Η εκπαιδευτική και πολιτική ηγεσία μιας χώρας είναι οι βασικότεροι παράγοντες διαπαιδαγώγησης του λαού της χώρας αυτής.
Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012
Πολιτική διακήρυξη του πατριωτικού – εθνοκεντρικού χώρου
Οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας συνιστούν – μαζί μ’ όλα τα απεχθή τους στοιχεία που προσκόμισαν – μια ευκαιρία ενδοσκόπησης και πολιτικής ανάλυσης, όχι μόνο στο πρακτικό πολιτικο-οικονομικό πεδίο, αλλά και στο πεδίο της θεωρητικής πολιτικής ανάλυσης.
Η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ και την ΕΕ, μ’ όλες τις πολιτιστικές και, τελικά, οικονομικές εκφάνσεις που αυτή διαμόρφωσε, δημιούργησε ένα πρωτοφανές πολιτικό σκηνικό, τα αποτελέσματα του οποίου βιώνουμε σήμερα. Η ΕΕ, μια κατά βάση οικονομική ομοσπονδία, χρόνο με το χρόνο δημιούργησε συνθήκες υποβάθμισης της εθνικής ταυτότητας κάθε λαού που την αποτελεί. Με κριτήρια κυρίως οικονομικά, περιόρισε την κυριαρχία της εθνικότητας, άλλοτε προτρέποντας κι άλλοτε επιβάλλοντας πολυπολιτισμικού τύπου κοινωνίες. Η άμεση συνέπεια ήταν να διαμορφωθούν συνθήκες κυριαρχίας των ισχυρών κρατών έναντι των ανίσχυρων, που όμως βασίστηκαν όχι σε μια πολιτισμική ανωτερότητα, αλλά σε μια οικονομική υπεροχή.
Για να μπορέσει, όμως αυτή η υπεροχή να διασφαλιστεί, τα ισχυρά κράτη – μέλη της ΕΕ υποχρέωσαν τα υπόλοιπα κράτη να παραχωρήσουν μέρος της ανεξαρτησίας τους, με κύριο όχημα και αντάλλαγμα μια οικονομική – βραχύβια και σκόπιμη, όπως αποδείχτηκε – «βοήθεια». Οι δυσαναλογίες, η διαφορετικές οικονομικές υποδομές, οι διαφορετικές κουλτούρες και πολιτικές αντιλήψεις του κάθε κράτους, όχι μόνο δεν αμβλύνθηκαν, αντίθετα διαμόρφωσαν μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των κρατών που διέθεταν ισχυρότερη οικονομία και αυτών που – εκ των πραγμάτων – δε θα μπορούσαν να ακολουθήσουν κοινές οικονομικές πολιτικές, για τον απλό λόγο ότι δε διέθεταν ούτε αντίστοιχες υποδομές (βαριά βιομηχανία, πρώτες ύλες κλπ), ούτε, πολλές, φορές, αντίστοιχη πολιτική βούληση ή νοοτροπία. Το χάσμα αυτό, μεγαλώνοντας, δημιούργησε μια Ένωση δύο (ή και τριών) ταχυτήτων. Οι ισχυρές χώρες όχι μόνο επέβαλαν στοιχεία της δικής τους οικονομικής κουλτούρας, αλλά υποχρέωσαν τις υπόλοιπες χώρες να αποποιηθούν πολλές από τις παραδοσιακές τους οικονομικές δομές για χάρη μιας «κοινής» Ευρωπαϊκής Αγοράς, που όμως ήταν ανέφικτη και, τελικά, οδήγησε σε οικονομική εξαθλίωση τα υπόλοιπα κράτη.
Η οικονομική εξαθλίωση είχε ως κατάληξη μια νέα μορφή οικονομικής επικυριαρχίας των ισχυρών κρατών έναντι των πιο ασθενών. Οι «εταίροι» απεδείχθησαν κοινοί τοκογλύφοι (η μοναδική τους ανησυχία είναι να εξασφαλίσουν τα χρήματα που «δάνεισαν» κι όχι να βοηθήσουν, για παράδειγμα στην αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης ή στην παροχή διπλωματικής στήριξης σε εθνικά και κρατικά ζητήματα, για να αναφέρουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα που αφορούν στη χώρα μας), δημιούργησαν τις βάσεις για μια υπερεθνική ένωση οικονομικού τύπου, στην οποία θα κατείχαν τη διαχείριση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Εχθρός τους, σ’ αυτήν την πολιτική σχεδίαση, η εθνική ταυτότητα των λαών.
Στην Ελλάδα, η υποβάθμιση της εθνικής ταυτότητας έλαβε χώρα μέσω συγκεκριμένων ενεργειών. Απαξιώθηκαν τα εθνικά θέματα (το Μακεδονικό ζήτημα, επί παραδείγματι, θεωρήθηκε μια απλή… υπόθεση διμερούς συμφωνίας, η υφαλοκρηπίδα το ίδιο κ.ο.κ), υποβαθμίστηκε το εγχώριο εκπαιδευτικό σύστημα (οι πολιτικοί μας ταγοί σπούδασαν, κατά μεγάλη πλειοψηφία στο εξωτερικό, διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό μια τάση ξενομανίας που, δυστυχώς, την ακολούθησαν και πολλές οικογένειες της λεγόμενης «μεσαίας τάξης»), περιθωριοποιήθηκαν βασικοί εθνικοί τομείς με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα (η υποβάθμιση της γλώσσας, όπου έφτασε η εκμάθησή της να υπολείπεται έναντι της εκμάθησης των ξένων γλωσσών σε ώρες διδασκαλίας και η απαξίωση της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας είναι τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα), η ιστορία άλλοτε «ξαναγράφτηκε», άλλοτε υποβαθμίστηκε αξιακά, άλλοτε αμφισβητήθηκε (η προσπάθεια παραποίησης του εθνικού αγώνα της Ανεξαρτησίας, καθώς και η απόπειρα να διαγραφούν από τη συλλογική μνήμη του λαού εθνικές τραγωδίες, όπως αυτή της καταστροφής της Σμύρνης, αποτελούν βασικά στοιχεία της αντεθνικής προσπάθειας που λαμβάνει ακόμη χώρα), «εκβιάστηκε» η αναμόρφωση της κοινωνίας σε πολυπολιτισμική με την εισροή μεταναστών (και δη λαθρομεταναστών, που όχι μόνο δεν τόνωσαν την οικονομική ζωή της χώρας, όπως διατείνονταν οι υποστηρικτές του μέτρου, αλλά εκτόξευσαν την εγκληματικότητα στα ύψη, αλλοίωσαν την εθνική σύνθεση του πληθυσμού, «κατέλαβαν» το κέντρο της πρωτεύουσας της χώρας και αποτέλεσαν σημείο κοινωνικής τριβής), περιθωριοποιήθηκαν ως ξεπερασμένες πολλές παραδοσιακές δομές της οικονομικής ζωής (η αγροτική παραγωγή «ξεχάστηκε», η κτηνοτροφία υποβαθμίστηκε, η εμπορική ναυτιλία εντέχνως εκδιώχθηκε, ο τουρισμός τραυματίστηκε θανάσιμα κ.ο.κ), αντίστοιχα καλλιεργήθηκε και εξυψώθηκε ως βασική αρχή της οικονομικής δραστηριότητας το χρηματιστηριακό «παιχνίδι» και ο ατέρμων δανεισμός (η κυβέρνηση Σημίτη υπήρξε βασικός υπαίτιος της καλλιέργειας μιας ψευδούς και επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας), διογκώθηκε το κράτος – εργοδότης και αντίστοιχα συρρικνώθηκε η ιδιωτική υγιής πρωτοβουλία (το μεγάλο επίτευγμα της δήθεν σοσιαλιστικής λαίλαπας).
Η απώλεια της εθνικής συνοχής με την αντίστοιχη απαξίωση της ιδιαίτερης αξίας της εθνικής μας ταυτότητας, οδήγησε σιγά – σιγά στην ίδια την παραχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας. Ο εθνικός λόγος στην πολιτική ζωή έπαψε να υφίσταται, θεωρούμενος ως «βλάσφημος» για τη νέα «θρησκεία» της παγκοσμιοποίησης ή «ξεπερασμένος» για τη δήθεν σύγχρονη πολιτική δραστηριότητα. Ακόμα και ο όρος «πατριωτικός» αποτελεί απαγορευμένη λέξη και όποιος δηλώνει πατριώτης ή υπέρμαχος της εθνικής ιδέας, θεωρείται το λιγότερο αναχρονιστικός. Η ιδέα του έθνους δαιμονοποιήθηκε (μεγάλο ρόλο έπαιξε σ’ αυτό και η επικράτηση της αριστερής – μαρξιστικής διανόησης στον ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό χώρο) και, τελικά, εξοβελίστηκε σχεδόν από το λεξιλόγιο ακόμα και πολιτικών που εντάσσονταν σε πολιτικούς σχηματισμούς με εθνικό περιεχόμενο.
Ο τρόπος που χειρίστηκαν τις εξελίξεις οι πολιτικοί μας ταγοί, καθώς και η άνευ ουσιωδών όρων παράδοση της εθνικής κυριαρχίας μας, ανέδειξε το πόσο άγονη είναι μια πολιτική που δεν χαρακτηρίζεται από πατριωτικά στοιχεία.
Το πρώτο καθήκον ενός πολιτικού είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας του. Αυτό είναι ταυτόχρονα και το πρώτο στοιχείο πατριωτισμού. Η προσήλωση στην ευημερία της πατρίδας του, η προσπάθεια εξασφάλισης μιας συλλογικής ευημερίας, η ανάδειξη των ιδιαίτερων ιστορικών και εθνικών στοιχείων του λαού του, η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του λαού του, η προστασία της ιστορικής και πολιτιστικής του κληρονομιάς, αποτελούν τα σημαντικότερα καθήκοντα ενός πολιτικού ηγέτη. Τίποτε απ’ αυτά δεν εξασφαλίζεται, αν ο ηγέτης δε διαθέτει εθνική και πατριωτική συνείδηση.
Η ανάδειξη και η προτίμηση των σημαντικότερων εθνικών στοιχείων ενός λαού, δεν οδηγεί αναγκαστικά στην προκατάληψη ή το μίσος απέναντι σε εκείνους που δεν είναι μέλη του έθνους. Ο εθνοκεντρικός πατριωτισμός δεν ταυτίζεται με το ρατσισμό, δεν αρνείται ούτε την ύπαρξη, ούτε την αξία των υπολοίπων εθνών ή λαών. Αντιλαμβάνεται όμως την ιδιαίτερη αξία και ιστορική διαδρομή του λαού του, αναδεικνύει τα ιδιαίτερα καταστατικά στοιχεία του έθνους και, σ’ αυτό το πνεύμα, δε δέχεται την απαξίωσή τους από τους άλλους λαούς, δεν ανέχεται την καταπάτηση και την υποβάθμιση της εθνικής του φυσιογνωμίας, δεν αφήνεται να υποδουλωθεί στην ιδέα μιας δήθεν διεθνιστικής ουτοπιστικής λογικής που εξομοιώνει τους λαούς, εξαφανίζει τη μοναδικότητα και την ιδιαίτερη αξία που διαθέτει ο κάθε ένας από αυτούς και, τελικά, καταστρατηγεί την εθνική του ελευθερία. Κάθε, λοιπόν μορφή παγκοσμιοποίησης και διεθνισμού, επιζητεί να απαλείψει τις ιδιαιτερότητες και την ιστορική μοναδικότητα που είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα όχι μόνο του εθνικού, αλλά γενικότερα του ανθρώπινου βίου.
Ο πατριωτικός – εθνοκεντρικός χώρος δεν αποτελεί μια κάποια ιδεολογία. Είναι η απαραίτητη πολιτική φυσιογνωμία κάθε επιμέρους ιδεολογικής αναφοράς. Δίχως πατριωτικά γνωρίσματα, κανένα κράτος δεν μπορεί να διαχειριστεί τις τύχες του λαού του, να εξασφαλίσει την ευημερία των πολιτών του (όχι μόνο οικονομική, αλλά και κοινωνική – πολιτισμική), να οδηγήσει σε κοινωνική γαλήνη και ευημερία.
Δημήτριος Γκίκας,
Φιλόλογος, Μ.Α.
Υπ. Δρ. Πολιτικής Φιλοσοφίας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου