Η εκπαιδευτική και πολιτική ηγεσία μιας χώρας είναι οι βασικότεροι παράγοντες διαπαιδαγώγησης του λαού της χώρας αυτής.
Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012
Η Ευρώπη των αγορών: κατάλυση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας
Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012
Ο Οικονομικός ρατσισμός και η εθνική ελευθερία
Η ιδιότυπη κατοχή στην οποία βρίσκεται η χώρα μας, έχει ανοίξει μια καινούργια πολιτική συζήτηση. Ακόμη κι’ όσοι απέρριπταν με βδελυγμία τον όρο «κατοχή», κάλυπταν την απόρριψή τους αυτή υπό το μανδύα μιας κοινοβουλευτικής δραστηριότητας που, λίγο ή πολύ, έχει πια αρχίσει να ξεφτίζει.
Βασικό προεκλογικό επιχείρημα του λεγόμενου «μνημονιακού μπλοκ» ήταν η επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Η πολυδιαφημιζόμενη αυτή επαναδιαπραγμάτευση όχι μόνο δεν έλαβε χώρα, αλλά, αντίθετα, οι δανειστές σκλήραναν κι άλλο τη στάση τους, ακόμα κι όταν το κόμμα της ΔΗΜΑΡ δήλωσε απροθυμία να ψηφίσει τα μέτρα που αφορούσαν στα εργασιακά ζητήματα. Κατά συνέπεια, ένας από τους πλέον σοβαρούς λόγους, για τους οποίους ο ελληνικός λαός ψήφισε τα μνημονιακά κόμματα, δεν υφίσταται ως πολιτική δράση από την παρούσα τριμερή κυβέρνηση.
Η απροκάλυπτη προεκλογική επέμβαση στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό από τους δανειστές, έπεισε αρκετούς πολίτες πως θα υπήρχαν περιθώρια ελιγμών, εφόσον η κυβέρνηση που θα σχηματιζόταν θα μπορούσε να συνομιλεί «επί ίσοις όροις» με τις ξένες ηγεσίες, ώστε να επιτύχει όχι μόνο επαναδιαπραγμάτευση της οικονομικής πολιτικής, αλλά και πιθανή στήριξη και σε άλλα θέματα, όχι απαραιτήτως οικονομικά (όπως, για παράδειγμα, η διπλωματική στήριξη της Ευρωζώνης στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης ή σ’ αυτό της ανακήρυξης της ΑΟΖ). Τίποτε από τα παραπάνω δεν επιτεύχθηκε, καθόσον στον ολιγόμηνο βίο της κυβερνητικής μνημονιακής συνεργασίας, η εξαθλίωση των Ενόπλων Δυνάμεων, η αποσιώπηση των εθνικών θεμάτων που ανακύπτουν όλο και πιο έντονα, αλλά και η απόλυτη απαξίωση της περιουσίας του κράτους που πουλήθηκε ή θα πουληθεί επί πινακίου φακής (χαρακτηριστικό παράδειγμα η πώληση της Αγροτικής Τράπεζας, ενός από τα πλέον ιστορικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που στήριξαν την αγροτική οικονομία και με τεράστια περιουσία), απέδειξε πόσο ανόητες ελπίδες έθρεψαν, όσοι πίστεψαν πως μια κυβέρνηση «αρεστή στους ξένους» θα οδηγούσε στην ανάταση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της γενικότερης διπλωματικής σχέσης της χώρας μας με τους… «εταίρους» της.
Η ψήφιση των πλέον επαχθών και επώδυνων μέτρων που, κατά την ελληνική μνημονιακή κυβέρνηση, θα επέφερε μια τεράστια ανάσα στην οικονομία, με την εκταμίευση της δόσης – μαμούθ των 30 σχεδόν δις ευρώ, οδήγησε σε μια ακόμη τραγική διάψευση. Τα μέτρα ψηφίστηκαν, η εκταμίευση της δόσης, όμως παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες.
Η απόλυτη υποταγή της ελληνικής ηγεσίας, λοιπόν δεν απέδωσε στο ελάχιστο: δεν υπήρξε επαναδιαπραγμάτευση, δεν στηρίχτηκε η Ελλάδα διπλωματικά σε κανένα εθνικό πεδίο δραστηριότητας, δεν έφερε έστω μια προσωρινή οικονομική ανακούφιση. Αυτά, δηλαδή που ανέμεναν οι Έλληνες πολίτες αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες. Η χώρα παραμένει πλήρως υποταγμένη σε κελεύσματα μιας ξένης υπερεθνικής ηγεσίας, δίχως τη δυνατότητα, έστω συνδιαμόρφωσης, μιας πολιτικής δράσης από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους της. Αν αυτό δεν είναι κατοχή, τότε τι ακριβώς είναι; Αν αυτό δεν είναι κατάρρευση του κοινοβουλευτισμού, τότε τι ακριβώς είναι;
Η συνήθης ρητορική των μνημονιακών είναι πως η χώρα έχει δανειστεί χρήματα, άρα οφείλει να πράξει κάθε κέλευσμα των δανειστών. Με άλλα λόγια, η χώρα, ακόμα και ως δανειζόμενη, δεν μπορεί να ελέγξει καν την εξασφάλιση στοιχειωδών συνθηκών διαβίωσης του ελληνικού λαού. Οι δε «εταίροι» δεν είναι τίποτε άλλο, παρά απλοί δανειστές που θέλουν να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Δεν είναι σύμμαχοι, δεν είναι πολιτικοί εταίροι. Είναι τραπεζίτες! Η Ε.Ε. δεν είναι ένας δημοκρατικός οργανισμός, αποτελούμενος από μέλη που διατηρούν μια ισότιμη σχέση. Είναι ένα διευθυντήριο που ασκεί εξουσία με τρόπο που μόνο εκείνη καθορίζει τους όρους αυτής της άσκησης και την επιβάλλει στα υπόλοιπα κράτη – μέλη!
Η Ε.Ε. δεν είναι η Ευρώπη των λαών! Δεν είναι η Ευρώπη που οραματιζόμαστε! Δεν είναι η Ευρώπη της κοινωνικής προόδου και της πολιτικής ανάπτυξης. Ο οικονομικός ρατσισμός του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρή πολιτική θεώρηση! Η Ευρώπη δεν ανήκει στις αγορές, ούτε στα χρηματιστήρια, στα οποία επικρατεί η εξισωτική λογική των ανθρώπων – αναλώσιμων προϊόντων! Ανήκει στα έθνη που την αποτελούν! Ανήκει στους λαούς που συμπορεύονται με κυρίαρχο αίτημα το σεβασμό της εθνικής τους ταυτότητας! Η οικονομική κατοχή των ελεύθερων εθνών είναι πλέον γεγονός! Η Ελλάδα δεν είναι παρά μόνο η αρχή μιας προσπάθειας υποδούλωσης των εθνοτήτων που αποτελούν την Ευρώπη! Η Ελλάδα δεν είναι παρά μόνο η αρχή μιας προσπάθειας καταπάτησης κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας, κάθε έννοιας εθνικής ελευθερίας! Η κατοχή αυτή πρέπει να λήξει τώρα!
Δ. Γκίκας
Υπ. Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας
Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012
Πολιτική διακήρυξη του πατριωτικού – εθνοκεντρικού χώρου
Οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας συνιστούν – μαζί μ’ όλα τα απεχθή τους στοιχεία που προσκόμισαν – μια ευκαιρία ενδοσκόπησης και πολιτικής ανάλυσης, όχι μόνο στο πρακτικό πολιτικο-οικονομικό πεδίο, αλλά και στο πεδίο της θεωρητικής πολιτικής ανάλυσης.
Η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ και την ΕΕ, μ’ όλες τις πολιτιστικές και, τελικά, οικονομικές εκφάνσεις που αυτή διαμόρφωσε, δημιούργησε ένα πρωτοφανές πολιτικό σκηνικό, τα αποτελέσματα του οποίου βιώνουμε σήμερα. Η ΕΕ, μια κατά βάση οικονομική ομοσπονδία, χρόνο με το χρόνο δημιούργησε συνθήκες υποβάθμισης της εθνικής ταυτότητας κάθε λαού που την αποτελεί. Με κριτήρια κυρίως οικονομικά, περιόρισε την κυριαρχία της εθνικότητας, άλλοτε προτρέποντας κι άλλοτε επιβάλλοντας πολυπολιτισμικού τύπου κοινωνίες. Η άμεση συνέπεια ήταν να διαμορφωθούν συνθήκες κυριαρχίας των ισχυρών κρατών έναντι των ανίσχυρων, που όμως βασίστηκαν όχι σε μια πολιτισμική ανωτερότητα, αλλά σε μια οικονομική υπεροχή.
Για να μπορέσει, όμως αυτή η υπεροχή να διασφαλιστεί, τα ισχυρά κράτη – μέλη της ΕΕ υποχρέωσαν τα υπόλοιπα κράτη να παραχωρήσουν μέρος της ανεξαρτησίας τους, με κύριο όχημα και αντάλλαγμα μια οικονομική – βραχύβια και σκόπιμη, όπως αποδείχτηκε – «βοήθεια». Οι δυσαναλογίες, η διαφορετικές οικονομικές υποδομές, οι διαφορετικές κουλτούρες και πολιτικές αντιλήψεις του κάθε κράτους, όχι μόνο δεν αμβλύνθηκαν, αντίθετα διαμόρφωσαν μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των κρατών που διέθεταν ισχυρότερη οικονομία και αυτών που – εκ των πραγμάτων – δε θα μπορούσαν να ακολουθήσουν κοινές οικονομικές πολιτικές, για τον απλό λόγο ότι δε διέθεταν ούτε αντίστοιχες υποδομές (βαριά βιομηχανία, πρώτες ύλες κλπ), ούτε, πολλές, φορές, αντίστοιχη πολιτική βούληση ή νοοτροπία. Το χάσμα αυτό, μεγαλώνοντας, δημιούργησε μια Ένωση δύο (ή και τριών) ταχυτήτων. Οι ισχυρές χώρες όχι μόνο επέβαλαν στοιχεία της δικής τους οικονομικής κουλτούρας, αλλά υποχρέωσαν τις υπόλοιπες χώρες να αποποιηθούν πολλές από τις παραδοσιακές τους οικονομικές δομές για χάρη μιας «κοινής» Ευρωπαϊκής Αγοράς, που όμως ήταν ανέφικτη και, τελικά, οδήγησε σε οικονομική εξαθλίωση τα υπόλοιπα κράτη.
Η οικονομική εξαθλίωση είχε ως κατάληξη μια νέα μορφή οικονομικής επικυριαρχίας των ισχυρών κρατών έναντι των πιο ασθενών. Οι «εταίροι» απεδείχθησαν κοινοί τοκογλύφοι (η μοναδική τους ανησυχία είναι να εξασφαλίσουν τα χρήματα που «δάνεισαν» κι όχι να βοηθήσουν, για παράδειγμα στην αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης ή στην παροχή διπλωματικής στήριξης σε εθνικά και κρατικά ζητήματα, για να αναφέρουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα που αφορούν στη χώρα μας), δημιούργησαν τις βάσεις για μια υπερεθνική ένωση οικονομικού τύπου, στην οποία θα κατείχαν τη διαχείριση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Εχθρός τους, σ’ αυτήν την πολιτική σχεδίαση, η εθνική ταυτότητα των λαών.
Στην Ελλάδα, η υποβάθμιση της εθνικής ταυτότητας έλαβε χώρα μέσω συγκεκριμένων ενεργειών. Απαξιώθηκαν τα εθνικά θέματα (το Μακεδονικό ζήτημα, επί παραδείγματι, θεωρήθηκε μια απλή… υπόθεση διμερούς συμφωνίας, η υφαλοκρηπίδα το ίδιο κ.ο.κ), υποβαθμίστηκε το εγχώριο εκπαιδευτικό σύστημα (οι πολιτικοί μας ταγοί σπούδασαν, κατά μεγάλη πλειοψηφία στο εξωτερικό, διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό μια τάση ξενομανίας που, δυστυχώς, την ακολούθησαν και πολλές οικογένειες της λεγόμενης «μεσαίας τάξης»), περιθωριοποιήθηκαν βασικοί εθνικοί τομείς με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα (η υποβάθμιση της γλώσσας, όπου έφτασε η εκμάθησή της να υπολείπεται έναντι της εκμάθησης των ξένων γλωσσών σε ώρες διδασκαλίας και η απαξίωση της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας είναι τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα), η ιστορία άλλοτε «ξαναγράφτηκε», άλλοτε υποβαθμίστηκε αξιακά, άλλοτε αμφισβητήθηκε (η προσπάθεια παραποίησης του εθνικού αγώνα της Ανεξαρτησίας, καθώς και η απόπειρα να διαγραφούν από τη συλλογική μνήμη του λαού εθνικές τραγωδίες, όπως αυτή της καταστροφής της Σμύρνης, αποτελούν βασικά στοιχεία της αντεθνικής προσπάθειας που λαμβάνει ακόμη χώρα), «εκβιάστηκε» η αναμόρφωση της κοινωνίας σε πολυπολιτισμική με την εισροή μεταναστών (και δη λαθρομεταναστών, που όχι μόνο δεν τόνωσαν την οικονομική ζωή της χώρας, όπως διατείνονταν οι υποστηρικτές του μέτρου, αλλά εκτόξευσαν την εγκληματικότητα στα ύψη, αλλοίωσαν την εθνική σύνθεση του πληθυσμού, «κατέλαβαν» το κέντρο της πρωτεύουσας της χώρας και αποτέλεσαν σημείο κοινωνικής τριβής), περιθωριοποιήθηκαν ως ξεπερασμένες πολλές παραδοσιακές δομές της οικονομικής ζωής (η αγροτική παραγωγή «ξεχάστηκε», η κτηνοτροφία υποβαθμίστηκε, η εμπορική ναυτιλία εντέχνως εκδιώχθηκε, ο τουρισμός τραυματίστηκε θανάσιμα κ.ο.κ), αντίστοιχα καλλιεργήθηκε και εξυψώθηκε ως βασική αρχή της οικονομικής δραστηριότητας το χρηματιστηριακό «παιχνίδι» και ο ατέρμων δανεισμός (η κυβέρνηση Σημίτη υπήρξε βασικός υπαίτιος της καλλιέργειας μιας ψευδούς και επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας), διογκώθηκε το κράτος – εργοδότης και αντίστοιχα συρρικνώθηκε η ιδιωτική υγιής πρωτοβουλία (το μεγάλο επίτευγμα της δήθεν σοσιαλιστικής λαίλαπας).
Η απώλεια της εθνικής συνοχής με την αντίστοιχη απαξίωση της ιδιαίτερης αξίας της εθνικής μας ταυτότητας, οδήγησε σιγά – σιγά στην ίδια την παραχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας. Ο εθνικός λόγος στην πολιτική ζωή έπαψε να υφίσταται, θεωρούμενος ως «βλάσφημος» για τη νέα «θρησκεία» της παγκοσμιοποίησης ή «ξεπερασμένος» για τη δήθεν σύγχρονη πολιτική δραστηριότητα. Ακόμα και ο όρος «πατριωτικός» αποτελεί απαγορευμένη λέξη και όποιος δηλώνει πατριώτης ή υπέρμαχος της εθνικής ιδέας, θεωρείται το λιγότερο αναχρονιστικός. Η ιδέα του έθνους δαιμονοποιήθηκε (μεγάλο ρόλο έπαιξε σ’ αυτό και η επικράτηση της αριστερής – μαρξιστικής διανόησης στον ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό χώρο) και, τελικά, εξοβελίστηκε σχεδόν από το λεξιλόγιο ακόμα και πολιτικών που εντάσσονταν σε πολιτικούς σχηματισμούς με εθνικό περιεχόμενο.
Ο τρόπος που χειρίστηκαν τις εξελίξεις οι πολιτικοί μας ταγοί, καθώς και η άνευ ουσιωδών όρων παράδοση της εθνικής κυριαρχίας μας, ανέδειξε το πόσο άγονη είναι μια πολιτική που δεν χαρακτηρίζεται από πατριωτικά στοιχεία.
Το πρώτο καθήκον ενός πολιτικού είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας του. Αυτό είναι ταυτόχρονα και το πρώτο στοιχείο πατριωτισμού. Η προσήλωση στην ευημερία της πατρίδας του, η προσπάθεια εξασφάλισης μιας συλλογικής ευημερίας, η ανάδειξη των ιδιαίτερων ιστορικών και εθνικών στοιχείων του λαού του, η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του λαού του, η προστασία της ιστορικής και πολιτιστικής του κληρονομιάς, αποτελούν τα σημαντικότερα καθήκοντα ενός πολιτικού ηγέτη. Τίποτε απ’ αυτά δεν εξασφαλίζεται, αν ο ηγέτης δε διαθέτει εθνική και πατριωτική συνείδηση.
Η ανάδειξη και η προτίμηση των σημαντικότερων εθνικών στοιχείων ενός λαού, δεν οδηγεί αναγκαστικά στην προκατάληψη ή το μίσος απέναντι σε εκείνους που δεν είναι μέλη του έθνους. Ο εθνοκεντρικός πατριωτισμός δεν ταυτίζεται με το ρατσισμό, δεν αρνείται ούτε την ύπαρξη, ούτε την αξία των υπολοίπων εθνών ή λαών. Αντιλαμβάνεται όμως την ιδιαίτερη αξία και ιστορική διαδρομή του λαού του, αναδεικνύει τα ιδιαίτερα καταστατικά στοιχεία του έθνους και, σ’ αυτό το πνεύμα, δε δέχεται την απαξίωσή τους από τους άλλους λαούς, δεν ανέχεται την καταπάτηση και την υποβάθμιση της εθνικής του φυσιογνωμίας, δεν αφήνεται να υποδουλωθεί στην ιδέα μιας δήθεν διεθνιστικής ουτοπιστικής λογικής που εξομοιώνει τους λαούς, εξαφανίζει τη μοναδικότητα και την ιδιαίτερη αξία που διαθέτει ο κάθε ένας από αυτούς και, τελικά, καταστρατηγεί την εθνική του ελευθερία. Κάθε, λοιπόν μορφή παγκοσμιοποίησης και διεθνισμού, επιζητεί να απαλείψει τις ιδιαιτερότητες και την ιστορική μοναδικότητα που είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα όχι μόνο του εθνικού, αλλά γενικότερα του ανθρώπινου βίου.
Ο πατριωτικός – εθνοκεντρικός χώρος δεν αποτελεί μια κάποια ιδεολογία. Είναι η απαραίτητη πολιτική φυσιογνωμία κάθε επιμέρους ιδεολογικής αναφοράς. Δίχως πατριωτικά γνωρίσματα, κανένα κράτος δεν μπορεί να διαχειριστεί τις τύχες του λαού του, να εξασφαλίσει την ευημερία των πολιτών του (όχι μόνο οικονομική, αλλά και κοινωνική – πολιτισμική), να οδηγήσει σε κοινωνική γαλήνη και ευημερία.
Δημήτριος Γκίκας,
Φιλόλογος, Μ.Α.
Υπ. Δρ. Πολιτικής Φιλοσοφίας
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)