ξέρουμε πια ότι κάνουμε κάτι πραγματικά αξιόλογο, κάτι μεγάλο και σπουδαίο που ξεπερνά τη δική μας ζωή και ύπαρξη. Αν ένας από μας νιώσει έτσι, κι ύστερα ένας άλλος, και ένας άλλος κι ύστερα τα παιδιά, τότε τα προβλήματα δε θα μοιάζουν αξεπέραστα, τότε θα αρχίσουμε να νοιαζόμαστε για πράγματα που αξίζει τον κόπο.

Έχετε δει τελευταία την έκφραση των παιδιών μας; Λοιπόν, έχω μια εμπειρία σ’ αυτό. Είμαι εκπαιδευτικός και βλέπω γύρω μου παιδικές ευχές, που ξεχάστηκαν καιρό τώρα. Έχει γίνει η ψυχή τους πληγωμένο ζώο, χτυπημένο, λες, από αυτοκίνητο με ξένη σημαία. Μοιάζουν σα να στέκονται έξω, μια κρύα μέρα του χειμώνα που βρέχει. Αλλά βρέχει μονάχα στην ψυχή τους, αυτά όμως τρέχουν να κρυφτούν, αυτά τα παιδιά που πια δεν παίζουν, αλλά αγωνίζονται για ψεύτικες ελπίδες, είναι τόσο μικρά κι όμως χωρούν μέσα στην παιδική τους ψυχή όλες οι κακίες του ανθρώπου, αναστενάζουν από τώρα κουβαλώντας βάρη που δεν είναι δικά τους. Κυλούν οι στάλες της βροχής πάνω τους, σαν καημοί που ποτέ δεν τους πρόφερε κανείς, μα εκείνα κι όλας έχουν μάθει να τους ερμηνεύουν. Τα βλέπω να ζωγραφίζουν κάτι στον τοίχο, μια ελπίδα του που σύντομα θα γίνει άλλο ένα ξεφτισμένο χρώμα στη ζωή του. Γιατί οι ελπίδες σ’ αυτόν τον τόπο έχουν πεθάνει νωρίς και κανείς δεν νοιάζεται, κανείς δεν διαμαρτύρεται, αφού όλοι βάλαμε το χέρι μας για να σκοτεινιάσει αυτός ο ουρανός από πάνω μας. Πώς να δώσεις ελπίδες με τέτοιο μαύρο ουρανό σ’ ένα παιδί που γεννήθηκε για να γελάει σαν το πρώτο φως της αυγής, μα που το διδάξαμε να κλαίει σαν το πρώτο πρωτοβρόχι; «Η ζωή είναι σκληρή», του λέμε ήδη και ξεριζώνουμε το θαύμα από μέσα του, το φως από το σπλάχνο του. Ό, τι αγγίζει το κάνουμε απαγορευμένο, ό, τι νιώθει το βλαστημάμε, ό, τι ζει το απεχθανόμαστε. Το δικό του ταξίδι στο φως το καταστρέψαμε ήδη, βάζοντάς του εισιτήριο, διόδια και εισπράκτορες. Κι όταν σε ρωτάνε τούτα τα παιδιά, κάνεις πως τα ξέρεις όλα αυτά, για τα οποία σε ρωτάνε. Όμως, κανείς δεν ξέρει τίποτε, ώσπου να έρθει η ώρα. Τούτη η ώρα συνήθως αργεί. Διότι ο άνθρωπος δεν σταματά ποτέ να αμφιβάλλει ακόμη και γι’ αυτά που ξέρει. Αλλά το πιο φοβερό, το πιο δυσβάσταχτο απ’ όλα, είναι να διαπιστώσεις ότι στ’ αλήθεια αυτά που ξέρεις είναι μοναχά σκιές, που χορεύουν μπροστά στα μάτια σου και στριφογυρίζουν σα φαντάσματα μέσα σε υποχθόνια σπηλιά. Σ’ αυτή τη βασανιστική σκοτεινή σπηλιά βρισκόμαστε από παιδιά. Πώς, λοιπόν να διδάξουμε τα παιδιά μας;

Είμαι όμως εκπαιδευτικός κι η μεγαλύτερη ευθύνη μου είναι να διδάξω στα παιδιά, το μέλλον μας, ότι τίποτε δεν έχει χαθεί, ότι δεν είμαστε καταδικασμένοι. Να τους διδάξω όχι την απογοήτευση, αλλά την ελπίδα. Όχι την εξαπάτηση, αλλά την εντιμότητα. Όχι την εύκολη αποφυγή των προβλημάτων, αλλά τη δυνατότητα να βρίσκεις λύσεις σ’ αυτά. Να διδάξω ότι η σκληρή δουλειά είναι αυτή που μπορεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά τους, όχι η οκνηρία του «μέσου». Να τους ξακανάνω να πιστέψουν σ’ αυτά τα όνειρα. Να τους διδάξω πώς αυτά τα όνειρα, που θα είναι δικά τους, μπορούν να γίνουν η ελπίδα και το αύριο του τόπου μας, της πατρίδας μας.

Διότι ο τόπος μας, η πατρίδα μας δεν είναι έξω από μας. Είναι μέσα μας. Είμαστε όλοι εμείς. Είναι το ένδοξο χτες, είναι το δύσκολο σήμερα, είναι η λαχτάρα για ένα καλύτερο αύριο.

Η Ελλάδα δεν είναι μόνο όσα γράφω απόψε εδώ. Είναι στο χαμόγελο και στις υποσχέσεις μιας ανοιξιάτικης μέρας. Είναι στη βυζαντινή ψαλμωδία ενός γιορταστικού πρωινού. Είναι στη φιλοξενία, την ευγένεια και τη χαρά ενός κυριακάτικου γεύματος, όταν όλοι συγκεντρωνόμαστε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Είναι στο περήφανο βλέμμα του παππού που παίρνει το εγγόνι του για μια βόλτα στο πάρκο. Είναι στα χαμογελαστά χείλη της γιαγιάς που αντικρίζει, στα μάτια των εγγονών της, τα δικά της παιδιά σαν ήταν κι αυτά μικρά. Είναι στην έκφραση του μπαμπά που επιστρέφει σπίτι του κατάκοπος μα ευχαριστημένος που έβγαλε και σήμερα ένα τίμιο μεροκάματο. Είναι στην τρυφερή αγκαλιά της μαμάς που κρύβει ολάκερα τα πλούτη της καρδιάς της. Είναι στην ώρα που, περνώντας από τις κεντρικές πλατείες αυτού του τόπου, κάπου θα δούμε να κυματίζει η σημαία μας, περήφανη σαν τα μάτια των ευζώνων που τη φυλάνε, ηρωική σαν την ψυχή όλων αυτών που μάτωσαν για χάρη της, γαλάζια σαν τον ουρανό που μας σκεπάζει, ελεύθερη, σαν εκείνους που την πρωτοξεδίπλωσαν στο φωτεινό ουρανό, φωνάζοντας «Ελευθερία ή θάνατος»!

Λοιπόν, όλα τα παραπάνω είναι τα σπουδαία. Διότι η καθημερινή Ελλάδα που προσπαθεί και αγωνίζεται, η μικρή ελπίδα του καθένα από μας είναι αυτή η σπίθα που θα ανάψει τις  μεγάλες λαχτάρες για ένα καλύτερο αύριο, τα μεγάλα οράματα για μια καλύτερη Ελλάδα. Μια Ελλάδα πιο δυνατή απ’ αυτή που μας δόθηκε. Μια Ελλάδα πιο περήφανη απ’ αυτή που βρήκαμε. Αυτό υπήρξε πάντοτε το κέλευσμα των σπουδαίων ανδρών της Ιστορίας μας.

Είναι, μας λένε, δύσκολα όλα αυτά. Ας μου επιτρέψετε να πω: Δεν ξέρεις τι μπορείς να καταφέρεις, μέχρι ν’ αποφασίσεις να προσπαθήσεις!