Τώρα τελευταία με πιάνουν κάτι σκέψεις... κι είναι άσχημο να σε πιάνουν τέτοιες σκέψεις, διότι συνήθως σε πιάνουν απροετοίμαστο... Δεν ξέρω, δε θυμάμαι πώς ξεκίνησαν όλα, ίσως όταν είδα κάποιον μια μέρα μέσα στο βαγόνι του τρένου που κάνει το δρομολόγιο Κηφισιά – Πειραιά. Είχα τρεις στάσεις να κατέβω. Αυτός καθόταν δίπλα μου. Ένας ασπρομάλλης με ξεβαμμένο τζην παντελόνι και μια μπλούζα που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τα σχέδιά της. Χάος ίδιο μ’ αυτό του μυαλού του… Θυμάμαι ότι μιλούσε ακατάπαυτα κι έβριζε το ίδιο ασταμάτητα. Τους πολιτικούς, που έχουν διαλύσει τη χώρα, τους δικαστές, που δικάζουν σα ρομποτάκια ή τα τσεπώνουν σα νταβατζήδες, τους υπεύθυνους – ανεύθυνους των δημοσίων οργανισμών που δεν δίνουν δεκάρα ούτε για τον οργανισμό, ούτε για τον πολίτη. Κάποιος απέναντί του δοκίμασε να του προβάλλει αντεπιχειρήματα: «Ας μην γενικεύουμε, δεν είναι όλοι έτσι»… Τέτοια πράγματα λογικά… Εκείνος όμως συνέχιζε τον τρελό, άγριο μονόλογό του. Κοίταξα εκείνον που καθόταν απέναντι. «Πόσο θλιβερό!», μου ψιθύρισε. Ναι! Πόσο θλιβερό να ακούς την αλήθεια σ’ αυτόν τον τόπο μόνο απ’ τους μικρούς και τους τρελούς!
Είναι κάτι βράδια που τέτοιες σκέψεις με συλλαμβάνουν ανέτοιμο... Τα βράδια, πάντως η πόλη μου είναι πιο άσχημη. Το παραδέχομαι. Έχει μιαν ασχήμια που μου ταιριάζει. Αυτό το καταθλιπτικό γκρι των κτιρίων με συναρπάζει… οι απέραντοι μαύροι όγκοι των αυτοκινήτων που κλείνουν τα πεζοδρόμια, μου δίνει την αίσθηση της οικειότητας, γιατί όλοι μοιάζουν με το δικό μου αυτοκίνητο, που το πούλησα λίγο καιρό μετά που το ξόφλησα, γιατί δεν άντεχα να πληρώνω τέλη, ασφάλειες, συνεργεία… Αλλά το’χω νοσταλγήσει τόσο πολύ το άτιμο… Σαν παιδί μου το είχα… Ούτε το γιο μου δεν έβλεπα τόσο συχνά… Κι ύστερα, τα σκοτεινά δρομάκια δίχως φώτα γιατί ακόμη δεν έχει αλλάξει τις καμένες λάμπες ο δήμος, οι μηχανές μεγάλου κυβισμού που περνούν βιαστικά και αφήνουν πίσω τους έναν κρότο σαν πιστόλι από το όπλο φονιά…
Στα στενά σοκάκια αυτής της πόλης τριγυρνώ. Κάποιες φορές βρέχει και τα παιδιά της γειτονιάς τρέχουν να κρυφτούν, αυτά τα παιδιά που πια δεν παίζουν, αλλά αγωνίζονται για ψεύτικες ελπίδες, είναι τόσο μικρά κι όμως χωρούν μέσα στην παιδική τους ψυχή όλες οι κακίες του ανθρώπου, αναστενάζουν από τώρα κουβαλώντας βάρη που δεν είναι δικά τους. Κυλούν οι στάλες της βροχής πάνω τους, σαν καημοί που ποτέ δεν τους πρόφερε κανείς, μα εκείνα κι όλας έχουν μάθει να τους ερμηνεύουν. Ένα απ’ αυτά έχει ξεμείνει πίσω και ζωγραφίζει κάτι στον τοίχο, μια ελπίδα του που σύντομα θα γίνει άλλο ένα ξεφτισμένο χρώμα στη ζωή του. Γιατί οι ελπίδες σ’ αυτόν τον τόπο έχουν πεθάνει νωρίς και κανείς δεν νοιάζεται, κανείς δεν διαμαρτύρεται, αφού όλοι βάλαμε το χέρι μας για να σκοτεινιάσει αυτός ο ουρανός από πάνω μας. Πώς να δώσεις ελπίδες με τέτοιο μαύρο ουρανό σ’ ένα παιδί που γεννήθηκε για να γελάει σαν το πρώτο φως της αυγής, μα που το διδάξαμε να κλαίει σαν το πρώτο πρωτοβρόχι; «Η ζωή είναι σκληρή», του λέμε ήδη και ξεριζώνουμε το θαύμα από μέσα του, το φως από το σπλάχνο του. Ό, τι αγγίζει το κάνουμε απαγορευμένο, ό, τι νιώθει το βλαστημάμε, ό, τι ζει το απεχθανόμαστε. Το δικό του ταξίδι στο φως το καταστρέψαμε ήδη, βάζοντάς του εισιτήριο, διόδια και εισπράκτορες. Κι όταν σε ρωτάνε τούτα τα παιδιά, κάνεις πως τα ξέρεις όλα αυτά, για τα οποία σε ρωτάνε. Όμως, κανείς δεν ξέρει τίποτε, ώσπου να έρθει η ώρα. Τούτη η ώρα συνήθως αργεί. Διότι ο άνθρωπος δεν σταματά ποτέ να αμφιβάλλει ακόμη και γι’ αυτά που ξέρει. Αλλά το πιο φοβερό, το πιο δυσβάσταχτο απ’ όλα, είναι να διαπιστώσεις ότι στ’ αλήθεια αυτά που ξέρεις είναι μοναχά σκιές, που χορεύουν μπροστά στα μάτια σου και στριφογυρίζουν σα φαντάσματα μέσα σε υποχθόνια σπηλιά. Σ’ αυτή τη βασανιστική σκοτεινή σπηλιά βρισκόμαστε από παιδιά. Πώς, λοιπόν να διδάξουμε τα παιδιά μας; Πόσο δίκιο είχες, Πλάτων! Κανείς δεν σε πίστεψε! Κανείς δεν ήθελε να σε πιστέψει, εσένα, Μεγάλε Προφήτη! Ακόμα και σήμερα, που καθηλωμένοι μπροστά σε μια οθόνη, αντικρίζοντας μοναχά τις μαριονέτες που μας κουνάνε άλλοι και ακούγοντας τα ψεύτικα, τα λόγια τα μεγάλα, που μας κραυγάζουν επιτήδειοι, βλέπουμε καθαρά τι σημαίνουν αυτές οι σκιές και τι δεσμώτες γίναμε εμείς που τις πιστέψαμε, ακόμα και σήμερα δεν θέλουμε να πιστέψουμε! Διότι, όσο σκληρό είναι να αποδεχτείς την ευθύνη που έρχεται με την ελευθερία, άλλο τόσο οδυνηρό είναι να αντιληφθείς ότι ζεις στην πλάνη και εξουσιάζεις μονάχα είδωλα.
Ζούμε, λοιπόν όλοι μέσα στην κόλαση, ζούμε όμως και μέσα στο δυνάμει παράδεισο... Ο μεγαλύτερος παράδεισος για τον άνθρωπο είναι να τείνει το χέρι του στο διπλανό του που βρίσκεται στην κόλαση. Η μεγαλύτερη κόλαση είναι να τον αφήσει να καίγεται…
Κι ύστερα, είναι οι Αγανακτισμένοι. Πέρασα κι εγώ από την πλατεία Αγανακτισμένων. Ένας από αυτούς μου χώνει στη μύτη ένα φυλλάδιο. «Θα έρθεις κι εσύ να διαμαρτυρηθείς μαζί μας;», τον ακούω να με ρωτά. Ίσως αυτό να ξεχείλισε το ποτήρι. Ίσως απλώς να έπρεπε κάπου να ξεσπάσω. Ίσως με τρέλανε ο ίδιος ο παραλογισμός και ο βιασμός της λογικής. «Να διαμαρτυρηθώ; Ε, ναι, λοιπόν! Διαμαρτύρομαι! Διαμαρτύρομαι, διότι, άνθρωπε, πολίτη, πολιτικέ, βλέπεις τους γύρω σου μόνο σαν ενοχλητικές παρουσίες, απαραίτητες μόνο για να πετύχεις τους δικούς σου σκοπούς. Διαμαρτύρομαι διότι έχεις αγιοποιήσει τόσο πολύ τα μέσα για να πετύχεις τον όποιο σκοπό σου, ανίκανος να καταλάβεις ότι δίπλα σου υπάρχουν κι άλλοι που μπορεί να διαθέτουν δικούς τους, όχι πάντα ίδιους με τους δικούς σου. Τους ποδοπατάς, όταν μπορείς, λουφάζεις, όταν δεν σε παίρνει, ποτέ όμως δεν σκέφτεσαι ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος: να τα βρεις μαζί του, να πορευτείς πλάι του, να κατανοήσεις το δικό του όνειρο, να αφουγκραστείς το δικό του δικαίωμα. Διαμαρτύρομαι, διότι ταύτισες την ελευθερία με την αναρχία, μπέρδεψες τη δημοκρατία με την οχλοκρατία, έστρωσες τη δουλειά σου χάρη στη δουλεία των άλλων. Διαμαρτύρομαι, διότι υποδέχτηκες ένα δεσπότη με τυμπανοκρουσίες και ντουντούκες, επειδή έτσι σε βόλευε, κι όταν σταμάτησε να σε βολεύει, τον έδιωξες με τις ίδιες ντουντούκες που όμως πια κραυγάζουν αποδοκιμασίες, απλώς και μόνο για να φέρεις κάποιον άλλο στη θέση του. Το χειρότερο είναι ότι εσύ ο ίδιος ποτέ δεν παραδέχτηκες την ευθύνη σου γι’ αυτή τη γελοιοποίηση των δημοκρατικών αξιών. Διαμαρτύρομαι, διότι βλέπεις κάποιους να ζουν ως κανίβαλοι και να πατάνε επί πτωμάτων κι αντί να τους αντισταθείς, περιμένεις πότε θα γίνω κι εγώ ένα πτώμα, για να με φας και να ενταχθείς στη σιχαμερή τους φυλή. Διαμαρτύρομαι, διότι ονομάσατε την ατιμία μαγκιά και την τιμιότητα απερίγραπτη κουταμάρα. Διαμαρτύρομαι, διότι μας κάνατε να πιστέψουμε στα λόγια σας, όταν εσείς οι ίδιοι δεν πιστεύατε σ’ αυτά. Διαμαρτύρομαι, διότι εν ονόματί μου κάποιοι πλούτισαν, κάποιοι άλλοι εξουσίασαν, όλοι όμως έκαναν πως δεν με γνώριζαν, όταν τους ζήτησα να με βοηθήσουν στις δύσκολες στιγμές μου. Διαμαρτύρομαι, διότι η ζωή μου έχει βαλτώσει, την ίδια ώρα που η ζωή κάποιων άλλων που βάλθηκαν να με πείσουν ότι με υπηρετούν έχει υψωθεί στα ουράνια κι αντί να τείνουν χέρι για να με σηκώσουν, με πατάνε με τη φασιστική μπότα τους στο κεφάλι για να βουλιάξω περισσότερο και το χαίρονται κιόλας. Διαμαρτύρομαι, διότι κάποιοι μου πέταξαν στα μούτρα τα αποφάγια τους, για να πείσουν τους εαυτούς τους και τους θεούς τους ότι είναι φιλεύσπλαχνοι. Διαμαρτύρομαι, διότι κάποιοι εξακολουθούν να αποφασίζουν για μας, χωρίς εμάς. Διαμαρτύρομαι, διότι όλοι σας κάνατε το χρήμα θεό και την ύλη θρησκεία, πείθοντας κι εμένα να γίνω πιστός της, απομυζώντας μου και την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για να τη συντηρώ, την ίδια ώρα που εσείς αποθηκεύετε αμέτρητες φιάλες για δική σας και μόνο χρήση, σαν καλοί και σωστοί βρικόλακες! Διαμαρτύρομαι, διότι με θεωρήσατε άξιο μόνο για σκυλάκι σας κι όχι για συνοδοιπόρο ή έστω συνομιλητή σας στα φιλόδοξα σχέδιά σας. Διαμαρτύρομαι, διότι κάποιοι από σας δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους, κι όμως οδηγείτε ολόκληρο λαό πίσω σας. Είστε τυφλοί και πατάτε στις λάσπες, βαπτίζετε όμως την τύφλα σας ταπεινότητα και τις λάσπες χλοοτάπητα. Διαμαρτύρομαι, διότι κάποιοι έκαναν την ιδεολογία μου τέχνασμα για να εξαπατούν τους αδαείς και τη θρησκεία μου προϊόν για να την πουλάνε στους αφελείς, ενώ κάποιοι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν την αγάπη μου για την πατρίδα μου για να κερδίσουν θώκους και καρέκλες κι όταν τις κέρδισαν με αποκάλεσαν αναχρονιστικό ή ηλίθιο, επειδή συνέχισα, παρόλα αυτά, ν’ αγαπώ την πατρίδα μου. Διαμαρτύρομαι, διότι δεν μπορώ να διαμαρτυρηθώ που οι ίδιοι οι μαθητές μου πρόδωσαν την ιδέα για έναν καλύτερο κόσμο, διότι πρώτος την πρόδωσα εγώ που τη δίδαξα. Διαμαρτύρομαι, διότι όσοι διαμαρτύρονται γι’ αυτά πεθαίνουν πάντα στο σταυρό και στη φωτιά! Ω, ναι, το ξέχασα! Σήμερα, δεν πεθαίνει κανείς! Είμαστε πια πολιτισμένοι! Τους κλείνουμε μοναχά στα τρελάδικα ή τους τραβολογάμε στα παράθυρα των τηλεοπτικών ειδήσεων! Διαμαρτύρομαι, διότι περπατάτε μόνο τη νύχτα και κρύβεστε τη μέρα, σα διαβόλοι που φοβάστε τον ήλιο μήπως φανερώσει τις αμαρτίες σας, κι όμως φτύνετε τ’ αστέρια, αντί να τα θαυμάζετε. Διαμαρτύρομαι, διότι σήμερα πια κλαίνε στ’ αλήθεια μόνο τα παιδιά, αντί να γελάνε. Μιλάνε μόνο οι ανόητοι, αντί ν’ ακούνε. Φωνάζουν μόνο οι γελοίοι, αντί να το βουλώνουν. Πεθαίνουν μόνο οι γενναίοι, αντί να νικούνε. Βραβεύονται μόνο οι δειλοί, αντί οι ήρωες. Τραγουδάνε μόνο οι παράφωνοι, αντί οι καλλιτέχνες. Μιλάνε για παράδεισο μόνο οι σατανάδες, αντί οι άγγελοι. Κάνουν έρωτα μόνο οι χυδαίοι, αντί οι αγαπημένοι εραστές. Αγαπάνε μόνο οι διάβολοι, αντί οι θεοί. Διαμαρτύρομαι, διότι δεν έχει δρόμο η ζωή για να βαδίσω, παρά μόνο πέλαγο κι αυτό μανιασμένο, φουρτουνιασμένο σαν την ψυχή μου. Μα δεν έχω καράβι, παρά κολυμπώ μονάχος μου στην αρμύρα και πουθενά γλυκό νερό, αρμενίζω κόντρα στο βοριά και τα χέρια μου πια δεν με κρατάνε πάνω απ’ το νερό, το κύμα με παρασύρει στο βυθό, άγριο, σκοτεινιασμένο. Το χειρότερο είναι που βαρέθηκα να κολυμπώ, σταμάτησα ν’ αγωνίζομαι και το ξέρω πως τούτο δω το τελευταίο κύμα, μαύρο, θαμπό, θα με παρασύρει σε μια ανείπωτη σιγαλιά, μήτε ελπίδες έχω πια πως κάποιο αγαπημένο χέρι θα με τραβήξει… Διαμαρτύρομαι, λοιπόν αφού πια δεν έχω καμία ελπίδα. Τούτη είναι η χειρότερη κατάρα…
Με λένε Δημήτρη Γκίκα και διαμαρτυρία είναι ο λόγος μου... Με λένε Δημήτρη Γκίκα κι όταν έπρεπε να διδάσκω την αγάπη και την ελπίδα, αναγκάζομαι να διδάξω το μίσος και την απογοήτευση... Με λένε Δημήτρη Γκίκα και όταν έπρεπε να πιστεύω σε κάτι, δεν πιστεύω πια τίποτε απ’ όσα ακούω, απ’ όσα βλέπω, απ’ όσα αισθάνομαι... Με λένε Δημήτρη Γκίκα, μ’ ακούει κανείς ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου