Στο Πλατωνικό Σπήλαιο, οι άνθρωποι ζουν ως δεσμώτες. Δεσμά
στο λαιμό, δεσμά στα πόδια. Βλέπουν μόνο μπροστά και δεν μπορούν να
εξερευνήσουν τη σπηλιά, πόσω μάλλον τον κόσμο έξω απ’ αυτήν. Ένα λιγοστό φως
υπάρχει για να φωτίζει. Κι αυτό το φως, το μόνο που προβάλλει είναι σκιές.
Σκιές κάτι ασήμαντων πραγμάτων που κουβαλούν πέρα δώθε κάποιοι επιτήδειοι. Οι άνθρωποι
αντικρίζουν μονάχα σκιές. Κι έχοντας περάσει όλη τη ζωή τους μέσα στη σπηλιά,
νομίζουν πως αυτές οι σκιές, που αντικρίζουν σ’ όλη τους τη ζωή, αυτά τα είδωλα
είναι τα μόνα που υπάρχουν. Γίνονται γι’ αυτούς ο κόσμος όλος. Ξυπνάνε με τις
σκιές, κοιμούνται μ’ αυτές.
Μα, μια μέρα, ένας απ’ αυτούς τους δεσμώτες, με τη βοήθεια
κάποιου, καταφέρνει να ξεφύγει από τα
δεσμά του. Αρχίζει να περπατά αργά μέσα στη σπηλιά. Από μακριά, σε μια ανηφόρα
βλέπει ένα φως που δεν το έχει ξαναδεί. Το πλησιάζει και ξαφνικά βρίσκεται έξω
από τη σπηλιά. Το φως του ήλιου, που δεν το είχε αντικρίσει ποτέ ως τότε στη
ζωή του, τον τυφλώνει για λίγο. Η παρόρμησή του είναι να ξαναμπεί στη σπηλιά.
Μα δεν τον αφήνει αυτός που τον λευτέρωσε. Τον κρατά έξω. Ο δεσμώτης κρύβει τα
μάτια του, τι είναι το φως έντονο και τον πονά. Σιγά – σιγά, όμως συνηθίζει το
φως. Ανοίγει τα βλέφαρά του και αντικρίζει όλη τη μαγεία του κόσμου. Τη φύση,
τον ήλιο. Σα μικρό παιδί που ανακαλύπτει θαυμαστά πράγματα, τρέχει από δω κι
από κει για να δει όσα περισσότερα μπορεί, να δουν τα μάτια του όλη την ομορφιά
του κόσμου που δεν είχε αντικρίσει ως τώρα. Κι ύστερα, πέφτει το σκοτάδι. Ο δεσμώτης
ενθουσιάζεται γι’ ακόμη μια φορά με τον έναστρο ουρανό. Με πόση χαρά πέφτει να
κοιμηθεί, απαλλαγμένος πια από τις σκιές και τα είδωλα, από τον ψεύτικο κόσμο
στον οποίο ζούσε, από τη χειραγώγηση, στην οποία κάποιοι επιτήδειοι τον
υπέβαλαν σ’ όλη του τη ζωή.
Ως πότε θα ζούμε σ’ αυτή τη σπηλιά που λέγεται σύγχρονος
τρόπος ζωής; Ως πότε θα λατρεύουμε σκιές; Ως πότε θα προσηλωνόμαστε, σα να μην
έχουμε καμία άλλη επιλογή, σαν Πλατωνικοί δεσμώτες, στην τηλεόραση; Ως πότε η
ψυχή μας θα χειραγωγείται, η διάνοιά μας θα παραμένει υπνωτισμένη, το σώμα μας
θα φορά αλυσίδες; Έχουμε μονάχα ένα θεό,
την ύλη. Σ’ αυτήν έχουμε υποτάξει το πνεύμα. Σεβόμαστε μονάχα έναν τομέα του
ανθρώπινου πολιτισμού, την οικονομία. Σ’
αυτήν δίνουν λόγο σήμερα η ηθική, το δίκαιο, η πολιτική, η παιδεία. Αντί να νοιαζόμαστε
τη φύση, τη μολύνουμε. Αντί να θαυμάζουμε τ’ αστέρια, σκεφτόμαστε πώς θα τα
κατακτήσουμε. Από τον εαυτό μας κρυβόμαστε, από το συνάνθρωπό μας
απομακρυνόμαστε. Η φιλία, η αγάπη, η συναδέλφωση σα να μην υπάρχουν πια στα
λεξικά μας.
Φτιάξαμε μηχανές για να υπηρετούν τον άνθρωπο, αλλά εμείς
υπηρετούμε τελικά τον τρόπο που αυτές λειτουργούν και στην πορεία χάσαμε την
ανθρωπιά μας. Δημιουργήσαμε πλείστα μέσα καθημερινής επικοινωνίας, χαράξαμε
δρόμους, τιθασεύσαμε τη θάλασσα, κυριαρχήσαμε στους ουρανούς για να έρθουμε πιο
κοντά, κι όμως ελάχιστα πια ερχόμαστε σ’ επαφή με τους άλλους δίπλα μας. Αναπτύξαμε
την επιστήμη για να ξεφύγουμε από το δογματισμό της άγνοιάς μας, μόνο και μόνο
για να χτίσουμε τα θεμέλια ενός άλλου δόγματος που τυραννά πιότερο την ψυχή
μας, διότι τούτο το δόγμα δεν προσφέρει λύτρωση, παρά μια αέναη τυραννία. Βρήκαμε τρόπους να εξελίξουμε τη δημοκρατία, μόνο
και μόνο για να αντιληφθούμε τελικά πως η «εξέλιξη» αυτή μας πισωγύρισε στην
τυραννία. Εξυψώσαμε την ελευθερία, μόνο και μόνο για να ξαναγίνουμε με τη
θέλησή μας δούλοι, επειδή κάποιοι μας υποσχέθηκαν προστασία και πλούτη. Αποθεώσαμε
τη Λογική, μόνο και μόνο για να απαρνηθούμε την ομορφιά του συναισθήματος.
Χάσαμε τα οράματά μας, διότι κάποιοι μας αφαίρεσαν τη
δυνατότητα να ονειρευόμαστε. Ξεπουλήσαμε τις αξίες μας, διότι κάποιοι μας
έπεισαν πως αυτές πια δεν είναι σημαντικές. Σκύψαμε το κεφάλι, επειδή μας
κάποιοι μας είπαν πως δεν είμαστε άξιοι για να κοιτάμε τ’ άστρα.
Δεν είμαστε πια πολίτες, διότι ξεπουλήσαμε την ιδιότητά μας
αυτή, τη στιγμή που θεωρήσαμε τη συμμετοχή στα κοινά άχρηστη και αφεθήκαμε να εξαγοράσουν
οι επιτήδειοι την ίδια μας την ψήφο. Δεν είμαστε πια άνθρωποι, διότι
απαρνηθήκαμε το συνάνθρωπό μας, όταν τον αγοράζουμε και τον πουλάμε σαν να
πρόκειται για προϊόν ή υπηρεσία. Δεν είμαστε πια πολιτισμένοι, διότι απ’ το
σύγχρονο άνθρωπο λείπει η πνευματικότητα, οι ηθικές αξίες, η πίστη στον άνθρωπο.
Σήμερα, είμαστε όλοι μονάχα δεσμώτες...
Μπορούμε να ελευθερωθούμε. Αρκεί ν’ αναλογιστούμε τη δική
μας θέση, το δικό μας ρόλο στην Ιστορία. Ο Ελληνικός λαός πάντα έπαιζε το ρόλο
του πνευματικού δασκάλου. Εκείνος, κάποτε, έσπρωξε τους δεσμώτες λαούς στο φως
και τους εξανάγκασε να δουν τον πραγματικό κόσμο. Εκείνος ήταν ο πρώτος
δεσμώτης που αντίκρισε το φως και, αφού γνώρισε την αλήθεια, βάλθηκε να την
κηρύξει στους υπόλοιπους. Η τραγική μοίρα του διαφωτιστή, όμως είναι ακριβώς
αυτή: επιστρέφοντας στη σπηλιά, σ’ αυτή που λατρεύουν φαντάσματα και δε
γνωρίζουν παρά μόνο το σκοτάδι, οι δεσμώτες όχι μόνο δεν τον πιστεύουν, όχι
μόνο τον λοιδωρούν, αλλά στο τέλος τον σκοτώνουν κιόλας. Σκοτώνουν αυτόν που
ήρθε να τους διδάξει το Φως.
Η ελευθερία δεν κατακτάται ποτέ χωρίς τίμημα. Αυτός μάλιστα που
τη διδάσκει, κινδυνεύει πάντα να χάσει την ίδια του τη ζωή. Μα είναι αυτός ο κίνδυνος
που καθιστά την πράξη αξεπέραστη κι αιώνια. Είναι αυτός ο δρόμος που οδηγεί την
ανθρωπότητα στο Αύριο. Είναι αυτός ο άνθρωπος, είναι αυτός ο λαός, που,
επιλέγοντας τούτον τον κίνδυνο με ελεύθερη βούληση, κερδίζει την Αθανασία.
Πολιτικές που αναφέρονται μονάχα στην οικονομική ανάπτυξη
ενός λαού αποτελούν σκιές και είδωλα. Όσοι προάγουν τέτοιες πολιτικές,
επιθυμούν μονάχα να δημιουργούν δεσμώτες. Ως άνθρωπος, δεν μπορώ να δεχτώ δεσμά
για μένα ή να επιβάλλω δεσμά για το συνάνθρωπό μου. Ως πολίτης, δε δέχομαι να
μου πουλάνε σκιές . Ως επιστήμονας, δε δέχομαι να ζω στο σκοτάδι. Ως εκπαιδευτικός,
έχω χρέος να κηρύττω το ΦΩΣ. ΩΣ ΕΛΛΗΝΑΣ, ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΣΚΛΑΒΟΣ, ΟΠΟΙΑ
ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ ΜΟΥ!