Συμπολίτες μου,
Οι τελευταίοι μήνες υπήρξαν δραματικοί για όλους. Πάρθηκαν αποφάσεις, οι οποίες, δυστυχώς, δεν είναι σίγουρο ότι θα τελεσφορήσουν ευνοϊκά, ότι θα βγάλουν τη χώρα μας από το τούνελ της δυστυχίας. Αντιθέτως, το σίγουρο είναι ότι βραχυπρόθεσμα η ζωή των πολιτών θα δυσχεράνει έτι περισσότερο, ότι το πλήγμα που δέχτηκε η εθνική υπερηφάνεια ενός λαού, που γνωρίζει να μάχεται και να αντέχει στα δύσκολα, δεν θα επουλώσει σύντομα.
Ως πολίτες αυτής της χώρας, ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε καταστάσεις ιστορικά σημαντικές. Κι αν είναι δύσκολο στην παρούσα ιστορική φάση να εξάγουμε συμπεράσματα, είναι όμως επιτρεπτό για τον καθένα από μας που νοιάζεται για τη χώρα του, να διατυπώσει έστω μερικές σκέψεις. Θα έλεγα, μάλιστα πως είναι χρέος του καθενός από μας, αν θέλει να λέγεται Έλληνας – με όλη την ιστορική σημασία και το πολιτισμικό βάρος που κρύβει τούτος ο χαρακτηρισμός – να αναλογιστεί, να προβεί σε μιαν αξιακή εσωτερική διερεύνηση. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να μάθουμε απ’ όσα συνέβησαν, μόνον έτσι θα μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε το βάρος και την ευθύνη που κουβαλά ο καθένας μας σε τούτη τη δύσκολη ιστορική συγκυρία.
Ποτέ άλλοτε ως τώρα, ο ελληνικός λαός δεν αναγκάστηκε – σε περίοδο ειρήνης και οικονομικής ευημερίας – να θυσιάσει τόσα πολλά μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Η τραγική και βάρβαρη υποβάθμιση του βιοτικού του επιπέδου σε τόσο μικρή χρονική διάρκεια αποτελεί καινοφανές φαινόμενο, πολιτικό και κοινωνικό. Όμως, ποτέ άλλοτε ο ίδιος ο ελληνικός λαός δε συνέδεσε σε τέτοιο άμεσο βαθμό την ευτυχία του, την ιστορική του πορεία, την πολιτισμική του διαδρομή με οικονομικά και μόνο κριτήρια.
Ποτέ άλλοτε ως τώρα, ο ελληνικός λαός δεν είχε τέτοια τραγική ένδεια στην πολιτική, την εκπαιδευτική και την ευρύτερη πνευματική ηγεσία. Ηγέτες που αντί να πολιτεύονται με γνώμονα μια πατριωτική οπτική, γίνονται επαίτες της καρέκλας και της ανούσιας εξουσίας. Ηγέτες που, αντί να κραυγάζουν στο προσκήνιο, ψιθυρίζουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής του τόπου. Ηγέτες που αντί να θέτουν ενώπιον του λαού και κυρίως των νέων, ένα άλλο πολιτισμικό παράδειγμα, μια άλλη ιστορική πορεία, κρύβονται πίσω από το δάκτυλό τους, στρουθοκαμηλίζουν και, το κυριότερο, πιθηκίζουν ξένα πρότυπα και τρόπους ζωής ξένους.
Ποτέ άλλοτε ως τώρα, ο ελληνικός λαός δεν έσκυψε τόσο πολύ τον τράχηλο απέναντι σε ξένες απειλές, σε εκβιαστικά διλήμματα. Ποτέ άλλοτε δεν δήλωσε τόσο ευθαρσώς υποταγή σε «γη και ύδωρ». Ταυτόχρονα, όμως ποτέ άλλοτε ως τώρα, η χώρα μας δεν κουρέλιασε τόσο την αξιοπρέπειά της ενώπιον φίλιων δυνάμεων.
Συμπολίτες μου,
Είμαι εκπαιδευτικός και συγγραφέας, δουλεύω – δίχως να το έχω επιδιώξει και δίχως επιλογή άλλη – περιστασιακά και ευκαιριακά. Βιώνω κι εγώ, όπως και οι περισσότεροι πλέον από σας, την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου, την αναγκαστική αποδοχή ότι ίσως ποτέ να μην εξασφαλίσω μια σταθερή δουλειά, το φόβο πως ο εξάχρονος γιος μου ίσως να γνωρίσει κι αυτός, από τη μεριά του, την αβεβαιότητα για το μέλλον του, την παντελή απαξίωση των όποιων γνώσεων αποκτήσει, την καταρράκωση της εθνικής του υπερηφάνειας. Δεν έχω καμία άλλη πολιτική ή κομματική ιδιότητα, παρά μονάχα αυτή του Έλληνα πολίτη. Μ’ αυτή, λοιπόν και μόνο την ιδιότητα θα ήθελα να απευθυνθώ στον καθένα και την καθεμία από σας.
Απευθύνομαι, κατά πρώτον, στον Πρωθυπουργό της χώρας κ. Λ. Παπαδήμο. Γνωρίζω, κ. Πρωθυπουργέ, όπως εξάλλου οι περισσότεροι Έλληνες, τόσο τις γνώσεις σας όσο και την εμπειρία σας στα οικονομικά ζητήματα του κράτους και της Ε.Ε. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, καταλάβατε το σημαντικότερο πολιτικό θώκο της χώρας. Αντιλαμβάνομαι ταυτόχρονα, ως σώφρων πολίτης, πως εξυπηρετείτε, τούτη την ώρα και στιγμή, μια ιδιάζουσα συγκυρία. Δυσκολεύομαι όμως να αντιληφθώ την επιμονή σας όχι τόσο στα μέτρα που επιβάλλονται έξωθεν, αλλά στην κατηγορηματική σας δήλωση ότι αυτά και μόνον αυτά θα οδηγήσουν την Ελλάδα σε καλύτερες συνθήκες. Στην πολιτική και κοινωνική ζωή, κ. Πρωθυπουργέ, θα το έχετε ακουστά ίσως, μονόδρομοι δεν υφίστανται. Παραδέχεστε ότι τα μέτρα αυτά βραχυπρόθεσμα θα οδηγήσουν σε σημαντική ύφεση και υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου της ελληνικής κοινωνίας. Ευελπιστείτε, από την άλλη, ότι μακροπρόθεσμα θα υπάρξει μια κάποια ανάπτυξη, την οποία αδυνατείτε να προσδιορίσετε επακριβώς. Είστε, δηλαδή βέβαιος για το πρώτο και εντελώς αβέβαιος για το δεύτερο. Τούτο, κ. Πρωθυπουργέ, ίσως να ήταν αποδεκτό στα πλαίσια μιας ερευνητικής εργασίας στον οικονομικό τομέα – όπου σαφώς έχετε να επιδείξετε λαμπρές περγαμηνές – δεν είναι δυνατόν όμως να θεωρείται αποδεκτό όταν πρόκειται να παρθεί μια τόσο σοβαρή πολιτική απόφαση που θα επηρεάσει το σύνολο ενός λαού, την επιβίωση μιας κοινωνίας. Ιδιαίτερα δε όταν η τελική απόφαση θα έχει και ευρύτερες εθνικές συνέπειες. Οι οικονομικές επιστήμες και τα Μαθηματικά, κ. Πρωθυπουργέ, δεν αποτελούν ούτε μέσο, ούτε τρόπο «πολιτεύεσθαι». Όμως, δεν σας κατηγορώ. Πρώτον, διότι δεν γνωρίζετε από πολιτική. Δεύτερον, διότι το ίδιο λάθος με σας κάνουν οι περισσότεροι, σήμερα, παγκόσμιοι ταγοί – πολιτικοί και πνευματικοί: θεωρούν την οικονομία πρωτεύοντα τομέα του ανθρώπινου πολιτισμού, υποτάσσουν δε σ’ αυτήν και την πολιτική.
Απευθύνομαι, κατόπιν, στην ευρύτερη πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου. Θα χρησιμοποιήσω μια φράση δίχως ευφημισμό που ειπώθηκε αυτές τις μέρες μέσα στο Εθνικό Κοινοβούλιο: η πλάκα τελείωσε! Μόνο που πολλοί από σας, κύριοι, ακόμα δεν το έχετε καταλάβει, διότι δεν έχετε νιώσει τι θα πει να είσαι άνεργος ή υποαπασχολούμενος. Δεν έχετε νιώσει τι θα πει να ζεις μέσα στην αμφιβολία και το φόβο. Δεν έχετε νιώσει τι θα πει να απαξιώνονται οι όποιες δυνατότητές σου, να κυριαρχεί η αναξιοκρατία, να βλέπεις τους κυριολεκτικά τσάμπα μάγκες να τρώνε τσάμπα και να χρεώνουν το λογαριασμό εις βάρος της πλάτης μας. Δεν έχετε νιώσει τι θα πει να φοβάσαι μήπως χάσεις το σπίτι σου, την υγεία σου, την αξιοπρέπειά σου. Λοιπόν, η πλάκα όντως τελείωσε! Και μαζί μ’ αυτήν, πρέπει να τελειώσετε κι εσείς. Αν διαθέτατε έστω και λίγο φιλότιμο, οι περισσότεροι από σας που καταλάβατε θέσεις και αξιώματα στην πολιτική ζωή του τόπου από το 1997 και εξής, θα είχατε ήδη παραιτηθεί. Φαίνεται, όμως πως η εξουσία είναι το ναρκωτικό σας, η εξαπάτηση είναι η θρησκεία σας, το χρήμα και η καρέκλα οι θεοί σας. Φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεστε ότι κανείς σώφρων δεν πείθεται με τις δήθεν ψευτο – μετάνοιές σας, με τις υποκριτικές δηλώσεις μεταμέλειάς σας. Κι όμως, δε φταίτε εσείς για όλα. Φταίμε κι εμείς, διότι εμείς σας εκλέξαμε.
Απευθύνομαι στην πνευματική και δη την εκπαιδευτική ηγεσία αυτού του τόπου. Σήμερα, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι δε μιλάνε, παρά μονάχα φωνάζουν αλαζονικά. Σήμερα, οι δάσκαλοι δε διδάσκουν, παρά μονάχα αυτά που τους επιβάλλουν. Σήμερα, οι δάσκαλοι πια δεν τραγουδάνε. Σήμερα οι δάσκαλοι δεν έχουν τη φωτιά στο βλέμμα τους. Ίσως επειδή οι δάσκαλοι, οι εκπαιδευτικοί του σήμερα ανήκουμε στη γενιά της ευημερίας. Θεωρήσαμε αναχρονιστικό τον πατριωτισμό, τον αντικαταστήσαμε με έναν άγονο κοσμοπολιτισμό και διεθνισμό. Αποκαλέσαμε άχρηστη την αγάπη για την πατρίδα μας, επικαλούμαστε σήμερα μιαν ανούσια, δήθεν ελεύθερη, απολιτική συμπεριφορά ή, στην καλύτερη περίπτωση, προτάσσουμε δήθεν νέες – παγκόσμιες – αξίες, όπως αυτή της περιβαλλοντικής συνείδησης, της παγκόσμιας ειρήνης, της οικονομικής ανάπτυξης. Πιότερο συνειδητοποιημένους περιβαλλοντικά θα διαπίστωνε κανείς τους δικούς μας ήρωες άλλων εποχών. Διότι το χωράφι τους το φρόντιζαν με θεϊκή καλοσύνη, τα ζώα τους τα αισθάνονταν σα μέλη της οικογένειας. Η παγκόσμια ειρήνη είναι μόνο μια ουτοπία. Όσοι πολεμούν για τον τόπο τους, δεν πολεμούν διότι τους αρέσει ο πόλεμος. Πολεμούν για να ζήσουν εκείνοι και τα παιδιά τους εν ειρήνη. Η οικονομία είναι μοναχά ένας τομέας του ανθρώπινου πολιτισμού. Η μονοδιάστατη ανάπτυξή του δεν καλυτερεύει τον άνθρωπο. Κάποτε διδάσκαμε για ήρωες. Κάποτε διδάσκαμε την ιστορία μας, δίχως ψεύτικες αναστολές και πλαστή μετριοφροσύνη. Λησμονήσαμε τους ήρωες του λαού μας, λησμονήσαμε έτσι πως έζησαν με μεγαλοπρέπεια, πως πέθαναν και για το δικό μας χατίρι. Η δική μας σημερινή πρόοδος έχει πατήσει πάνω στα δικά τους, πρόθυμα γι’ αυτό, θυσιασμένα κορμιά. Αν πάψουμε να τους θυμόμαστε, θα είμαστε ίδια όρνια που τριγυρίσαμε πάνω από τα κεφάλια αυτών που πέθαναν και που χορτάσαμε τρώγοντας πτώματα Λησμονήσαμε εκείνους, λησμονήσαμε και την ίδια την ιστορία του τόπου μας. Τι μέλλον μπορεί να έχει ένας λαός που λησμονεί το παρελθόν του; Λησμονήσαμε, λοιπόν τα μεγάλα μαθήματα. Το πιο σπουδαίο απ’ αυτά είναι πως η ζωή είναι μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ…
Θα ήθελα, τελευταία, να απευθυνθώ σε κάθε απλό Έλληνα πολίτη. Το βάρος που έριξαν στις πλάτες μας ανάξιοι πολιτικοί, ανίκανοι ηγέτες, αδιάφοροι πνευματικοί άνθρωποι καλούμαστε, για άλλη μια φορά στην ιστορία μας, να το σηκώσουμε εμείς. Μη σας τρομάζει αυτό. Κι άλλοτε στην Ιστορία μας συνέβησαν παρόμοιες καταστάσεις. Σε κάθε πόλεμο, σε κάθε εθνική περιπέτεια, το βάρος του αγώνα, της μάχης το σήκωνε ο απλός λαός, ο απλός στρατιώτης, ο απλός αγωνιστής. Κι αν σήμερα δεν έχουμε ηγέτες του αναστήματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου – που, για να θυμηθούμε, πρώτος πεινούσε και διψούσε, πρώτος υπέφερε και πολεμούσε – δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γύρω μας. Μπορεί να μην απογαλάκτισαν ακόμη, μπορεί να μην τους δίνεται το βήμα για να μιλήσουν, μπορεί να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή. Εμείς, όμως οφείλουμε, για άλλη μια φορά, να αγωνιστούμε. Όχι όμως για να πάρουμε απλώς ένα δάνειο που θα μας ξελασπώσει προσωρινά. Οφείλουμε να αγωνιστούμε για να σηκώσουμε τη σημαία μας ψηλά, αυτή που κάποιοι μάτωσαν για να κυματίζει σήμερα σε κάθε γωνιά τούτης της χώρας. Αυτή που δεν υπεστάλη, ακόμη και υπό την απειλή των όπλων. Οφείλουμε να αγωνιστούμε για να προοδεύσουμε πνευματικά. Τα παχιά πορτοφόλια δεν ισοδυναμούν με καλύτερο πολιτισμό. Πουλώντας μας την ευμάρεια για πολιτισμό, μας έκαναν να ξεχάσουμε την αλληλεγγύη, την αλληλοκατανόηση, την ανιδιοτελή φιλία, τη στέρεη συμμαχία, την αξία της μάθησης και της γνώσης, τη σημασία της πολιτικής συμμετοχής, τη σπουδαιότητα της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Οφείλουμε να παλέψουμε για μια Ελλάδα όχι απαραίτητα πλούσια σε υλικά αγαθά, αλλά πλούσια σε παράδοση, σε συναίσθημα. Δυνατή όχι στο πορτοφόλι, αλλά στην καρδιά. Ικανή στις πράξεις, όχι μόνο στα λόγια. Που έχει για φωνή της το λόγο, όχι τη βία.
Συμπολίτες μου,
Δεν έχω καμία άλλη πολιτική ή κομματική ιδιότητα, παρά μονάχα αυτή του απλού πολίτη. Μα δε χρειάζομαι καμία άλλη. Όπως δε χρειάζεται και κανένας από σας. Έξω από τη Βουλή βρίσκεται το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Με κείνον ας ταυτιστούμε. Κι ας ξεκινήσουμε από σήμερα να χτίζουμε μέσα μας τον Άγνωστο Πολίτη, εκείνον που δίχως να τον ενδιαφέρει η όποια προβολή ή τα επίσημα μπράβο, τον ενδιαφέρει ωστόσο το καλό της πατρίδας του.
Τώρα είναι η ώρα του αγώνα. Δεν έχουμε χρόνο ούτε για να θρηνήσουμε. Ας αφήσουμε τους θρήνους για κείνους που δεν πολεμούν, που δεν αγωνίζονται. Οι υπόλοιποι έχουμε μια δύσκολη μάχη μπροστά μας. Την ύστατη μάχη, την υπέρτατη: αυτή που δίνεται για χάρη της πατρίδας μας. Αυτή που δίνεται για χάρη των παιδιών μας. Αυτή που δίνεται για να ξεφύγουμε από τη λάσπη που μας ρίξανε. Πέσαμε στο βούρκο. Αλλά γενναίος δεν είναι αυτός που καταφέρνει να μη πέσει. Είναι αυτός που αγωνίζεται για να μην ξαναπέσει. Διότι η ίδια η ζωή είναι ένας αγώνας, μια μάχη. Μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ...
Δημήτρης Γκίκας, Εκπαιδευτικός - Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου